Σαν σήμερα, στις 14 Οκτωβρίου 2004, έφυγε από την ζωή σε ηλικία 55 ετών ο Βλάσσης Μπονάτσος, μία πληθωρική παρουσία στην τηλεόραση, το θέατρο και τη μουσική.
Γιος δικαστικού και καθηγήτριας πιάνου άρχισε την καριέρα του δημιουργώντας το μουσικό συγκρότημα Πελόμα Μποκιού, στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Το όνομα του συγκροτήματος προέρχεται από τα αρχικά των ονομάτων των μελών του: Νίκος ΔαΠΕρης, Νίκος ΛΟγοθέτης, Τάκης ΜΑρινάκης, Βλάσσης ΜΠΟνάτσος, Γιάννης ΚΙΟΥρκτσόγλου.
Το συγκρότημα γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι «Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε», το οποίο έγραψε ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου και το οποίο ηχογραφήθηκε στην πρώτη του εκτέλεση από τους Πελόμα Μποκιού με τη φωνή του Νίκου Δαπέρη. Το ίδιο τραγούδι ηχογράφησε, 25 χρόνια αργότερα, ο Βλάσσης Μπονάτσος όταν συνεργάστηκε με τους Goin’ Through.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, πρωταγωνίστησε στη θεατρική παράσταση «Εβίτα», με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη, παίζοντας τον ρόλο του Τσε Γκεβάρα.
Επίσης, έπαιξε μαζί της και την περίοδο 1983-1984 στην παράσταση «Βίκτωρ Βικτώρια». Είχαν σχέση σχεδόν έξι χρόνια, από τον Απρίλιο του 1982 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1987, σύμφωνα με τα περιοδικά της εποχής.
Παρουσίασε πολλά τηλεπαιχνίδια και τηλεοπτικές εκπομπές, όπως «Με το κλειδί στο χέρι», «Κόντρες», «Βλας Μπακ», «Άλλα Κόλπα», «Με φόρα» και «Πάμε για άλλα», όπου ήταν γνωστός για τις φάρσες που έκανε και τις ατάκες του όπως το «φύγε ‘σύ έλα ‘σύ», «φοβερό», «τρομερό», «πάρα πολύ ωραίο», «καλά με συγχωρείς» και τη βραχνή χροιά της φωνής του.
Από τις μεγαλύτερες τηλεοπτικές του επιτυχίες ήταν «Οι Απαράδεκτοι», μαζί με τον Γιάννη Μπέζο, τον Σπύρο Παπαδόπουλο και τη Δήμητρα Παπαδοπούλου.
Την δεκαετία του ’90, έγιναν η πιο διάσημη τηλεοπτική παρέα και άφησαν εποχή με τις ατάκες τους.
Το 1996 παντρεύτηκε τη Μάρθα Κουτουμάνου, τη μεγάλη κόρη της Ζωής Λάσκαρη, και απέκτησαν μία κόρη, τη Ζένια.
Ο Βλάσσης Μπονάτσος «έφυγε» μπροστά στα μάτια της μικρής του κόρης Ζένιας με εκείνη να αποκαλύπτει για τη μέρα που τη σημάδεψε:
«Έγιναν όλα μπροστά μου. Τρεις το βράδυ, για κάποιο λόγο είχα ξυπνήσει, η μάνα μου ήταν κρυωμένη και ο μπαμπάς μου έφτιαχνε χαμομήλι και σφύριζε. Για κάποιο λόγο, εκεί που με πείραζε και μου τραγουδούσε, κάτι με πιάνει και φεύγω και πάω στο δωμάτιο της μαμάς μου και της λέω «μαμά, ο μπαμπάς δεν είναι καλά, θα πεθάνει.
Δεν είχε συμβεί κάτι. Αφού φέρνει το χαμομήλι και είμαστε στο κρεβάτι, αρχίζει να μην μπορεί να αναπνεύσει και φωνάζει «Μάρθα, Μάρθα». Δεν ανέπνεε, κουτούλαγε από τοίχο σε τοίχο, λιποθύμησε έξω από το δωμάτιό μου… Εγώ προσπαθούσα να του δώσω το φιλί της ζωής, ό,τι μπορούσα. Ήμουν επτά χρονών, η μάνα μου πήρε να έρθει ασθενοφόρο. Ο πατέρας μου είχε κληρονομικό αγγειοοίδημα, το οποίο έχω κληρονομήσει».
«Ο Βλάσσης είχε ένα σπάνιο νόσημα, κληρονομικό αγγειοοίδημα, φαντάζομαι πολύ λίγοι το έχουν στην Ελλάδα, να είναι 20-50 άτομα. Το χε και η μητέρα του και ο αδερφός του. Είτε από στρες είτε από άλλους παράγοντες πρήζονται στα χέρια και στα πόδια. Δεν το ήξερε τι είναι αυτό.
Το τελευταίο βράδυ που είχε πρηστεί στο πρόσωπο, είχε έρθει και ο αδερφός του. Δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο, έλεγε δεν μπορώ να με δει ο κόσμος έτσι. Είχε γίνει τότε και αυτό με την τηλεόραση, είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ που είχε χάσει την εκπομπή», είχε πει η σύζυγός του, Μάρθα Κουτουμάνου, κόρη της Ζωής Λάσκαρη, στους «Πρωταγωνιστές».
«Όταν έγινε αυτό ήταν βράδυ, 4 η ώρα τη νύχτα και έγινε… πολύ γρήγορα, ένας πανικός, είχα και το παιδί μπροστά… Έπαθα σοκ. Ήρθε το ασθενοφόρο, άργησε λίγο, έγιναν κάποια πράγματα με το κουδούνι… Όταν φτάσαμε μας είπαν ότι… πέθανε».
«Τελευταία μέρα που έκλαψε, που ήταν πρησμένος και με πήρε αγκαλιά, μου είπε «είμαι μαλάκας και θα πεθάνω». Γιατί δεν μπορούσε να προσφέρει στην οικογένειά του. Ήταν η αρρώστια, η τηλεόραση… Όσοι είναι στην τηλεόραση και παραμορφώνονται τα πρόσωπά τους, τα χέρια τους, δεν είναι ότι καλύτερο. Οποιοσδήποτε να το πάθει».