Η Ζωή Λάσκαρη υπήρξε ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου ενώ τα επόμενα χρόνια διέγραψε μια σημαντική πορεία στο θέατρο.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 θεωρείται –μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη– μια από τις εμπορικότερες σταρ του ελληνικού κινηματογράφου.
Η γεννημένη το 1944 Ζωή Κουρούκλη έκανε το ντεμπούτο της στα φώτα της τότε ελληνικής σόουμπιζ συμμετέχοντας στα καλλιστεία του 1959. Δεν πήγε με το όνομά της, αλλά με το ψευδώνυμο «Αμαρυλλίς».Μέσα από τους ρόλους της στην μεγάλη οθόνη, διαμόρφωσε την εικόνα της δυναμικής αλλά και μοιραίας γυναίκας, όντας το σύμβολο του σεξ της εποχής της και το κρυφό απωθημένο πολλών ανδρών. Η Ζωή Λάσκαρη είχε ασχοληθεί και με την πολιτική ως δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων,επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου.
Η Ζωή Κουρούκλη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 12 Δεκεμβρίου και μεγάλωσε υπό την σκέπη των παππούδων της. Ήταν η μοναχοκόρη του βασιλόφρονα στρατιωτικού Δημητρίου Κουρούκλη, ο οποίος σκοτώθηκε από άνδρες του ΕΛΑΣ το 1943, κατά την διάρκεια της Κατοχής, ενώ και η μητέρα της υπήρξε θύμα των κομμουνιστών, κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Φοίτησε στο εκπαιδευτήριο θηλέων Βαλαγιάννη και στην ελληνογαλλική σχολή καλογραιών Καλαμαρί στην Θεσσαλονίκη, καθώς και στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη στην Αθήνα.
Tο βράδυ του Σαββάτου 20 Iουνίου 1959, στην «φαντασμαγορικήν χοροεσπερίδα εις τα Aστέρια της Γλυφάδας, εξελέγη “Σταρ Eλλάς 1959” η 18ετίς δεσποινίς Ζωΐτσα Kουρούκλη, με το ψευδώνυμον “Aμαρυλλίς” (αριθμός 12), υπό τας επευφημίας του πλήθους που είχε κατακλύσει το κέντρον». Mάλιστα, στην ίδια εκδήλωση –παρουσία Λάμπρου Kωνσταντάρα και Xριστίνας Σύλβα– απενεμήθη ο τίτλος της «μις Eλληνίδος 1959» στην επίσης μετέπειτα ηθοποιό Πάρις Λεβέντη, που συμμετείχε στον διαγωνισμό με το ψευδώνυμο «Kαρυάτιδα». Στα στοιχεία που έδινε καθημερινώς για τις επικρατέστερες της στέψεως η εφημερίδα Aπογευματινή, αναφέρεται (Tετάρτη, 10/6/1959) ότι «η “Aμαρυλλίς” εγεννήθη εις την Θεσσαλονίκην· έχει ύψος 1,68 μ.· βάρος 57 κιλά· περίμετρο θώρακος 0,88· μέσης 0,62 και λεκάνης 0,93».
Στις 26 Iουλίου στο Λονγκ Mπητς των Hνωμένων Πολιτειών, η Zωή Λάσκαρη διαγωνίστηκε αξιοπρεπώς για την ανάδειξη «Mις Yφήλιος 1959».
Η ταινία ήταν η πιο επιτυχημένη εμπορικά τη σεζόν 1961-1962, καθιερώνοντας τη Ζωή Λάσκαρη ως πρωταγωνίστρια και ως μια από τις πιο λαμπρές σταρ της «χρυσής εποχής» του κινηματογράφου. Για να μην γίνεται σύγχυση με την εξαδέλφη της Ζωή Κουρούκλη, η οποία ήταν ήδη γνωστή τραγουδίστρια, ο Φίνος την «βάφτισε» Λάσκαρη εμπνευσμένος από το όνομα ενός Ιταλού.
Τα επόμενα χρόνια θα πρωταγωνιστήσει σε πολλές από τις μεγάλες επιτυχίες της Φίνος Φιλμ και θα συνεργαστεί με όλους τους σταρ της εποχής της (Αλέκος Αλεξανδράκης, Νίκος Κούρκουλος, Φαίδων Γεωργίτσης, Ρένα Βλαχοπούλου, Ντίνος Ηλιόπουλος, Κώστας Βουτσάς, Μάρθα Καραγιάννη, Μαίρη Χρονοπούλου, κ. ά). Στις μεγάλες της επιτυχίες συγκαταλέγονται οι ταινίες: «Νόμος 4000» (1962), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Στεφανία» (1966), «Οι Θαλασσιές οι χάντρες» (1967) και «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968), όλες σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη.
Η «Στεφανία» και ο «Κατήφορος» έκαναν διεθνή καριέρα, διευρύνοντας την φήμη της Λάσκαρη στο εξωτερικό, ενώ «Οι θαλασσιές οι χάντρες» έκλεψαν, εκτός συναγωνισμού, τις εντυπώσεις στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1967, την ώρα που ο γαλλικός Τύπος έπλεκε το εγκώμιο της Ελληνίδας πρωταγωνίστριας.
Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη, θεωρούνταν οι μεγαλύτερες ντίβες και πιο εμπορικές σταρ στην Ελλάδα. Η Ζωή Λάσκαρη είχε διαμορφώσει με τους ρόλους της την εικόνα της δυναμικής αλλά και μοιραίας γυναίκας και ήταν το νούμερο ένα σύμβολο του σεξ της εποχής της.
Η δύση του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου θα σηματοδοτήσει τη ενασχόλησή της Ζωής Λάσκαρη με το θέατρο. Το 1966, σε συνεργασία με τον Αντρέα Ντούζο, περιόδευσε στην Κύπρο με τα έργα «Μιας πεντάρας νιάτα» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη, την «Παγίδα» του Ρόμπερτ Τόμας και την «Βαθιά γαλάζια θάλασσα» του Τέρενς Ράτιγκαν.
Το 1970, κάνει την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στην Αθήνα με το μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη «Μαριχουάνα Στοπ», το οποίο μεταφέρθηκε ένα χρόνο αργότερα στον κινηματογράφο με συμπρωταγωνιστή της τον Τόλη Βοσκόπουλο. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, δημιουργήθηκε και το μεταξύ τους φλογερό ειδύλλιο, που αποτυπώθηκε στο τραγούδι του Βοσκόπουλου «Ξανθή Αγαπημένη Παναγιά», με το οποίο συμμετείχε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης το 1972.
Στην συνέχεια η Ζωή Λάσκαρη, πρωταγωνίστησε στις μεγάλες θεατρικές επιτυχίες «Ξυπόλητη στο πάρκο» του Νιλ Σάιμον, «Η κυρία του Μαξίμ» του Ζορζ Φεϊντό και «Μις Πέπσι» της Πιερέτ Μπρινό. Η υποδοχή που την επιφύλαξαν οι θεατρικοί κριτικοί ήταν ενθουσιώδης.
Το 1982, πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γιώργου Καρυπίδη «Αναμέτρηση» και το 1985 προκάλεσε σκάνδαλο, όταν έγινε η πρώτη Ελληνίδα πρωταγωνίστρια που εμφανίσθηκε γυμνή σε φωτογράφηση της ελληνικής έκδοσης του περιοδικού «Playboy» (τεύχος Οκτωβρίου).
Η εικόνα που διαμόρφωσε μέσα από τις ταινίες της ήταν αυτή μιας δυναμικής και μοιραίας γυναίκας, ενώ αποτελούσε το κρυφό απωθημένο πολλών αντρών. Πολλές οι επιτυχίες στις οποίες πρωταγωνίστησε όπως Μερικοί το προτιμούν κρύο, Νόμος 4000, Κορίτσια για φίλημα, Στεφανία, Μια κυρία στα μπουζούκια, Οι θαλασσιές οι χάντρες και πολλές άλλες.
Συνεργάστηκε με άλλα μεγάλα και αγαπημένα ονόματα, όπως Ρένα Βλαχοπούλου, Ντίνος Ηλιόπουλος, Κώστας Βουτσάς, Μάρθα Καραγιάννη, Μαίρη Χρονοπούλου, Αλέκος Αλεξανδράκης, Φαίδων Γεωργίτσης, Νίκος Κούρκουλος κ.ά.
Το 1987, πρωταγωνίστησε σε δύο ποιοτικές βιντεοταινίες. Η πρώτη με τίτλο «H γυναίκα της πρώτης σελίδας», σε σκηνοθεσία Νίκου Φώσκολου, κυκλοφόρησε σε τρία μέρη και το 1990 προβλήθηκε από το Mega, ως σειρά 12 επεισοδίων. Στην δεύτερη με τίτλο «Αντίστροφη Πορεία» σε σκηνοθεσία Mανούσου Mανουσάκη, υποδυόταν μια εκδότρια μεγάλης εφημερίδας, με συμπρωταγωνιστή τον Aλέκο Aλεξανδράκη.
Πιστή λάτρης του θεάτρου συνεχίζει, αρχές δεκαετίας του ενενήντα, να παρουσιάζει μεγάλα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, σε συνεργασία με σπουδαίους Έλληνες σκηνοθέτες. Το 1990 ο Μίνως Βολανάκης την σκηνοθετεί στην «Καινούρια σελίδα» του Νιλ Σάιμον και την επόμενη σεζόν στο «Τρελοί για έρωτα» του Σαμ Σέπαρντ.
Την ίδια περίοδο ξεχωρίζουν οι εμφανίσεις της στα έργα: «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ» του Έντουαρντ Άλμπι (1992) , «Ορφέας στον Άδη» του Τένεσι Γουίλιαμς (1993), «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι (1995), και τα τρία σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, καθώς και το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο’ Νηλ (1997), σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη. Η συνεργασία της με τον Μιχάλη Κακογιάννη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (1997) έτυχε θερμής υποδοχής από τον Τύπο. Η θεατρική συνεργασία της με τον Ανδρέα Βουτσινά και τον Σταύρο Τσακίρη συνεχίζεται και στις αρχές του 2000 με τα έργα «Συνάντηση» του Πέτερ Νάντας, όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Απόστολο Γκλέτσο και «Σκηνές Γάμου» του Έντουαρντ Άλμπι. Αποτίοντας ωστόσο έναν ιδιαίτερο φόρο τιμής στον Άλμπι θα ανεβάσει για δύο συνεχόμενες σεζόν την «Ευαίσθητη Ισορροπία» σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Ήταν η τέταρτη φορά στην θεατρική της καριέρα που ανέβασε έργο του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα.
Tο 2003 ίδρυσε την δική της θεατρική σκηνή στον πολυχώρο «Αθηναΐδα» στην Αθήνα. Το 2005 ανέβασε το «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά. Οι κριτικοί συμφωνούν για τον πρωτοποριακό τρόπο με τον οποίο «φώτισε» η ερμηνεία της αυτό το σπουδαίο έργο. Ακολούθησε, για δύο θεατρικές σεζόν, το έργο «Άλμα Μάλερ» του Ρον Χάρτ, σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Τις σεζόν 2011-2013 παρουσίασε το έργο του Μάρτιν Σέρμαν «Ρόουζ» σε σκηνοθεσία του διεθνούς φήμης Ρώσου σκηνοθέτη Άντολφ Σαπίρο.
Το 2013, τιμήθηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, για τη συνολική προσφορά της στον κινηματογράφο. Το 2015, εμφανίστηκε για τελευταία φορά στην μεγάλη οθόνη στην ταινία του Δημήτρη Τζέτζα «The Republic» και τον επόμενο χρόνο στο θέατρο, στην παράσταση «Νύφη κουράγιο», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Νίκου Μουτσινά, όπου μοιραζόταν τη σκηνή με την κόρη της Μαρία – Ελένη Λυκουρέζου.
Στην προσωπική της ζωή, εκτός από την πολυθρύλητη σχέση της με τον Τόλη Βοσκόπουλο, παντρεύτηκε δύο φορές. Την πρώτη, το 1967, με τον καλαματιανό επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο (1935-2013), με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, την Μάρθα Κουτουμάνου, Το ζευγάρι χώρισε οριστικά την άνοιξη του 1971.
Ο πλούσιος μεγαλοεπιχειρηματίας και η σταρ του σινεμά θα μείνουν πίσω από τα ανάκτορα στην οδό Λυκείου 2.
Σε εννέα μήνες θα έρθει στον κόσμο η κόρη τους Μάρθα. Για τα μάτια του κόσμου ο γάμος θα φαίνεται φυσιολογικός ως τις 5 Φλεβάρη του 1971, τότε που η Ζωή θα μαζέψει τα πράγματά της με φορτηγό και θα φύγει.
Το παιδί θα το στείλουν στο Παλαιό Φάληρο στους γονείς του επιχειρηματία. Το περιοδικό «Οικογενειακός Θησαυρός» που ασχολήθηκε με το διάσημο διαζύγιο έγραψε στο εξώφυλλό του: «Το χάσμα είναι αγεφύρωτο». Μάλιστα το τεύχος φιλοξενoύσε και συνέντευξη του Γιώργου Μισαηλίδη, ο οποίος ήταν ο δικηγόρος του Κουτουμάνου.
«Ένα μήνα μετά τον γάμο τους η Ζωή εμφάνισε τον δύστροπο, εριστικό και υβριστικό χαρακτήρα της, καθώς και την αδιαφορία της στις συζυγικές υποχρεώσεις της. Ο πελάτης μου ισχυρίζεται ότι πριν το γάμο η Λάσκαρη του είχε υποσχεθεί ότι θα αφήσει την καριέρα της για χάρη της οικογένειας, ενόψει μάλιστα και του ερχομού της κόρης τους. Λόγο που όχι μόνο δεν κράτησε αλλά έθεσε και την ζωή του παιδιού σε κίνδυνο αφού ήταν έγκυος όταν γύριζε την ταινία «Όλγα αγάπη μου» της Φίνος Φιλμ.
Μάλιστα τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν αποφάσισε να εμφανιστεί στο θέατρο στην παράσταση «Μαριχουάνα Στοπ», γεγονός που συντέλεσε στην οριστική διάλυση του γάμου τους».
Ο δικηγόρος του επίσης θα συμπληρώσει τότε: «Ο Πέτρος Κουτουμάνος ήθελε να έχει την γυναίκα του στο σπίτι, κάθε μέρα τσακώνονταν, είχαν διαφορετικό τρόπο ζωής. Δεν είχαν κοινά ωράρια στο φαγητό, τη δουλειά και τη διασκέδαση μιας και η Ζωή ήθελε να διασκεδάζει μέχρι το πρωί σε νυχτερινά κέντρα. Εμφανίζονταν δε, με τρόπο “εντυπωσιακό” παρά τις αντιρρήσεις του. Όλα αυτά τα γεγονότα δημιούργησαν ισχυρό κλονισμό στο γάμο και η συμβίωση να γίνει αφόρητη».
«Ο Πέτρος Κουτουμάνος δεν με άφηνε να περνάω πολύ χρόνο με τη Μάρθα είχε πει. Είχε όλη την οικογένειά του στο σπίτι. Αυτό έκανε κακό και σε μένα και στο παιδί. Δεν μου επέτρεπε ούτε στο πάρκο να πάω μαζί της. Κι όταν χωρίσαμε, πάλι δεν με άφηνε να τη βλέπω. Δεν κατάλαβα ποτέ μου το γιατί. Με έβαζε τιμωρία, λέγοντάς μου “άλλες είκοσι μέρες δεν θα δεις το παιδί”. Του απαντούσα “Δεν κάνεις κακό σε μένα, αλλά στο παιδί”. Γι’ αυτό και όταν έμεινα έγκυος στη Μαρία – Ελένη, είπα στον Αλέξανδρο ότι θα τη μεγαλώσω εγώ. Δεν ήθελα κανέναν άλλο. Με τη Μάρθα ακόμη προσπαθούμε να αναπληρώσουμε εκείνο το κενό. Της έλεγα συχνά ότι όσο δεν μου μιλάει, η απόσταση θα μεγαλώνει και δεν θα υπάρχουν γέφυρες επικοινωνίας» εξομολογήθηκε πρόσφατα η Ζωή Λάσκαρη, σε συνέντευξή της.
Ο επιχειρηματίας Πέτρος Κουτουμάνος πέθανε το 2013 σε ηλικία 78 ετών. Στην κηδεία παρεβρέθηκε η πρώην σύζυγός του Ζωή Λάσκαρη και κανείς άλλος από την οικογένειά της.
Αν και την έχουμε δει νύφη από τον πρώτο της γάμο με τον Πέτρο Κουτουμάνο, δεν την είδαμε ποτέ νύφη στο πλευρό του Λυκουρέζου. Οι δυό τους παντρεύτηκαν κρυφά στο Μετόχι του Πανάγιου Τάφου, χωρίς φωτογράφους και χωρίς ρεπόρτερ.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής, παρόντες ήταν μόνο ο αδερφός και η μητέρα του Λυκουρέζου και από την πλευρά της Ζωής, μόνο η κόρη της Μάρθα. Ήταν επιλογή τους να μην φωτογραφήσουν τίποτα από εκείνη την μέρα.
Η Ζωή Λάσκαρη απέκτησε μια ακόμη κόρη με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, τη Μαρία – Ελένη Λυκουρέζου, πρώην σύζυγο του ηθοποιού και πολιτικού Απόστολου Γκλέτσου. Το 1997 έγινε γιαγιά της Ζένιας από τον γάμο της Μάρθας με τον Βλάση Μπονάτσο.
Η Ζωή Λάσκαρη βρέθηκε νεκρή στο κρεβάτι της, στις 18 Αυγούστου 2017, στο εξοχικό της στο Πόρτο Ράφτη, στο συγκρότημα εξοχικών κατοικιών Απολλώνιο, το οποίο είχε κατασκευάσει πριν πολλά χρόνια ο πολεοδόμος και αρχιτέκτονας Δοξιάδης. Η μεγάλη σταρ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου έφυγε από τη ζωή στα 73 της χρόνια.
Βαθύτατα στεναχωρημένος συνεχίζει να είναι ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος εξαιτίας της δικαστικής διαμάχης που είχε ξεσπάσει και καλά κρατεί ανάμεσα στην κόρη του Μαρία Ελένη Λυκουρέζου και τη Μάρθα Κουτουμάνου.
Ο ίδιος μάλιστα είχε πει:«Ο πυρήνας του προβλήματος είναι αυτό το σπίτι στο Πόρτο Ράφτη, στο οποίο ζήσαμε με τη Ζωή, τη Μάρθα, τη Ζένια και μάλιστα τη Ζένια σαν εγγονή μου τη μεγάλωσα, παππού με φώναζε. Αυτό το σπίτι ανήκει και στις δύο κόρες της Ζωής αφού είναι κληρονομιά της μητέρας τους.»
«Δεν περίμενα να συμβεί αυτό μετά το θάνατο της Ζωής, πράγμα το οποίο με πονάει και δεν μπορώ να αιτιολογήσω ορισμένα πράγματα».«Η υπόθεση με τη Μάρθα και τα εξώδικα, με έχει πολύ στεναχωρήσει και πληγώσει. Ούτε η Μαρία Ελένη ούτε κι εγώ είχαμε καμία διάθεση όλο αυτό να δημοσιοποιηθεί. Την αφετηρία για τη δημοσιοποίηση, δυστυχώς την ξεκίνησε η άλλη πλευρά. Το μόνο που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι υπάρχει μια κακοποίηση της αλήθειας, την οποία δεν περίμενα.
Όταν πέθανε η Ζωή, όλα έγιναν άψογα, ήρεμα με δική μου πρωτοβουλία και στεναχωριέμαι πάρα πολύ για αυτή την εξέλιξη».