Η Στεφανία Γουλιώτη σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Δημήτρη Δανίκα και το Πρώτο Θέμα, εξομολογείται την κακοποίηση που βίωσε από τον ο γιατρό της και τον κηπουρό της γιαγιάς της.
«Σου μιλάω από την εμπειρία τη δική μου με έναν γιατρό. Που φοβήθηκα να επικοινωνήσω το συγκεκριμένο περιστατικό, γιατί κανείς δεν θα με πίστευε. Γι’ αυτό πρέπει να διαμορφωθεί το κατάλληλο ψυχικό και κοινωνικό πλαίσιο ώστε να μπορέσουν αυτά τα πράγματα να δημοσιοποιηθούν. Ώστε όλοι μας να μπορέσουμε να τα εκφράσουμε. Τώρα, λοιπόν, είναι η κατάλληλη στιγμή. Να μην υπάρξει καμία ανοχή. Εγώ είχα μια τέτοια εμπειρία κακοποιητική με έναν γιατρό πριν από επτά χρόνια. Από έναν γιατρό που θεράπευε “επώνυμους”. Δεν είπα τίποτα, σηκώθηκα κι έφυγα και δεν ξαναπήγα. Αλλά δεν έκανα και καμία καταγγελία γιατί κανείς δεν θα με πίστευε», υπογράμμισε η ηθοποιός.
«Ναι, γιατί ήμουν μόνη μαζί του σ’ ένα δωμάτιο. Γιατί ο σωματικός τραυματισμός έγινε σ’ ένα αμφιλεγόμενο σημείο».
«Είσαι σε κατάσταση σοκ. Το πότε ένα σώμα θα ξεπεράσει το σοκ δεν είναι κάτι που μπορεί να το κρίνει το οποιοδήποτε καφενείο. Και πότε αυτό το σώμα, αυτός ο άνθρωπος θα μπορέσει να αισθανθεί την ασφάλεια στον περίγυρό του, στα μέσα προβολής και επικοινωνίας, στην οικογένειά του, ώστε να γνωστοποιήσει αυτό το τραυματικό περιστατικό. Αυτή τη στιγμή πολλά απ’ αυτά τα θύματα βιώνουν ένα δεύτερο μπούλινγκ. Όπως αυτό που μου περιγράφεις. Έπρεπε να έρθει εκείνη η κατάλληλη χρονική στιγμή που τα θύματα θα έβρισκαν τα ψυχικά αποθέματα να αντιμετωπίσουν το πρόβλημά τους. Να σταθούν όρθια απέναντι σε μια απάνθρωπη κοινωνία».
«Μα μόνο έτσι έχει νόημα. Αφορά το σύμπαν. Απλώς εμείς οι καλλιτέχνες κάνουμε θόρυβο και αυτό είναι ευεργετικό για τους υπόλοιπους».
«Όχι στο θέατρο. Αλλού. Τα έχω υποστεί και ως παιδάκι από τον κηπουρό της γιαγιάς μου. Και ως πολίτης, όταν μπήκε άνθρωπος στο σπίτι μου και με χτύπησε. Και ως ασθενής γιατρού. Αναφέρομαι σε αυτές τις εμπειρίες για να ξέρουμε ότι η παραμικρή κίνηση παραβίασης και κακοποίησης του σώματός μου δεν είναι επιτρεπτή. Και δεν είναι αυτονόητο και δεδομένο ότι μπορεί να συμβαίνει. Δεν έχεις δικαίωμα να με αγγίξεις. Σε οποιονδήποτε χώρο και για οποιονδήποτε λόγο. Τελεία και παύλα».
«Θα έλεγα πολύ καλά, λοιπόν. Με τον αναγκαστικό εγκλεισμό παίρνεις πολύ χρόνο, κάτι που χρειαζόσουν. Να βλέπεις πράγματα που ήταν θαμμένα μέσα σου. Ανάγκες, άλυτα ζητήματα, φόβους, ανησυχίες. Όλα αυτά ήταν θαμμένα. Τώρα, λοιπόν, μπορώ να τα βγάζω έξω και να έρχομαι αντιμέτωπη με τον εαυτό μου. Με τον κρυμμένο εαυτό μου. Ισα-ίσα να ακούς και τον εαυτό σου και να μπορείς έτσι να τον διορθώνεις».
«Μήπως δεν είμαι επαρκής και ικανή. Τι είδους καλλιτέχνης είμαι τελικά. Και τι είδους πολίτης είμαι τελικά. Να αντιμετωπίσω όλους εκείνους τους φόβους που με κρατάνε εγκλωβισμένη σε μια εικόνα. Σε μια εικόνα που ήθελα να αρέσει. Σε μια εικόνα που δεν χώραγε ασχήμιες. Δεν χώραγε ημιμάθεια. Σε αυτή την εικόνα όπου ήμουν βουτηγμένη. Σε μια εικόνα όπου δεν χωρούσαν συνειδητοποίηση και αμφισβήτηση».