Σεισμική δόνηση μεγέθους 4,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ καταγράφηκε το πρωί του Σαββάτου, σύμφωνα με την αναθεωρημένη ανάλυση του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου.
Ο σεισμός σημειώθηκε στις 10:02, προκαλώντας ανησυχία στην ευρύτερη περιοχή, ενώ τα πρώτα δεδομένα αποτυπώνουν την έντασή του και την τοποθεσία του επίκεντρου.
Το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε σε απόσταση 24 χιλιομέτρων ανατολικά-βορειοανατολικά της Ζάκρου, κοντά στις ανατολικές ακτές της Κρήτης. Το εστιακό βάθος υπολογίστηκε στα 17,7 χιλιόμετρα, στοιχείο που δείχνει ότι η δόνηση προήλθε από σχετικά ρηχό σημείο του φλοιού της Γης.
Οι αρμόδιοι φορείς συνεχίζουν την παρακολούθηση της μετασεισμικής δραστηριότητας, ενώ μέχρι στιγμής δεν έχουν αναφερθεί ζημιές ή τραυματισμοί στην περιοχή.
Ένας σεισμός μεγέθους 2,7 Ρίχτερ, με επίκεντρο το Χαλάνδρι, έγινε αισθητός την Κυριακή τα ξημερώματα στην Αθήνα.
Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο κατέγραψε το γεγονός μέσω της Αυτόματης Λύσης, ενώ το Ευρωμεσογειακό Ινστιτούτο εκτίμησε το μέγεθος στα 3 Ρίχτερ. Η επανειλημμένη σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή έχει προκαλέσει ανησυχία, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο ρήγμα παραμένει ενεργό, παράγοντας μικρές δονήσεις τον τελευταίο μήνα.
Σε προηγούμενες δηλώσεις του, ο καθηγητής Γεωλογίας Ευθύμης Λέκκας χαρακτήρισε τη δραστηριότητα φυσιολογική. Οι σεισμοί εκδηλώνονται σε επιφανειακό βάθος, συνήθως γύρω στα 3 χιλιόμετρα, με πιθανότητα επανάληψης μικρών δονήσεων, αλλά χωρίς προοπτική για μεγαλύτερα μεγέθη. Ο ίδιος ανέφερε ότι η δυναμικότητα του συγκεκριμένου ρήγματος δεν ξεπερνά τα 3 Ρίχτερ.
Οι ειδικοί εστιάζουν σε μεγαλύτερους γεωλογικούς κινδύνους που σχετίζονται με ρήγματα εκτός και εντός του Λεκανοπεδίου.
Η περιοχή από τον Ανατολικό Κορινθιακό Κόλπο μέχρι τον Ωρωπό περιλαμβάνει ένα σύστημα ρηγμάτων που έχει ιστορικά καταγράψει σεισμούς μεγέθους 6 – 6,5 Ρίχτερ, με σημαντικότερους αυτούς του 1858 και του 1914. Σύμφωνα με τον σεισμολόγο Γεράσιμο Παπαδόπουλο, αυτή η «δακτυλιοειδής ζώνη» μήκους 60 χιλιομέτρων αποτελεί μόνιμη πηγή κινδύνου. Παρά τις παλαιότερες μελέτες, το μήκος των ρηγμάτων δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως, γεγονός που δυσχεραίνει την ακριβή πρόβλεψη της δυναμικότητάς τους.
Τα ρήγματα της περιοχής προκαλούν σεισμούς μέσου βάθους, με εστίες στα 50 – 60 χιλιόμετρα. Αυτοί οι σεισμοί ενδέχεται να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν τα 6,5 Ρίχτερ. Ο δρ. Παπαδόπουλος υπενθυμίζει το παράδειγμα του σεισμού του 1962, ο οποίος σημειώθηκε κοντά στον Ακροκόρινθο, προκάλεσε μικρές ζημιές στην Αττική, αλλά ήταν έντονα αισθητός. Η επίδραση ενός αντίστοιχου φαινομένου σήμερα, με τη σύγχρονη αστική δόμηση, παραμένει αβέβαιη.
Το ρήγμα της Αταλάντης, αν και απέχει 130 χιλιόμετρα από την Αθήνα, έχει καταγραφεί ως πηγή σημαντικών σεισμών. Το 1894, προκάλεσε δύο ισχυρές δονήσεις μεγέθους 6,7 και 6,4 Ρίχτερ, με διαφορά μίας εβδομάδας, επιφέροντας ζημιές σε Αθήνα και Πειραιά. Οι ειδικοί υπογραμμίζουν την ανάγκη αξιολόγησης της αντοχής του κτιριακού αποθέματος στο Λεκανοπέδιο, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι συνέπειες ενός ενδεχόμενου ισχυρού σεισμού από αυτή την πηγή.
Η συστηματική παρακολούθηση και η ενίσχυση των κτιριακών υποδομών αποτελούν κεντρικές προτεραιότητες για την αποτελεσματική διαχείριση των σεισμικών κινδύνων στην Αττική.