Η Σοφία Λόρεν στα 85 της πλέον μπορεί να καυχηθεί πως είχε μια ζωή από κείνες που λες και φτιάχτηκαν για best-seller. Αν και η Λόρεν είχε ένα τρομερά φτωχικό ξεκίνημα καθώς στα πρώτα της καλλιστεία σε ηλικία 15 ετών (δεν ήρθε πρώτη) και οι ρόλοι της τα πρώτα χρόνια ήταν αδιάφοροι με τον ανύποπτο ερχομό του μεγαλοπαραγωγού Κάρλο Πόντι στη ζωή της, την αλλαγή του ονόματός της και την είσοδο στο Χόλιγουντ όταν με το συμβόλαιο της Paramount μπήκε το νερό στ’ αυλάκι άνθισε τόσο ως γυναίκα όσο και ως καλλιτέχνις.
Σοφία Λόρεν η γυναίκα της διπλανής πόρτας με τον απαράμιλλο ερωτισμό
To Vanity Fair έγραψε κάποτε «δεν έχεις ζήσει, αν δεν έχεις δει τη Sophia Loren να περπατάει». Αργά, λικνιστικά, σαν να γλιστράει σε πάγο, πάνω στα τακούνια της. Ξυπόλητη και έγκυος, στα λιθόστρωτα δρομάκια της Νάπολης, στο «Χθες, Σήμερα, Αύριο». Να διασχίζει την ρημαγμένη από τον πόλεμο ιταλική εξοχή, ισορροπώντας επικίνδυνα μια βαλίτσα στο κεφάλι, στο «Δυο γυναίκες». «Είναι σαν να βλέπεις ολόκληρη την Ιταλία να περπατάει…», παρατήρησε ο Roberto Benigni, στην βραδιά που οργάνωσε το 2011, η Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου για να την τιμήσει. «Εδώ είναι ο Πύργος της Πίζας, παρακάτω το Pitti Palace….H γκαλερί Uffizi… Oι γόνδολες της Βενετίας…» «Θα έπρεπε να την είχαν φτιάξει από τρούφες σοκολάτας», είχε πει ο Noël Coward. «Για να μπορεί ο κόσμος να την καταβροχθίσει».
Who is Who
Η αισθησιακή Σοφία Λόρεν, ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές της μεταπολεμικής Νάπολι για να κερδίσει τον παγκόσμιο θαυμασμό ως μία από τις ομορφότερες Ιταλίδες και να παραμένει μέχρι σήμερα η πιο διάσημη σταρ που ανέδειξε η Ιταλία.
Η Σοφία Σικολόνε, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1934 στη Ρώμη και ήταν η πρωτότοκη κόρη του πολιτικού μηχανικού Ρικάρντο Σικολόνε και της δασκάλας πιάνου Ρομίλντα Βιλάνι. Ο πατέρας της όχι μόνο αρνήθηκε να παντρευτεί την μητέρα της, αλλά άφησε την οικογένειά του χωρίς οικονομική στήριξη. Έτσι τα δύσκολα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η νεαρή Σοφία μεγάλωσε με την μητέρα της και την αδελφή της Μαρία στο σπίτι της γιαγιάς της σε μια φτωχογειτονιά της Νάπολι. Η γιαγιά της είχε την πρόνοια να μετατρέψει σε παμπ ένα τμήμα του σπιτιού της και έτσι να ανακουφίσει την νέα της οικογένεια. Η Ρομίλντα έπαιζε πιάνο, η Μαρία τραγουδούσε και η Σοφία σέρβιρε τους Aμερικανούς στρατιώτες που αποτελούσαν την κύρια πελατεία του μαγαζιού.
Η μοίρα της Σοφίας άλλαξε δραματικά, σε ηλικία 15 ετών, όταν συμμετείχε στον διαγωνισμό της «Μις Ιταλία», εκπροσωπώντας την περιφέρεια του Λατίου και αναδείχθηκε «Μις Κομψότητα», κερδίζοντας το τρίτο βραβείο. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Σοφία Λάτσαρο, άρχισε να εμφανίζεται σε φωτορομάντζα, ένα δημοφιλές ανάγνωσμα εκείνη την περίοδο, όπου διάφορα περιοδικά δημοσίευαν ρομαντικές ιστορίες με φωτογραφίες.
Στον κινηματογράφο πρωτομφανίστηκε το 1951 ως κομπάρσος στην θρησκευτική χολιγουντιανή υπερπαραγωγή «Quo Vadis;», που γυρίστηκε στα φημισμένα στούντιο της Τσινετσιτά στην Ρώμη.. Υπό την καθοδήγηση του παραγωγού και μελλοντικού συζύγου της Κάρλο Πόντι, η Σοφία Σικολόνε μετατράπηκε σε Σοφία Λόρεν. Η καριέρα της ξεκίνησε σε μια σειρά από κωμωδίες χαμηλού προϋπολογισμού προτού προσελκύσει την αποδοχή κοινού και κριτικής ως Αΐντα στην εκδοχή της ομώνυμης όπερας του Βέρντι, που σκηνθέτησε ο Κλεμέντε Φρακάσι το 1953.
Οι 90 ταινίες στο ενεργητικό της Σοφίας Λόρεν
Το δικό της «πιάτο» ήταν το σινεμά. Το «έφαγε» με μεγάλες, λαίμαργες μπουκιές: πάνω από 90 ταινίες, ένα Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (σ.σ. για την ταινία «Η Ατιμασμένη»), άλλη μια υποψηφιότητα, για το «Γάμος αλά Ιταλικά», συνεργασίες με κορυφαίους σκηνοθέτες, παραγωγούς, συγγραφείς, με τους μεγαλύτερους σταρ -από τον Richard Burton και τον Μarlon Brando, μέχρι τον Cary Grant, τον Paul Newman και τον Μarcello Mastroianni.
Οι εξομολογήσεις καρδιάς στην αυτοβιογραφία της Σοφίας Λόρεν
Στην αυτοβιογραφία της, με τίτλο «Χθες, Σήμερα, Αύριο -Η Ζωή μου», που κυκλοφόρησε πριν από 5 χρόνια, η Loren έκλεισε πολλούς από τους μικρούς της «θησαυρούς»: παλιές φωτογραφίες, γραμματάκια, μυστικά, ανέκδοτα περιστατικά. Πώς, για παράδειγμα, «αναχαίτισε» τον τολμηρό ερωτισμό του Brando, το 1967, την εποχή που γύριζαν την «Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ»
Τι είπε η Σοφία Λόρεν για τον Μάρλον Μπράντο
«Ξαφνικά, ένιωσα τα χέρια του πάνω μου. Γύρισα, ήσυχα ήσυχα, φύσηξα το πρόσωπό του, σαν γάτα που την έχεις χαϊδέψει άγαρμπα και του είπα: «Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό! Ποτέ!», γράφει. «Όπως τον «κονιορτοποιούσα» με τα μάτια, ξαφνικά άρχισε να ζαρώνει και να δείχνει μικρός, ανυπεράσπιστος, σχεδόν ένα θύμα της ίδιας του της κακής φήμης. Δεν ξαναεπιχείρησε ποτέ τίποτα, όμως ήταν πολύ δύσκολο να συνεργαστούμε μετά απ’αυτό το περιστατικό».
Ο παράφορος έρωτας της Σοφίας Λόρεν με τον Cary Grant
H Sophia ήταν μόλις 22 χρονών κι εκείνος 52, όταν τα βλέμματά τους πρωτοσυναντήθηκαν στο πλατό του φιλμ «Υπερηφάνια και Πάθος». Ο Grant, λέει, εκείνη την πρώτη μέρα, την πείραζε, παριστάνοντας πως την μπέρδευε -τάχα- με την Lollobrigida. Μετά, πολύ γρήγορα, βρέθηκε κουρνιασμένος σε μια πολυθρόνα, «γουργουρίζοντας» σαν εξημερωμένος γάτος και μιλώντας της για τους τρεις άτυχους γάμους του και τη ζωή του στο Λονδίνο. Από τότε, βλέπονταν σχεδόν κάθε νύχτα, μιλούσαν, γελούσαν, δειπνούσαν παρέα, σε μικρά ισπανικά εστιατόρια. Ερωτεύτηκαν.
Τα ερωτικά γράμματα του Cary Grant στην Σοφία Λόρεν
Ο Cary της χάρισε δυό μικρά, χρυσά bracelets -«για φυλαχτό». Μετά από ένα μήνα, άρχισε να μιλάει για γάμο, όμως τα πράγματα δεν ήταν απλά. Στη ζωή της Sophia υπήρχε ήδη ο Carlo Ponti -σκηνοθέτης, παραγωγός, μέντορας, μάνατζερ και εραστής της- ενώ ο Grant ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Betsy Drake. Κι ωστόσο εκείνος επέμενε, ζητούσε μια απάντηση. Καυγάδιζαν και μετά της έστελνε λουλούδια και μικρά, απολογητικά ερωτικά σημειωματάκια. «Συγχώρεσέ με αγαπημένο μου κορίτσι. Σε πιέζω πάρα πολύ. Προσευχήσου -το ίδιο θα κάνω κι εγώ- ως την επόμενη βδομάδα. Αντίο Sophia. Cary».
Η λέξη «προσευχή», εμφανίζεται πολύ συχνά σε αυτά τα γράμματα. Σε ένα άλλο της γράφει: «Θα είσαι στις προσευχές μου. Αν με σκέφτεσαι και προσεύχεσαι μαζί, με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο σκοπό, όλα θα πάνε καλά και η ζωή θα είναι όμορφη».
Παρά τα συναισθήματα προς τον Cary Grant η “ζυγαριά” έκλεινε στον έρωτα του Ponti
Πριν περάσει πολύς καιρός, η Sophia κατάλαβε πως έπρεπε να διαλέξει. Διάλεξε τον Ponti. «Ο Carlo ήταν Ιταλός, ανήκε στον κόσμο μου», θα εξομολογούνταν χρόνια αργότερα στο «Vanity Fair». Ήταν πολύ μικρή, θα εξηγούσε, για να δέσει τη ζωή της με «έναν γίγαντα από μια ξένη χώρα».
Ο Τύπος μπορεί να αναρωτιόταν γιατί κατέληξε, τελικά, με έναν άντρα που είχε δυο φορές την ηλικία της και μόνο το μισό της ύψος, όμως εκείνη δεν είχε αμφιβολίες: «Σήμερα ξέρω πως έκανα τη σωστή επιλογή, για μένα». Με τον Cary, έμειναν δυο καλοί φίλοι. Μάλιστα, ήταν εκείνος που την πήρε τηλέφωνο, ξημερώματα, μετά την απονομή των Όσκαρ, το 1960 -αν και ήταν υποψήφια για το βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου για την «Ατιμασμένη», η Loren δεν είχε ταξιδέψει στο Λος Άντζελες («Δεν άντεχα να είμαι εκτεθειμένη στα βλέμματα εκατομμυρίων τηλεθεατών την ώρα που κρινόταν η καριέρα μου!») Και αφού η τελετή απονομής δεν μεταδιδόταν από την ιταλική τηλεόραση, έπεσε για ύπνο. Ξημερώματα, χτύπησε το τηλέφωνο «Sophia αγάπη μου, τα έμαθες;». Είχε κερδίσει ….
Όλα αυτά, οι περίφημες «επιλογές της Sophia», είναι κάτι που δύσκολα θα καταλάβει, όποιος δεν ξέρει δύο-τρία πράγματα για κείνη.
Η καριέρα της Σοφία Λόρεν
Η Λόρεν βρίσκεται παντού, οι παραγωγές είναι μεγάλες, οι συμπρωταγωνιστές πρωτοκλασάτοι (Μπράντο, Χόλντεν, Νιούμαν, Γκέιμπλ, Ίστον, Σέλλερς, Γκραντ, Κουίν) και οι ταινίες, άλλοτε καλές άλλοτε όχι και τόσο. Αν πρέπει να διαλέξεις κάποιες που ξεχώριζαν θα έλεγα το «Κλειδί» δίπλα στον Γουίλιαμ Χόλντεν, έλασσων Κάρολ Ριντ (άρα καλύτερα από μείζονες ταινίες πολλών άλλων μαζί), το «Πόθοι Κάτω από τις Λεύκες» του Ο’ Νιλ σε σκηνοθεσία του ειδήμονα σ’ αυτά τότε Ντέλμπερτ Μαν, οπωσδήποτε οι «Δυο Γυναίκες» (η «Ατιμασμένη» στον τότε Έλληνα εκμεταλλευτή, έχει κάποια σχέση με την υπόθεση έστω..) όπου η ομάδα όνειρο του ιταλικού νεορεαλισμού Ντε Σίκα-Τσαβατίνι πιάνουν το βιβλίο του Μοράβια και η Λόρεν υπερίπταται κερδίζοντας όσκαρ πρώτου γυναικείου και το «Houseboat», δίπλα στον Κάρι Γκραντ, με τον οποίον υπήρξε και θρυλικό ειδύλλιο μέχρις ότου η Λόρεν διαλέξει τον Κάρλο Πόντι.
Υπήρξε επίσης ένα ντουέτο με τον Μπράντο στο κύκνειο άσμα του Τσάπλιν «Η Κόμησσα απ’ το Χονγκ Κονγκ» – σκοτώθηκαν στα γυρίσματα – δυο χλαμύδες επιπέδου το «Ελ Σιντ» και «Η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (ένα εκατομμύριο εδώ η αμοιβή της!), μια καρυκευμένη κομεντί με τον Πίτερ Σέλερς (που πήρε το ρόλο γιατί ποθούσε τη Λόρεν στην πραγματικότητα), το «Millionairess», το ωραιότατο θρίλερ τύπου «Charade», ξανά του Στάνλεϊ Ντόνεν, «Arabesque», δίπλα στον Γκρέγκορι Πεκ, ένα παράξενο θρίλερ του Λίτβακ με τον Άντονι Πέρκινς (μεγάλη φιλία οι δυο τους), το «Five Miles to Midnight», που καθώς το γράφω θέλω να το ξαναεπισκεφτώ, ας πούμε κι εκείνο το πλήρως αποτυχημένο και κάπως γοητευτικό «Lady L», που σκηνοθέτησε ο Πίτερ Ουστίνοφ και της έβαλε δίπλα τους Πολ Νιούμαν και Ντέιβιντ Νίβεν.
Καλύτερες ήταν οι ιταλικές της ταινίες πάντα, συχνότατα με τον Ντε Σίκα σκηνοθέτη και τον Μαστρογιάννι από δίπλα (έντεκα φορές δούλεψαν μαζί!) ο «Γάμος α λα Ιταλικά», η δεύτερή της υποψηφιότητα, το εκπληκτικό «Ηλιοτρόπιο», το «Χθες Σήμερα Αύριο» , η «Ξεχωριστή Μέρα» του Έτορε Σκόλα, εκ νέου, με τον Μαστρογιάννι. Σ’ όλα τους η Λόρεν μπορούσε να ισορροπήσει την φλογερή της σεξουαλικότητα, την αριστοκρατική της λαϊκότητα, την ένταση της σύγκρουσης του ονείρου με την πραγματικότητα.
Σταδιακά απομακρύνθηκε από το σινεμά, ελάχιστες οι εμφανίσεις ειδικά από το ’90 και μετά (αν και οι λάτρεις θα θυμούνται το «Prêt-à-Porter» του Άλτμαν), ασχολούμενη με επιχειρήσεις, διαφήμιση και τρώγοντας τις μακαρονάδες που λατρεύει. Η σχέση της με τον Πόντι διήρκεσε περισσότερα από 50 χρόνια, ως τον θάνατό του το 2007, και είναι από τις ωραίες ιστορίες της βιομηχανίας, ένα τιμητικό Όσκαρ ήρθε στις αρχές του ’90, πλήθος οι συνολικές της βραβεύσεις – αναρίθμητα ας πούμε τα Ντονατέλο της, τα ιταλικά βραβεία κινηματογράφου.
Η Σοφία Λόρεν τιμήθηκε με ένα δεύτερο Όσκαρ για την συνολική προσφορά της στην έβδομη τέχνη (1991) και ένα «Χρυσό Λέοντα» για το ίδιο λόγο από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (1998). Συχνά απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα του Τύπου για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, αλλά και με την δεκαήμερη φυλάκισή της για χρέη προς το Ιταλικό Δημόσιο. Το 2010 έλαβε το διακεκριμένο ιαπωνικό βραβείο «Praemium Imperiale».
Ο έρωτάς της με τον Carlo Ponti
«Μόλις τον γνώρισα, ένιωσα πως ήμουν σπίτι. Αναρωτήθηκα γιατί νιώθω έτσι. Ήταν γιατί τον εμπιστεύτηκα από την πρώτη στιγμή». Ο Carlo, της έμαθε πολλά. «Μια μέρα μου αγόρασε ένα κοστούμι και μου είπε “Θα φοράς πάντα κοστούμια, γιατί σου πάνε πάρα πολύ. Αναδεικνύουν τη λεπτή και φιλήδονη φιγούρα σου”. Είχα κόψει τα μαλλιά μου για να μοιάσω σε μια επιτυχημένη ηθοποιό της εποχής -στη Lucia Bosé- και το σχόλιο του ήταν “Nα έχεις πάντα μακριά μαλλιά”. Κάθε φορά που έκανα κάτι που του άρεσε, σχολίαζε “Nα το κάνεις πάντα αυτό”. Μου έδινε ώθηση, ήταν προστατευτικός, εξαφάνιζε τις ανασφάλειες μου. Ήξερα ότι θα με φροντίσει, πως θα μου προσφέρει ό,τι κανείς άλλος».
Με τον καιρό, εκτός από μέντορας έγινε και ο φλογερός «Ρωμαίος» της, ο άντρας-πατέρας που δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ. Το φλογερό ρομάντζο τους άντεξε 50 χρόνια, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, τις αντιξοότητες και -κυρίως- παρά το τεράστιο σκάνδαλο, που έσερνε πίσω του: ο Ponti ήταν παντρεμένος και η γυναίκα του, Giuliana, αρνιόταν να του δώσει διαζύγιο.
Κατάφερε να το βγάλει στο Μεξικό το 1957 κι αμέσως μετά παντρεύτηκε τη Loren, όμως η Ιταλία -τότε- δεν αναγνώριζε τα διαζύγια και η Καθολική Εκκλησία αποκήρυξε το γάμο. Eν τέλει, μετά από έναν νομικό κυκεώνα -και μια γενναία αποζημίωση- ο Ponti κατάφερε να πείσει τη Giuliana να πει το «ναι» οπότε το 1966 παντρεύτηκε ξανά -νόμιμα αυτή τη φορά- την αγαπημένη του Sophia. Μαζί θα αποκτούσαν -με κόπους πολλούς, θυσίες, θεραπείες γονιμότητας και εγκυμοσύνες που κράτησαν τη Sophia στο κρεβάτι για μήνες- δυο γιους: τον διευθυντή ορχήστρας Carlo Ponti Junior και τον Εdoardo που σήμερα, είναι σκηνοθέτης. Για πρώτη φορά, η νόθα, η «σπιτωμένη», η amorosa, η «θεά» Loren θα γευόταν ό,τι αποζητούσε σε όλη της τη ζωή: τις χαρές μιας απλής γυναίκας…
Ο γάμος τους ακυρώθηκε το 1962 και οι δυό τους αναγκάστηκαν να λάβουν την γαλλική υπηκοότητα για να ξαναπαντρευτούν το 1966.