Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Εμπενίζερ Σκρουτζ είναι από τα πιο γνωστά παραμύθια και βασίζεται σε πραγματική ιστορία.
Από όλους τους χαρακτήρες που δημιούργησε η πένα του Καρόλου Ντίκενς, ο διασημότερος είναι ίσως ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο δύστροπος, τσιγκούνης πρωταγωνιστής της πασίγνωστης νουβέλας «Η χριστουγεννιάτικη Ιστορία».
Το όνομα του Σκρουτζ έγινε έκτοτε συνώνυμο του γερο τσιφούτη, που μισούσε υπερβολικά τα Χριστούγεννα κι όσους χαίρονταν τις γιορτές κι εκμεταλλευόταν τον υπάλληλό του μέχρι τη μέρα που τον επισκέφτηκαν τα τρία πνεύματα από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και του δίδαξαν τι θα πει συμπόνια και γενναιοδωρία. Φαίνεται, όμως, ότι δεν ήταν ένα αποκύημα της ζωηρής φαντασίας του μεγάλου Βρετανού συγγραφέα, αλλά ότι βασιζόταν σ’ ένα πραγματικό πρόσωπο, τον Τζον Μέγκοτ.
O «πραγματικός Σκρουτζ» έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία
Ο «πραγματικός Σκρουτζ», όπως χαρακτηρίζουν βρετανικά ΜΜΕ τον Τζον Μέγκοτ, γεννήθηκε το 1714 κι αργότερα άλλαξε το επώνυμό του σε Ελβς προκειμένου να κληρονομήσει την μεγάλη περιουσία του θείου του. Αλλά ούτε αυτή η τεράστια κληρονομιά κατάφερε να σταματήσει την απίστευτη τσιγγουνιά του. Ο πατέρας του, Ρόμπερτ Μέγκοτ ήταν πλούσιος ζυθοποιός στο Λονδίνο, αλλά πέθανε όταν ο Τζον ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Λίγο αργότερα έχασε και τη μητέρα του, που του άφησε ένα ποσό 100.000 λιρών (σημερινής αξίας περίπου 10 εκατ. δολαρίων). Λέγεται ότι κι εκείνη ήταν τόσο τσιφούτα που παρά τα λεφτά της πέθανε από την πείνα!
Η τύχη του χαμογέλασε για δεύτερη φορά όταν κληρονόμησε τον θείο του, τον βαρωνέτο σερ Χάρβεϊ Έλβς, που πέθανε το 1763 αφήνοντάς του ένα κτήμα αξίας άνω των 250.000 λιρών (πάνω από 23 εκατ. δολάρια σήμερα). Πιστεύεται ότι ο μεγαλύτερος λόγος πίσω από την τσιγγουνιά του πρώην σπάταλου πλουσιόπαιδου, που ντυνόταν μέχρι τότε με τα ακριβότερα υφάσματα, έπαιζε τεράστια ποσά στα χαρτιά και σύχναζε στα καλύτερα σαλόνια του Λονδίνου, ήταν η επιθυμία του να εντυπωσιάσει και να κληρονομήσει τον άτεκνο θείο του.
Ο πλούσιος κληρονόμος που ζούσε στο σκοτάδι για να μη ξοδεύει κεριά
Ιστορίες για τη διαβόητη τσιγγουνιά του Ελβς αναφέρουν ότι προτιμούσε να κοιμάται στο σκοτάδι για να σπαταλήσει κεριά, έτρωγε με τους υπηρέτες του στην κουζίνα για να μην αναγκαστεί να ανάψει κι άλλη φωτιά στο τζάκι του σαλονιού του και ξοδέψει ξύλα. Η έπαυλή του διέθετε έπιπλα πολυτελείας, αλλά την άφηνε να ρημάζει με νερά να στάζουν από τις τρύπες της οροφής καθώς αρνιόταν πεισματικά να ξοδέψει χρήματα για την ανακαίνισή της.
Η τύχη του χαμογέλασε για δεύτερη φορά όταν κληρονόμησε τον θείο του, τον βαρωνέτο σερ Χάρβεϊ Έλβς, που πέθανε το 1763 αφήνοντάς του ένα κτήμα αξίας άνω των 250.000 λιρών (πάνω από 23 εκατ. δολάρια σήμερα). Πιστεύεται ότι ο μεγαλύτερος λόγος πίσω από την τσιγγουνιά του πρώην σπάταλου πλουσιόπαιδου, που ντυνόταν μέχρι τότε με τα ακριβότερα υφάσματα, έπαιζε τεράστια ποσά στα χαρτιά και σύχναζε στα καλύτερα σαλόνια του Λονδίνου, ήταν η επιθυμία του να εντυπωσιάσει και να κληρονομήσει τον άτεκνο θείο του.
Ο πλούσιος κληρονόμος που ζούσε στο σκοτάδι για να μη ξοδεύει κεριά
Ιστορίες για τη διαβόητη τσιγγουνιά του Ελβς αναφέρουν ότι προτιμούσε να κοιμάται στο σκοτάδι για να σπαταλήσει κεριά, έτρωγε με τους υπηρέτες του στην κουζίνα για να μην αναγκαστεί να ανάψει κι άλλη φωτιά στο τζάκι του σαλονιού του και ξοδέψει ξύλα. Η έπαυλή του διέθετε έπιπλα πολυτελείας, αλλά την άφηνε να ρημάζει με νερά να στάζουν από τις τρύπες της οροφής καθώς αρνιόταν πεισματικά να ξοδέψει χρήματα για την ανακαίνισή της.
Η τύχη του χαμογέλασε για δεύτερη φορά όταν κληρονόμησε τον θείο του, τον βαρωνέτο σερ Χάρβεϊ Έλβς, που πέθανε το 1763 αφήνοντάς του ένα κτήμα αξίας άνω των 250.000 λιρών (πάνω από 23 εκατ. δολάρια σήμερα). Πιστεύεται ότι ο μεγαλύτερος λόγος πίσω από την τσιγγουνιά του πρώην σπάταλου πλουσιόπαιδου, που ντυνόταν μέχρι τότε με τα ακριβότερα υφάσματα, έπαιζε τεράστια ποσά στα χαρτιά και σύχναζε στα καλύτερα σαλόνια του Λονδίνου, ήταν η επιθυμία του να εντυπωσιάσει και να κληρονομήσει τον άτεκνο θείο του.
Ο πλούσιος κληρονόμος που ζούσε στο σκοτάδι για να μη ξοδεύει κεριά
Ιστορίες για τη διαβόητη τσιγγουνιά του Ελβς αναφέρουν ότι προτιμούσε να κοιμάται στο σκοτάδι για να σπαταλήσει κεριά, έτρωγε με τους υπηρέτες του στην κουζίνα για να μην αναγκαστεί να ανάψει κι άλλη φωτιά στο τζάκι του σαλονιού του και ξοδέψει ξύλα. Η έπαυλή του διέθετε έπιπλα πολυτελείας, αλλά την άφηνε να ρημάζει με νερά να στάζουν από τις τρύπες της οροφής καθώς αρνιόταν πεισματικά να ξοδέψει χρήματα για την ανακαίνισή της.
Τον Νοέμβριο του 1789, ο Ελβς αρρώστησε βαριά. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή έγραψε ένα γράμμα στους γιους του και στον καθένα άφησε 500 χιλιάδες λίρες.
Οι φίλοι του τον «ξέχασαν» λόγω της εκκεντρικής του συμπεριφοράς και πέθανε µόνος και έρημος στις 26 Νοεμβρίου του 1789. Το µόνο που είχε δίπλα του ήταν τα λεφτά του, αφού συνήθιζε, όπως και ο θείος του, να τα µετράει συνεχώς….