Η Τζένη Βάνου (Ευγενία Βραχνού), γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1939. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια μετά το χωρισμό των γονιών της και μεγάλωσε με τη γιαγιά της. Στα 14 της αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, επειδή ο πατέρας της δεν της επέτρεπε να βλέπει τη μητέρα της.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Η ίδια είχε πει σχετικά: Στα οκτώ μου ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και μετακομίσαμε στο Μοσχάτο. Δεν ήταν η ζωή που ήθελα, αλλά μου επετράπη να βλέπω τη μητέρα μου μια φορά τον μήνα. Μέχρι που στα δεκατέσσερα έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Μετά από αυτό, η στάση του πατέρα μου έγινε λίγο ελαστικότερη και την έβλεπα πιο συχνά.
Μετά όμως τη γνωριμία της με τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα, τον οποίο θεωρούσε μέντορά της, αποφάσισε να ασχοληθεί με το τραγούδι, παρά την αντίδραση του πατέρα της. Με προτροπή του Πλέσσα έδωσε εξετάσεις στο ΕΙΡ και προσλήφθηκε το 1959 ως τραγουδίστρια της ορχήστρας ελαφράς μουσικής του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού. Το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο έχτισε την καριέρα της ήταν ιδέα του μαέστρου και συνθέτη Γεράσιμου Λαβράνου, με τον οποίο συνεργάστηκε στα πρώτα της βήματα.
Το τραγούδι που καθιέρωσε την Τζένη Βάνου ήταν το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου» του Μίμη Πλέσσα, ο οποίος στη συνέχεια υπέγραψε και τον πρώτο μεγάλο της δίσκο, που περιλάμβανε και τη μεγάλη επιτυχία της «Σε βλέπω στο ποτήρι μου». Μάλιστα, με το κομμάτι «Τώρα» του μουσικοσυνθέτη κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1964. Μέλος της κριτικής επιτροπής ήταν ο ηθοποιός Δημήτρης Χορν, ο οποίος ψήφισε «Τζένη Βάνου» και όταν του ζητήθηκε από τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής να ψηφίσει τραγούδι και όχι πρόσωπο αυτός απάντησε προφητικά: «Μα τα επόμενα 50 χρόνια γι’ αυτήν θα μιλάμε».
Σύντομα καθιερώθηκε ως τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού και ερμήνευσε ντουέτα, κυρίως με τον Γιάννη Βογιατζή. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ο Νίκος Μαμαγκάκης της ζήτησε να τραγουδήσει το «Σ’ αγαπώ» («Ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου») για την ταινία του Νίκου Φώσκολου «Λεωφόρος του μίσους». Το τραγούδι γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ο Μάνος Χατζιδάκις της πρότεινε να συνεργαστούν. Αυτή αρνήθηκε, επειδή δεν ήθελε να «προδώσει» τον Μίμη Πλέσσα, που την ανέδειξε.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 πραγματοποιεί τη μεγάλη στροφή της καριέρας της και με τη βοήθεια του Τόλη Βοσκόπουλου περνά στο λαϊκό τραγούδι. Μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική, όπου δούλευε για περίπου μία διετία, χωρισμένη και μόνη με δύο μικρά παιδιά (τον Μιχάλη και την Αθηνά από τον γάμο της με τον επιχειρηματία Βασίλη Ρηγόπουλο), χωρίς δουλειά και χωρίς λεφτά. Σε αυτή τη δύσκολη φάση της ζωής της συνάντησε μια μέρα τον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος τη βοήθησε να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή. Της έγραψε δύο λαϊκά τραγούδια («Αγόρι μου» και «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε»), που έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Ο Πλέσσας της γράφει το σουξέ «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και το 1984 παίρνει χρυσό δίσκο με το «Τρένο της ζωής» του Τάκη Μουσαφίρη.
Στην πολύχρονη καριέρα της υπήρξε μούσα πολλών συνθετών. Ερμήνευσε τραγούδια των Μίμη Πλέσσα, Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργου Μουζάκη, Κώστα Γιαννίδη, Ζακ Ιακωβίδη, Τάκη Μωράκη, Κώστα Καπνίση κ.ά. Εμφανίστηκε στα μεγαλύτερα κέντρα της παραλιακής, δίπλα σε μεγάλα ονόματα, αλλά ανήκε σ’ εκείνους του καλλιτέχνες που δεν έβγαλαν πολλά λεφτά. «Στις οικονομικές συμφωνίες που έκανα ήμουν χάπατο, χαζή. Ο καθένας μπορεί να με εκμεταλλευτεί» είχε πει με ειλικρίνεια. Βραβεύτηκε για τη δουλειά της στην Ισπανία, την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση.
Όταν ορφάνεψε η θέση της Μούσχουρη στο «Τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε τέτοιος χαμός, που τελικά έμεινα δυο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν συνεργασία ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα για τη «Σπηλιά του Παρασκευά».
Το 1969, αφού γέννησε τον γιο της, η Τζένη Βάνου έφυγε για την Αμερική με την οικογένειά της. Ο γάμος της όμως δεν ήταν ευτυχισμένος. Ο σύζυγός της την κακοποιούσε επανειλημμένως, αλλά η Τζένη Βάνου έκανε υπομονή, γιατί ήθελε πολύ να αποκτήσει και δεύτερο παιδί. Όπως είχε αναφέρει η ίδια, ο άντρας της τη χτυπούσε ακόμα και όταν ήταν έγκυος στην κόρη τους. Οι φίλοι της, τη θυμούνται με φουσκωμένη την κοιλιά από την εγκυμοσύνη και μαυρισμένο το μάτι από τα χτυπήματα. Τότε, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Χώρισε από τον σύζυγό της και ανέλαβε μόνη την ανατροφή των δύο παιδιών τους.
Η Τζένη Βάνου βίωσε την κακοποίηση από τον σύζυγό της. Η τραγουδίστρια δεν έκρυψε ποτέ ότι ο άντρας της τη χτυπούσε. Προτίμησε να δημοσιοποιήσει το πρόβλημά της, προτρέποντας κατ’ αυτό τον τρόπο και άλλες γυναίκες να μη φοβούνται και να ζητήσουν βοήθεια, σε περίπτωση που τους συνέβαινε κάτι αντίστοιχο. Σαν μητέρα, παρόλο που ήταν μόνη της, τα κατάφερε περίφημα. Άλλωστε, από τα πρώτα χρόνια της καριέρας της στο τραγούδι, παραδεχόταν πως ήταν για εκείνη μια δουλειά που την έκανε για βιοποριστικούς λόγους και ότι βασικό μέλημά της ήταν η οικογένεια. Γι΄ αυτό ήταν μια από τις πιο σεμνές τραγουδίστριες, που δεν υιοθέτησε ποτέ την ιδιότητα της σταρ. Μάλιστα, σε συνέντευξή της είχε αναφέρει ότι δεν αγάπησε όπως έπρεπε τον εαυτό της, με αποτέλεσμα να κουβαλάει πολλές ανασφάλειες και στη δουλειά της.
Δεν εκτίμησα τη χρυσόσκονη που μ’ έλουσε ο Θεός είχε πει με απόλυτη ειλικρίνεια η Τζένη Βάνου. Μετανιώνω που δεν έκανα λεφτά, γιατί στην ηλικία μου η μόνη μου προοπτική πια είναι να κάνω αύριο καλύτερο μουσακά και να ψωνίσω κάτι στο εγγόνι μου. Αλλά και τώρα να ξεκινούσα, πάλι τα ίδια λάθη θα έκανα. Είναι θέμα χαρακτήρα….
Η Τζένη Βάνου τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε αποσυρθεί από το τραγούδι και ζούσε στη Νέα Σμύρνη, οπού διατηρούσε μίνι μάρκετ μαζί με τον γιο της….
Παρόλο που ήταν αναγνωρίσιμο πρόσωπο, δούλευε η ίδια στο μαγαζί, χωρίς να την απασχολεί ότι ο κόσμος την ήξερε μέσα από το τραγούδι και ενδεχομένως να εισέπραττε αρνητικά σχόλια ή κουτσομπολιό για την επιλογή της. Το μίνι μάρκετ έφερε το όνομά της, «Τζένης Μάρκετ» και η ίδια είχε αναπτύξει πολύ καλές σχέσεις με τους γείτονες και πελάτες της….
Η Τζένη Βάνου άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά στις 5 Φεβρουαρίου 2014, νικημένη από τον καρκίνο.