Ο Τζώνυ Θεοδωρίδης σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Πάμε Δανάη» και τον Αλέξη Μίχα, μίλησε για τις δύσκολες στιγμές που πέρασε στο Μιλάνο, καθώς, επίσης, για τη δικαστική του διαμάχη με τη Λάμψη.
Όπως υπογράμμισε ο ηθοποιός «με έχουν βαπτίσει είναι Ζαν Πιερ. Τζώνυ Θεοδωρίδης είναι το καλλιτεχνικό. Ξεκίνησα να δουλεύω από τα 14 ως βοηθός ηλεκτρολόγου, πήγαινα σε μια κάβα, έγινα λαντζέρης σε ένα μαγαζί. Κάποιες φορές ήταν επιλογή μου να απέχω από την ελληνική μυθοπλασία, κάποιες όχι. Είχα την επιλογή να διαλέξω λόγω του ότι κάνω και άλλη δουλειά. Θεωρώ ότι επειδή το θέατρο δεν είναι αυτό που θα σε κάνει να ζήσεις, πάντα πρέπει να έχεις μια δεύτερη δουλειά».
Σχετικά με το μόντελινγκ, ο Τζώνυ Θεοδωρίδης επεσήμανε «μπήκε τυχαία στη ζωή μου. Ένας φίλος μου, μου είπε να κάνω μια διαφήμιση και στη συνέχεια έκανα και άλλες. Στη συνέχεια έφυγα για το εξωτερικό, πήγα στο Μιλάνο και δούλεψα για λίγο εκεί. Υπήρχαν κάποιες ατυχίες και γύρισα πίσω. Καθυστέρησαν κάποιες πληρωμές και έμεινα για αρκετό διάστημα στο δρόμο. Ήμουν άστεγος, γιατί δεν μπορούσα να πληρώσω το ξενοδοχείο. Μας κράτησαν τα ρούχα μέχρι να πληρώσουμε το ξενοδοχείο. Μετά από πολύ καιρό πήγαν όλα καλά. Κοιμήθηκα στο δρόμο γύρω στους δύο μήνες. Δεν υπήρχαν χρήματα για τη διατροφή. Υπήρχαν μέρες που δεν τρώγαμε. Ήμουν με ένα φίλο μου Αμερικανό. Τρώγαμε κάτι μπισκότα και αυτό ήταν όλο. Το πιο δύσκολο ήταν ότι επειδή δεν πίνεται το νερό του Μιλάνου, δεν είχαμε να πιούμε νερό. Πολλές φορές πηγαίναμε και πίναμε αυτά που περίσσευαν από τα τραπέζια».
Όσον αφορά τη Λάμψη, ο Τζώνυ Θεοδωρίδης σημείωσε «οι ερωτικές σκηνές στη Λάμψη με είχαν αγχώσει, γιατί δεν ήξερα την Κάτια Δανδουλάκη. Δεν είχαμε συνεργαστεί ξανά. Το πρώτο μας γύρισμα, που υποτίθεται ότι προσπαθούσα να τη σώσω από ένα υπόγειο, με είχε αγχώσει, γιατί ήθελα να τα καταφέρω. Με τον δικηγόρο μου έχουμε προσφύγει στον Άρειο Πάγο και τελειώνουμε μετά από αρκετά χρόνια, έχοντας κερδίσει κάποια δικαστήρια. Υπήρξαν επαφές με τον Νίκο Φώσκολο από τότε που ξεκίνησε, η δικαστική διαμάχη, αλλά είμαι ανένδοτος. Δεν επιτρέπω να με κοροϊδεύουν».