Η Σπεράντζα Βρανά ήταν μια παθιασμένη γυναίκα και ένα θηλυκό΄που συγχρόνως ήταν και μαγκάκι. Είχε επίγνωση της αξίας και της δυναμικής της, δεν κρυβόταν ποτέ πίσω από το δάχτυλό της και έκανε έρωτα γιατί το ήθελε και το ποθούσε όπως ένα πιάτο φαγητό όταν μας πιάνει πείνα.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Η Ελπίδα Χωματιανού, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1928 στο Μεσολόγγι. Η Σπεράντζα Βρανά ορφάνεψε από μικρή και σε ηλικία 15 ετών άρχισε τη θεατρική της καριέρα από τους θιάσους των λεγόμενων «μπουλουκιών», όπου εκπαιδεύτηκε σε όλα τα θεατρικά είδη: πρόζα, μουσική, κωμωδία, οπερέτα.
Οι γονείς της μετακόμισαν στην Αθήνα, ωστόσο λίγο καιρό αργότερα χώρισαν. Σε ηλικία 7 ετών, χάνει τον πατέρα της και ζει πλέον με την μητέρα της στο Παγκράτι.
Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και η πείνα
Η ίδια, μάλιστα, έχει μιλήσει για την πείνα της Κατοχής, στο βιβλίο της «Τολμώ». Όπως είχε γράψει: «Ήταν χειμώνας του 40-41. Τι εποχή, Θεέ μου! Πόλεμος, συσκότιση, βόμβες, πείνα! Το ψωμί είχε γίνει 30 δράμια το άτομο, κι αυτό μπομπότα. Θυμάμαι που σηκωνόμουνα στις 3 τη νύχτα και πήγαινα στην ουρά, περίμενα μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, κι όταν έπαιρνα τις δυο μερίδες, ώσπου να βγω απ’ τον φούρνο είχα φάει την μερίδα μου, και το υπόλοιπο το ‘κρυβα κάτω από την ποδιά μου, μη μου το κλέψουνε ώσπου να πάω σπίτι μου να το δώσω της μαμάς μου.
-Φάτο παιδί μου κι αυτό, μου ‘λεγε κοιτάζοντάς με καλά – καλά.
Δεν ξέχασα ποτέ στη ζωή μου εκείνο το βλέμμα της.
-Φάτο κι αυτό.
Κι εκείνη; Τίποτα. Δεν έτρωγε τίποτα, για να το φάω εγώ. Κι εγώ το ‘τρωγα πεινασμένη καθώς ήμουνα, χωρίς να καταλαβαίνω ότι κι εκείνη πεινούσε, αλλά το ‘κανε για μένα. Ήμουνα εγωίστρια; Ήμουνα άπονη; Ήμουνα ανόητη; Μα αφού την αγαπούσα! Μπα, απλώς πεινούσα».
Η πρώτη επαφή με το θέατρο – Μέσα από τα περιπλανώμενα μπουλούκια
Όταν όμως σε ηλικία 14 ετών, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, χάνει και την μητέρα της, αναγκάζεται να επιστρέψει στο Μεσολόγγι, για να μείνει με συγγενείς της. Τελειώνει το γυμνάσιο με δυσκολίες και «κολλάει» το μικρόβιο της υποκριτικής. Την εποχή εκείνη, μαγεύεται από τα περιπλανώμενα μπουλούκια και αποφασίζει να ακολουθήσει το θεατρικό μπουλούκι του Ρολάνδου Χρέλια, που εμφανιζόταν στην περιοχή του Αιτωλικού, σε μια προσπάθεια να επιστρέψει και πάλι στην Αθήνα.
Η Σπεράντζα όμως, ήταν ένα κοριτσόπουλο με μπόλικο άγχος, κάτι που διέκριναν οι έμπειροι ηθοποιοί του θιάσου. Όπως εξομολογήθηκε η ίδια χρόνια αργότερα, όταν είχε άγχος έτρωγε γλυκό. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα που ήταν και το θεατρικό της ντεμπούτο προκειμένου οι άνθρωποι του μπουλουκιού της παρήγγειλαν κονιάκ και για να ζεσταθεί ο λαιμός της, αλλά και για να χαλαρώσει και της φύγει το τρακ.
Αλλά η νεαρή κοπέλα, χωρίς να το καταλάβει και η ίδια, ήπιε τόσο πολύ κονιάκ, που μέθυσε. Η συνέχεια είναι σχεδόν σπαρταριστή, όπως την εξομολογήθηκε η ίδια ανατρέχοντας στο επεισοδιακό ντεμπούτο της στο σανίδι.
Ανέβηκε, λοιπόν, στη σκηνή μεθυσμένη και όταν ήρθε η ώρα να κάνει σιγόντο στο ρεφρέν του τραγουδιού «Τ’ όνειρο της αγάπης μας έσβησε», άκουσε το κοινό να ξεσπά σε επιδοκιμασίες και χειροκροτήματα, χωρίς η ίδια να καταλαβαίνει το λόγο της «αποθέωσης». Το συνειδητοποίησε, όμως, πολύ γρήγορα όταν ξαφνικά κατάλαβε ότι τραβούσε αμήχανα με τα χέρια τη διάφανη μουσελίνα που φορούσε, με αποτέλεσμα να φανεί το στήθος της.
Πανικοβλημένη η νεαρή Σπεράντζα, τους παρατάει όλους σύξυλους και τρέχει ντροπιασμένη στο καμαρίνι. Εκεί περίμενε μέχρι να τελειώσει η παράσταση, παρά τις φωνές των ανδρών από το κοινό να ξαναβγεί στη σκηνή.
Ο επιθεωρησιακός τύπος της «σέξι μάγκισσας» ήταν το μεγάλο σουξέ της Σπεράντζας Βρανά
Με το ανεπανάληπτο μπρίο της ερμήνευσε μερικά από τα πιο γνωστά επιθεωρησιακά τραγούδια («Μάμπο το μπραζιλέρο», «Δώσε», «Η Βαλίτσα»). Συνεργάστηκε με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, ενώ υπήρξε και η ίδια θιασάρχις. Το 1985 πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά το θεατρικό σανίδι και τη μεγάλη της αγάπη, την επιθεώρηση.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε στην κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο θείο…», παραγωγής «Φίνος Φιλμ», δίπλα στο Νίκο Σταυρίδη. Έπαιξε σε δεκάδες ταινίες, με πιο γνωστή τη συμμετοχή της στη σπονδυλωτή κομεντί του Γιώργου Τζαβέλλα «Κάλπικη Λίρα», όπου υποδυόταν μία γυναίκα ελευθέρων ηθών δίπλα στον «αόμματο» Μίμη Φωτόπουλο. Η τελευταία της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν 1999, στην κωμωδία «Safe Sex» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου.
Όταν συνειδητοποιεί τον αντίκτυπό της στους άνδρες
Την ίδια εποχή αρχίζει να συνειδητοποιεί τον αντίκτυπό της στους άντρες, που τον περιγράφει με τη χαρακτηριστική ελευθεροστομία της: «Τότε για πρώτη φορά άρχισα να συνειδητοποιώ το πόσο άρεσα σαν γυναίκα! Άρχισαν να με τριγυρίζουν οι «αδερφές» και να μου φέρνουν τα τεκνά τους για να με γνωρίσουν, γιατί αυτά τους το ζητούσαν! Είχα γίνει η ρενομέ γκόμενα του θεάτρου, οι άντρες, ιδίως οι νεαροί, τρελαινόντουσαν για μένα κι η μ@λ@κία έπεφτε λεφούσι για πάρτη μου! Ναι, μη γελάς. Αφού ο Μπουρνέλης με έλεγε: «Μις Μ@λ@κία», κι η κυρά Σταμάτα, η καθαρίστρια του «Ακροπόλ», μάζευε σωρό τις κ@π@τες κάθε πρωί από τις τουαλέτες! Υπήρχε βέβαια και μια μικρή μερίδα αντρών που δεν ήμουνα ο τύπος τους, ήσαν αυτοί που τους άρεσε η πολύ φίνα γυναίκα χωρίς πιασίματα, που εγώ τα είχα μπόλικα, εδώ που τα λέμε!».
Το ταλέντο στη γραφή
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η Σπεράντζα Βρανά αποκάλυψε το συγγραφικό της ταλέντο, υπογράφοντας το «Τολμώ» (1981), ένα βιβλίο για τα πρώτα χρόνια της ζωής της, με λόγο απλό, αληθινό και χειμαρρώδη. Ακολούθησαν και άλλα βιβλία: «Τα μπουλούκια, το θέατρο και εγώ» (1982), «Τίμιο μπορντέλο» (1983), «Επιθεώρηση καψούρα μου» (1985), «Πώς πάχυνα κάνοντας δίαιτα» (1996), «Ποιος θα μου πει την αλήθεια;» (1997), «Απορίες» (1999), «Ο Οργασμός του Μπράβο» (2001), «Η Γοητεία της πόρνης» (2003), «Τρούμπα» (2003), «Πιπεράτα αυθεντικά», «Έλα καλέ, Τώραααα» (2005) και «Ο επιβήτορας» (2007).
Ο παθιασμένος έρωτας με τον Κώστα Βουτσά και οι τέσσερις γάμοι
Στην προσωπική της ζωή η Σπεράντζα Βρανά είχε παντρευτεί δύο φορές, την πρώτη σε ηλικία 16 ετών έναν Έλληνα ναυτικό από την Αίγυπτο και τη δεύτερη το 1966 τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα, με τον οποίο έζησε μαζί τέσσερις δεκαετίες. Ανάμεσα στους μεγάλους της έρωτες ήταν κι αυτός με τον Κώστα Βουτσά, που κράτησε πάνω από πέντε χρόνια.Ο Κώστας Βουτσάς και η Σπεράντζα Βρανά έζησαν έναν θυελλώδη έρωτα. Οι δύο ηθοποιοί γνωρίστηκαν το 1959 στα παρασκήνια του θεάτρου Ακροπόλ. Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε θυελλώδη σχέση γεμάτη ζήλιες, απιστίες, καβγάδες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις.
Με τον Κώστα Βουτσά έπεσε ξύλο στον πρώτο μας καβγά
Όπως έχει γράψει η Σπεράντζα Βρανά στο Βιβλίο της Τολμώ: «Ο Κώστας ήταν τρομερά φιλόδοξος, μεγαλομανής, αριβίστας. Ήξερε να ελίσσεται. Χρησιμοποιούσε όλα τα κόλπα για να πετύχει τους σκοπούς του. Καλοπερασάκιας. Στην αρχή μου έκανε τον πολύ ερωτευμένο, έκανε ό,τι μπορούσε για να με ευχαριστήσει. Μου αγόραζε δίσκους με λατινοαμερικανικούς ρυθμούς, μου έκανε τον Danny Kaye για να γελάσω, ήταν πολύ κωμικός και ξεκαρδιζόμουν. Αν μ’ αγάπησε ο Κώστας (γιατί μ’ αγάπησε), αυτό συνέβη αργότερα. Μου φερόταν πολύ ωραία, ήταν πολύ τρυφερός μαζί μου, ζούσαμε πολύ αρμονικά. Όσο η σχέση μας έδενε και πιο γερά, άρχισε τις ζήλιες. “Γιατί κάθεσαι στο καμαρίνι με τη ρόμπα ανοιχτή;”. Καβγάς! “Γιατί σου μίλησε ο τάδε συνάδελφος;”. Καβγάς! Όλα αυτά τα μικροκαυγαδάκια είχαν σαν αποτέλεσμα να τη βρίσκουμε πιο ωραία ερωτικά. Ο Κώστας ήταν τέλειος σαν εραστής, τρυφερός και γλυκός. Στο κεφάλαιο δουλειά, όμως, ήταν φοβερός. Ήταν φιλόδοξος και βιαζόταν να φτάσει. Πάνω σ’ αυτό το θέμα είχαμε διαφορετικές αντιλήψεις. Η σχέση μας πέρασε από πολλά στάδια. Μέχρι ξύλο έπεσε στον πρώτο μας μεγάλο καβγά».
Τελικά αποφασίζουν να παντρευτούν. Η Σπεράντζα παραγγέλνει το νυφικό και ο Κώστας, παραμονές Χριστουγέννων, της κάνει δώρο ένα χρυσό ρολόι. Ο γάμος είχε οριστεί για την άνοιξη και ο μήνας του μέλιτος θα ήταν ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Όταν ο Βουτσάς είπε στη Σπεράντζα ότι μετά τον γάμο απαιτούσε από εκείνη να αφήσει το θέατρο για να αφοσιωθεί στο σπίτι, η Βρανά δεν το δέχτηκε. Σκέφτηκε τον εαυτό της νοικοκυρά, μακριά από τι σκηνή και τα φώτα και δεν άντεξε στη σκέψη. Έτσι, έπειτα από τεσσεράμισι χρόνια, χώρισαν οριστικά.
Τα προβλήματα υγείας και το τέλος
Η Σπεράντζα Βρανά πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 2009 από ανακοπή καρδιάς.Ένα τροχαίο ατύχημα το 1981 την λύγισε. Για πολύ καιρό την άφησε σχεδόν κατάκοιτη.
Η αφοσίωση όμως και η αγάπη του Παύλου αλλά και η ψυχική της δύναμη την έκαναν να σηκωθεί, έστω και με πατερίτσες. Αν και είχε χάσει για πάντα το μεγάλο εραστή της, όπως αποκαλούσε το θέατρο, γιατί δεν μπόρεσε να ξανανέβει στο σανίδι, βρήκε τρόπο διαφυγής στα βιβλία.