Ο Νίκος Σταυρίδης ήταν Έλληνας ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1929 στο μουσικό θέατρο, συμμετέχοντας σε επιθεωρήσεις, οπερέτες και παραστάσεις βαριετέ.
Γεννήθηκε το 1910 στο Βαθύ της Σάμου. Τα παιδικά του χρόνια ο Σταυρίδης, δεύτερο παιδί μία φτωχής πολύτεκνης οικογένειας, τα πέρασε δουλεύοντας στο μπακάλικο του πατέρα του, αλλά και ψέλνοντας περιστασιακά στην εκκλησία. Το μικρόβιο της υποκριτικής του προέκυψε νωρίς κι έτσι στα 18 του μετακόμισε στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρό του.
Έως τότε η μοναδική τριβή του με το αντικείμενο ήταν κάποιοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι σε σχολικές παραστάσεις και οι περιοδείες του στη Σάμο ως δημιουργός παραστάσεων θεάτρου σκιών. Θήτευσε για ένα φεγγάρι και ως βοηθός μηχανικού προβολής στον κινηματογράφο, καλλιεργώντας την αγάπη του για την 7η τέχνη.
Έχασε τους γονείς και τον αδερφό του, ο οποίος πέθανε στην αγκαλιά της μητέρας τους. Όταν πληροφορήθηκε για τον θάνατο του πατέρα του ήταν σε περιοδεία και πρόλαβε οριακά να τον αποχαιρετήσει. «Ο φοβερός… νόμος του θεάτρου, σ’ αυτό το θέμα, δεν υπάρχει σε κανένα άλλο επάγγελμα» έλεγε.
Το χτύπημα που δεν ξεπέρασε ποτέ
Η μέρα που άλλαξε για πάντα τον Νίκο Σταυρίδη ξημέρωσε λίγο μετά τον γάμο του με την 27χρονη Ντόρα Καριώτου. Οι δυο τους πληροφορήθηκαν από τους γιατρούς ότι η Ντόρα είχε όγκο στον εγκέφαλο. Παρότι το πάλεψαν και οι δυο με όλες τους τις δυνάμεις η κοπέλα έφυγε τελικά μετά από σκληρή μάχη.
Ο Νίκος Σταυρίδης προσπάθησε να το ξεπεράσει, αλλά του ήταν αδύνατον. Όπως έχει αποκαλύψει μάλιστα στην πρώτη του παράσταση μετά το θάνατο της συζύγου του την είδε στη σκηνή κι έχασε τα λόγια του:
«Πέθανε στην Αγγλία, μετά από μία εγχείρηση όγκου στο κεφάλι. Εγώ γύρισα στη Θεσσαλονίκη σωστό ράκος. Έπαιζα τότε στο θέατρο Μετροπόλιταν. Βγήκα στη σκηνή, ενώ το θέατρο ήταν κατάμεστο. Το γεγονός του θανάτου της γυναίκας μου είχε μαθευτεί. Ξαφνικά την είδα σαν όραμα μπροστά μου. Έχασα τα λόγια μου. Στην πλατεία φάνηκαν τα πρώτα μαντήλια που σφούγγιζαν κλαμένα μάτια. Έπαιζα κωμωδία και αντί να γελάει ο κόσμος, έκλαιγε, και μάλιστα με λυγμούς. Πλησίαζε στο τέλος το νούμερό μου, όταν άρχισε να φτάνει στην πλατεία ένα βουητό “Φτάνει, φτάνει, φτάνει”. Και μετά ένα ξέφρενο χειροκρότημα».
Ο Σταυρίδης παντρεύτηκε άλλες δυο φορές και απέκτησε μια κόρη που λάτρευε, την Δανάη. Γηροκομήθηκε τελικά από την Μαρίνα Παυλίδη, κόρη της τελευταίας του συντρόφου, στο σπίτι του στη Κάτω Κηφισιά έχοντας σαν εγγονάκια του τα 2 παιδιά της Μαρίνας.
Μαθημένος στα δύσκολα
Από τα πρώτα του βήματα όμως ο Νίκος Σταυρίδης ήταν μαθημένος στις δυσκολίες. Όταν έφτασε στην Αθήνα, έπρεπε να εξασφαλίσει αρχικά τα προς το ζην και έπιασε δουλειά σε μια αποθήκη υλικού πολέμου στον Πειραιά, στην οποία πήγαινε με τα πόδια από τη φτωχοσυνοικία της Αθήνας όπου διέμενε. Η θέση του ήταν να ταιριάζει τις αρβύλες κατά μέγεθος και το πενιχρό μεροκάματο έφτανε ίσα-ίσα για να συντηρηθεί.
Βρέθηκε τυχαία έξω από το θέατρο «Έντεν» και μπήκε μέσα με όλο του το κουράγιο για να ζητήσει ακρόαση από τον μαέστρο.
Όπως είχε εξομολογηθεί, όσο ζούσε στη Σάμο έκανε ερασιτεχνικές παραστάσεις και τραγουδούσε. Η φωνή του Σταυρίδη, ήταν ένα από τα μεγάλο του χαρίσματα, που τελικά του άνοιξε την πόρτα σε μια νέα ζωή.
Πρώτη του παράσταση η «Λοβιτούρα» κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Έκανε ένα λούστρο που γυάλιζε τα παπούτσια του Βασίλη Αυλωνίτη.
«Έπρεπε στο τέλος να του κολλήσω ένα χαρτόσημο στο παπούτσι, γιατί τότε έτσι γινόταν. Παντού κολλούσαν χαρτόσημο» είχε πει σε συνέντευξη του. Η ατάκα του ήταν «Μια δραχμή το καθάρισμα και 30 το χαρτόσημο…1,30».
Ένα βήμα πριν τον θάνατο
Η πορεία του, τα επόμενα χρόνια, απείχε πολύ από αυτό που είχε ονειρευτεί. Πολλοί αναγνώριζαν το ταλέντο του, αλλά τα λόγια δε συνοδεύονταν με πράξεις. Στην επιθεώρηση της εποχής χώρος για νέα φιντάνια δεν φαινόταν να υπάρχει και ο Σταυρίδης παρέμενε στην αφάνεια, γεμίζοντας απορρίψεις και πικρία. Όταν πια έφτασε η στιγμή για τον πρώτο βασικό ρόλο του, ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την ψυχολογία του. Έπαιξε ως πρωταγωνιστής πλάι στην Κούλα Γκιουζέπε στο θέατρο «Εντέν», η παράσταση όμως εξελίχθηκε σε μια μεγάλη εισπρακτική αποτυχία.
Μετά από αυτό ο Σταυρίδης ήταν ψυχολογικά ράκος και ένα βράδυ η κατάθλιψη, σε συνδυασμό με το αλκοόλ, τον έβγαλαν έως την Ακρόπολη, με σκοπό να αυτοκτονήσει πέφτοντας από τον ιερό βράχο! Για καλή τύχη του ωστόσο πήρε και ένα μπουκάλι ούζο μαζί του. Μέχρι να ανέβει πάνω, είχε γίνει σκνίπα στο μεθύσι και η έξτρα δόση οινοπνεύματος στο αίμα του λειτούργησε ως «καθαρτήριο». Ο Σταυρίδης ξέχασε για ποιον λόγο είχε ανέβει στην Ακρόπολη και επέστρεψε στο σπίτι του… άπραγος!
Επόμενος σταθμός, η συνεργασία με τις αδερφές Καλουτά. Περίοδος που πάντα αναπολούσε με συγκίνηση. «Τι διάολος αυτή η Άννα. Φτερό ήμουν στα χέρια της. Με πετούσε από δω, με έφερνε από κει. Δεν θα την ξεχάσω», έλεγε ο Σταυρίδης.
Το 1939 ασχολήθηκε με την οπερέτα, αλλά από το 1942 και μετά, σχημάτισε θιάσους επιθεώρησης σε συνεργασία με γνωστούς ηθοποιούς, όπως η Μαρίκα Νέζερ, ο Τάκης Μηλιάδης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, η Καίτη Ντιριντάουα, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σοφία Βέμπο, ο Κώστας Χατζηχρήστος, παίζοντας σε περισσότερα από 100 έργα που απογείωσαν την επιθεώρηση.
Ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη έκανε σχετικά αργά, με την κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο Θείο» το 1950, παραγωγή Φίνος Φιλμ, και συνέχισε να πρωταγωνιστεί σε ταινίες κυρίως του Τσιφόρου, του Λάσκου και του Σακελλάριου, αλλά και του Γλυκοφρύδη, του Γρηγορίου, του Ανδρίτσου και άλλων.
Από τις 120 ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε, μόνο οι 3 ήταν της Φίνος Φιλμ. Ταινίες ωστόσο ξεχωριστές που έγραψαν ιστορία στην ελληνική κινηματογραφική κωμωδία.
Η πρώτη «Έλα στον Θείο» (1950) στο ρόλο του μεγαλομπακάλη της εποχής, μαζί με τη Σμαρούλα Γιούλη, τον Μίμη Φωτόπουλο και τη Σπεράντζα Βρανά, «Τα Κίτρινα Γάντια» (1954), στον αξέχαστο ρόλο του ζηλιάρη συζύγου της Μάρως Κοντού, και «Η Ωραία των Αθηνών» (1954), στο μοναδικό δίδυμο με την Γεωργία Βασιλειάδου.