Η Βέφα Αλεξιάδου, έδωσε μια συνέντευξη στο περιοδικό Τηλέραμα και μίλησε μεταξύ άλλων για την πίστη της στο Θεό και για την απώλεια του συζύγου και των δυο κοριτσιών της.
«Αν κι έχω κάποια μικρά προβλήματα υγείας και με αναγκάζουν να παίρνω καθημερινά κορτιζόνη, περνάω τα γεράματά μου ευχάριστα. Σήμερα όμως έκανα περισσότερα από ό,τι συνήθως. Πήγα στο σούπερ μάρκετ και ψώνισα γιατί περιμένω τις εγγονές μου. Μένουν και οι δύο στην Αγγλία, αλλά θα έρθουν για διακοπές. Είναι μάλιστα σε λίγο τα γενέθλια της 23χρονης Χαράς και κάθε χρόνο τα γιορτάζουμε εδώ στη Χαλκιδική. Τις άλλες μέρες, έχω συνήθως αγκαλίτσα το κομπιούτερ μου και δουλεύω, ατενίζω τη θάλασσα από την τζαμαρία μου και φροντίζω τα παρτέρια με τα γεράνια μου. Ο άντρας μου έλεγε: “Τα λουλούδια, εκτός από νερό, θέλουν και χάιδεμα για να ζήσουν”. Κατεβαίνω και στο εκκλησάκι μου και προσεύχομαι, ενώ προς το βραδάκι κάνω απόδειπνο, με το φως το ιλαρόν, με τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Έτσι κυλούν οι μέρες μου πια… Δοξάζω τον Θεό που είμαι ακόμα όρθια και κάνω τις δουλειές μου και πράγματα που μου αρέσουν».
«Θα σας πω κάτι πολύ παράξενο, που οι περισσότεροι, ακόμα και οι φίλοι, δεν το πιστεύουν. Κουβαλάω πολύ πόνο, γιατί έχω χάσει και τα δυο μου κορίτσια – νωρίτερα είχα χάσει τον άντρα μου και τώρα έχω μόνο τις εγγονές και τις ανιψιές μου. Κι όμως, αγαπώ τη ζωή! Πιστεύω τόσο στον Θεό, ξέρω πως με βοηθά, επομένως δεν μου έχει λείψει η χαρά. Μπορεί κάθε μέρα να συμβαίνουν πράγματα στενάχωρα, παρ’ όλα αυτά κάθε πρωί που ξυπνώ είμαι χαρούμενη ό,τι και να έχει συμβεί την προηγούμενη. Ευγνωμονώ τον Θεό για τη νέα μέρα που μου χαρίζει κάθε πρωί και προχωράω. Αυτό κάνω μια ζωή… Αν και είναι τόσο παράξενο, που ακόμα κι εγώ απορώ με αυτό, παρ’ όλα αυτά, μια ζωή η χαρά είναι ριζωμένη μέσα μου».
«Με ρωτάνε… “Κυρία Βέφα, ο Θεός σάς πήρε δύο κορίτσια. Πώς είναι δυνατόν ακόμα να πιστεύετε σε αυτόν;” Κι απαντάω… “Αντιθέτως, πώς είναι δυνατόν να πάψω να πιστεύω;” Ο Θεός δεν είναι κακός και ούτε είναι Αυτός που μου πήρε τα κορίτσια. Δεν αποφασίζει πότε θα πεθάνεις εσύ και πότε εγώ. Ο Θεός δεν ανακατεύεται με τέτοιον τρόπο στη ζωή μας. Τα παιδιά μου έφυγαν μόνα τους – δεν άκουγαν το σώμα τους και τις συστάσεις και όταν πήγαμε στον γιατρό, ήταν πια πολύ αργά. Αν και υπάρχουν ώρες που κοιτώ φωτογραφίες και βάζω τα κλάματα, δεν φοράω μαύρα και κάνω με δύναμη και πίστη πολύ κουράγιο γιατί νιώθω πως Εκείνος μου κρατά το χέρι και με στηρίζει στον μεγάλο πόνο. Αντιμετωπίζω τη ζωή όπως έρχεται»