Ο Γιώργος Αυτιάς αντιμετώπισε πρόσφατα μια σοβαρή κρίση υγείας, όπως αποκάλυψε σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ.
Ο ευρωβουλευτής της ΝΔ ανέφερε ότι χρειάστηκε να νοσηλευτεί για 13 ημέρες λόγω συμπτωμάτων περικαρδίτιδας, πιθανότατα προκληθέντα από μικρόβιο που μεταδόθηκε μέσω κλιματιστικού. Ο δημοσιογράφος αποκάλυψε επίσης ότι είχε «5 λίτρα υγρό γύρω από την καρδιά. Αισθανόμουν ρίγη, είχε 40 βαθμούς κι εγώ κρύωνα. Έμεινα 13 ημέρες μέσα στο νοσοκομείο με δύο σωληνάκια κι αντιβίωση με το κιλό». Οι γιατροί τον προειδοποιήσαν ότι «αν μπεις τώρα στο αεροπλάνο, θα πεθάνεις».
Η πρόσφατη περιπέτεια υγείας του ευρωβουλευτή έφερε ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της μυστηριώδους «νόσου των κλιματιστικών», γνωστής και ως «νόσος των λεγεωνάριων».
Ο πνευμονολόγος Νικόλαος Χαΐνης εξηγεί ότι η νόσος των λεγεωνάριων, συχνά αποκαλούμενη και «νόσος των κλιματιστικών», μπορεί να προσβάλει άτομα κάθε ηλικίας και να οδηγήσει ακόμη και σε θάνατο.
Σύμφωνα με το ygeiamou.gr, η νόσος των λεγεωνάριων έγινε γνωστή το 1976, όταν κατά τη διάρκεια συνεδρίου της Αμερικανικής Λεγεώνας στη Φιλαδέλφεια, εμφανίστηκε μια επιδημία οξέος εμπύρετου νοσήματος του αναπνευστικού. Η επιδημία οδήγησε σε πνευμονία 221 άτομα, από τα οποία 34 έχασαν τη ζωή τους.
Κατά την έρευνα που ακολούθησε, απομονώθηκε ο υπεύθυνος μικροοργανισμός, ένα Gram αρνητικό βακτηρίδιο που ονομάστηκε λεγιονέλλα. Από τα περίπου 40 είδη λεγιονέλλας, περισσότερα από τα μισά μπορεί να προκαλέσουν νόσο στον άνθρωπο, με το είδος λεγιονέλλα pneumophila να ευθύνεται για το 90% των λοιμώξεων. Πρόκειται για ένα ανθεκτικό βακτήριο που μπορεί να επιζήσει σε διάφορες περιβαλλοντικές συνθήκες, ενώ η ανάπτυξή του ευνοείται ιδιαίτερα σε θερμοκρασίες μεταξύ 40 και 50°C.
Ο άνθρωπος προσβάλλεται μέσω εισπνοής ή εισρόφησης μικροσταγονιδίων ύδατος που περιέχουν τον μικροοργανισμό. Παράγοντες που διευκολύνουν την ανάπτυξη νόσου είναι το κάπνισμα και η κατάχρηση αλκοόλ. Επίσης, περισσότερο ευάλωτα είναι τα ανοσοκατασταλμένα άτομα και εκείνα που πάσχουν από χρόνια νοσήματα των πνευμόνων. Δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά μπορεί να προσβάλλει οποιαδήποτε ηλικία.
Η περίοδος επώασης της νόσου των λεγεωνάριων διαρκεί συνήθως από 2 έως 10 ημέρες. Τα συμπτώματα μπορεί να επηρεάσουν διάφορα συστήματα του οργανισμού, και η κλινική εικόνα ποικίλλει. Αρχικά, ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται αδυναμία και έντονη κόπωση για μερικές ημέρες, ακολουθούμενη από συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γρίπης. Ο βήχας, ο οποίος ξεκινά ως ξηρός και εξελίσσεται σε παραγωγικό, μπορεί να είναι το πρώτο σημάδι προσβολής των πνευμόνων.
Πολλοί ασθενείς εμφανίζουν υψηλό πυρετό, που συχνά ξεπερνά τους 39°C, και συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα όπως διάρροια, ναυτία, εμετό και στομαχικές διαταραχές. Επίσης, μπορεί να παρατηρηθούν νευρολογικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλος, σύγχυση, λήθαργος ή ακόμα και παραλήρημα, ενώ μπορεί να εκδηλωθεί βραδυκαρδία και άλλα καρδιακά συμπτώματα. Ανάλογα με τη σοβαρότητα της πνευμονίας και την ύπαρξη άλλων υποκείμενων νοσημάτων, είναι πιθανό να παρουσιαστεί δύσπνοια ή και αναπνευστική ανεπάρκεια.
Η ακτινογραφία θώρακος μπορεί να αποκαλύψει την παρουσία τμηματικής ή λοβώδους πνευμονίας, συνήθως σε μία πλευρά, αν και σπανιότερα μπορεί να εμφανιστεί και στις δύο πλευρές. Ενδέχεται επίσης να εντοπιστεί πλευριτική συλλογή ή να εμφανίζεται σαν πνευμονικό απόστημα ή στρογγυλές πυκνώσεις σε περιπτώσεις σηπτικών εμβόλων. Η εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού και των κοπράνων συνήθως δεν αποκαλύπτει κάποιο παθογόνο. Στο περιφερικό αίμα μπορεί να παρατηρηθεί μέτρια λευκοκυττάρωση, καθώς και υπονατριαιμία, υποφωσφαταιμία, και διαταραχές στη λειτουργία του ήπατος, ενώ τα ούρα συχνά παρουσιάζουν μικροσκοπική αιματουρία.
Για τη διάγνωση της νόσου υπάρχουν διάφορες εργαστηριακές δοκιμές. Μία από αυτές είναι η έμμεση μέθοδος ανοσοφθορισμού για την ανίχνευση αντισωμάτων. Η απομόνωση του βακτηρίου μπορεί να γίνει από διάφορα δείγματα, όπως πτύελα, βρογχικές εκκρίσεις, αίμα, πλευριτικό υγρό, και πνευμονικό ιστό. Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι η λεγιονέλλα δεν αποτελεί μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας του στοματοφάρυγγα, οπότε η απομόνωσή της από τα πτύελα ή τις βρογχικές εκκρίσεις είναι διαγνωστική. Για την καλλιέργεια της λεγιονέλλας απαιτούνται ειδικά θρεπτικά υλικά, καθώς η ανάπτυξή της αναστέλλεται από τη φυσιολογική χλωρίδα. Γι’ αυτό, είναι προτιμότερο να ληφθούν δείγματα μέσω ινοβρογχοσκοπίου. Η διάγνωση μπορεί επίσης να γίνει εύκολα με την ανίχνευση αντιγόνων του μικροοργανισμού στα ούρα.
Η νόσος των λεγεωνάριων αντιπροσωπεύει το 1-8% των περιστατικών πνευμονίας που εμφανίζονται στην κοινότητα. Όταν διαγνωστεί έγκαιρα, η πρόγνωση είναι εξαιρετικά καλή. Τα φάρμακα πρώτης επιλογής για τη θεραπεία της περιλαμβάνουν αντιβιοτικά όπως οι μακρολίδες και οι κινολόνες, με τη θεραπεία να διαρκεί περίπου τρεις εβδομάδες. Ωστόσο, η καθυστέρηση στη διάγνωση, η παρουσία άλλων παθήσεων, καθώς και επιβαρυντικοί παράγοντες όπως το κάπνισμα ή η κατάχρηση αλκοόλ, ή η εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος (π.χ. χρόνια χρήση κορτιζόνης) μπορούν να δυσκολέψουν τη θεραπεία, να παρατείνουν την παραμονή στο νοσοκομείο και να αυξήσουν τον κίνδυνο επιπλοκών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ποσοστό θνησιμότητας μπορεί να φτάσει το 15%.