Ένας χήρος μπαμπάς εξομολογείται τις δυσκολίες που πέρασε όταν έχασε ξαφνικά τη γυναίκα του από κακρίνο, πριν 20 μήνες και έμεινε μόνος μ’ ένα τρίχρονο παιδί στην αγκαλιά του και ξεσπάει όταν του ζητούν να παρηγορήσει τους άλλους, παραγκωνίζοντας τα δικά τους αισθήματα.
“Κατάφερα φέτος το Πάσχα και μάλωσα με πολύ κόσμο, να είμαι ο εγωιστής, ο σκληρός και ο αχάριστος… Εξηγούμαι… Φέτος το Πάσχα ήταν περίπου 20 μήνες που απεβίωσε η γυναίκα μου. Όταν την έχασα ο γιος μας ήταν 3 χρονών.
Με πήρε τηλέφωνο η (πρώην πια) πεθερά μου και μου είπε να παίρνω τηλέφωνο τον (πρωην) κουνιάδο μου και να τον ρωτάω πως είναι, να τον παρηγορώ και να του δείχνω ενδιαφέρον γιατί αυτός είναι λέει που το έχει πάρει πιο βαριά από όλους. Σημείωση, ο αδελφός της γυναίκας μου έχει ακριβώς την ίδια ηλικία με εμένα.
Προσπαθώ να της εξηγήσω ήρεμα ότι το μεγαλύτερο θύμα της όλης κατάστασης είναι ο γιος μου. Ο γιος μου μεγαλώνει χωρίς μητέρα. Ότι όλοι έχουμε πληγωθεί, ναι ήταν η αδελφή του, αλλά ήταν και γυναίκα μου για 13 χρόνια. Για 13 χρόνια ζήσαμε μαζί χαρές λύπες και ευτυχίες. Όταν την έχασα η δική μου οικογένεια διαλύθηκε, το δικό μου σπίτι έκλεισε. Το δικό μας παιδί έμεινε ορφανό.
Μου ξεκινάει και μου λέει το κλασικό, ότι εγώ είμαι πιο σκληρός και ο κουνιάδος μου πιο ευαίσθητος και το έχει πάρει πολύ στενάχωρα. Όπως της είπα, δε πρόκειται να πάρω κανέναν τηλέφωνο και να παρηγορώ που έχασα την γυναίκα μου. Έχω να φροντίσω τον γιο μου πάνω από όλα και μετά τον εαυτό μου. Δε θα μπω στη διαδικασία να παρηγορώ κανέναν. Και πάλι, εγώ είμαι ο σκληρός, λόγω δουλειάς… Άλλος το έχει πάρει πιο βαριά…
Επί 8 μήνες συνέχεια άκουγα από τους γιατρούς ότι δεν υπάρχει θεραπεία για τη μετάλλαξη της, να ελπίζουμε σε ένα θαύμα. Και το κράταγα μυστικό και από την ίδια και από όλους. Γιατί προσπαθούσα να της δώσω κουράγιο και ελπίδα, περιμένοντας ένα θαύμα που δεν ήρθε ποτέ. Αλλά μάλλον το πήρα πιο ελαφρά από όλους.
Όταν στις 3 τελευταίες χημειοθεραπείες οι γιατροί μου είπαν πρώτα θα κάνανε ακτινογραφία και αν βλέπανε σταθερότητα θα της κάνανε τη χημειοθεραπεία για να ζήσει άλλες 3 βδομάδες, αλλιώς αν βλέπανε χειροτέρευση θα τα σταματάγανε όλα, πάλι δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Και αυτό μάλλον το πήρα πιο ελαφρά από όλους.
Ο χήρος μπαμπάς όταν έχασε τη γυναίκα του, διαλύθηκε η οικογένειά του
Όταν ο καρκίνος της έδωσε τη χαριστική βολή και έπαθε την ανακοπή καρδιάς μέσα στο σπίτι μας, εγώ ήμουν εκεί και της έκανα ΚΑΡΠΑ. Εγώ απέτυχα να τη σώσω. Αλλά πάλι εγώ το πήρα πιο ελαφρά από όλους.
Όταν ήρθε το γραφείο τελετών να τη παραλάβει από το σπίτι μας, τη βάλανε σε εκείνο το πορτοκαλί πλαστικό κάλυμμα και τη κατεβάσανε από τις σκάλες, εγώ ήμουν μαζί τους και τους παρακάλαγα να μη τη χτυπάνε στα σκαλιά. Αλλά πάλι εγώ το πήρα πιο ελαφρά από όλους.
Γυρνούσα στις τράπεζες επί δυο ώρες να προσπαθώ να βρω λεφτά για τη κηδεία και το καφενείο, να προλάβω να πάω στο γραφείο να κανονίσω για τη τελετή, να σκουπίσω τα δάκρυα μου, να συνέλθω και να προλάβω να πάρω τον γιο από το παιδικό σταθμό. Να φορέσω ένα ψεύτικο χαμόγελο, να τον πάω κάπου αλλού να παίξει, λες και δεν είχε πεθάνει η μαμά του πριν λίγη ώρα. Αλλά πάλι εγώ το πήρα πιο ελαφρά από όλους.
Την επόμενη μέρα, να πάω τον γιο μας στο παιδικό σταθμό, να γυρίσω να βάλω τα μαύρα, να την αποχαιρετήσω στη τελετή στο κοιμητήριο. Να περνάει κόσμος να με χαιρετάει. Να βλέπω κοινούς μας φίλους να σπάνε μπροστά μου και να σκέφτομαι «καλά, μπροστά μου πρέπει να κλαίει? Ας πάει αλλού να ξεσπάσει» και να τους κοιτάω παγωμένα. Να βλέπω να βάζουν το φέρετρο στο χώμα. Στο καφενείο όλοι μετά να μου λένε ιστορίες. Και να κοιτάω την ώρα. Να σκέφτομαι ότι πρέπει να προλάβω να πάω σπίτι να αλλάξω, να βάλω κάποιο συνηθισμένο ρούχο, να προλάβω να πάρω τον μικρό από το παιδικό σταθμό μετά το φαγητό, όπως είχε συνηθίσει. Αλλά λογικά, είμαι πιο σκληρός από τους άλλους, οπότε το πήρα πιο ελαφρά.
Μετά από εννιά μέρες είπα στον γιο μας την αλήθεια, ότι δε θα ξαναδεί τη μητέρα του, με ένα παραμυθάκι. Τους πρώτους έξι μήνες έπρεπε να του το εξηγώ από την αρχή κάθε δυο μέρες, γιατί δε μπορούσε να το δεχτεί, δε μπορούσε να δεχτεί το οριστικό της απώλειας. Μετά από εννιά μήνες, έμαθε από ένα συμμαθητή του ότι η μαμά του δε πήγε στον ουρανό αλλά έχει πεθάνει. Μετά από ένα χρόνο τον είχανε πιάσει τύψεις ότι φταίει ο ίδιος που πέθανε η μητέρα του. Πατέρας του είμαι, δική μου δουλειά είναι τον βοηθήσω να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά, όσο και να με πονάνε. Δε θα δώσω σε άλλον αυτό το φορτίο. Αλλά και πάλι, μάλλον είμαι πιο αναίσθητος άρα μπορώ να παρηγορώ όλο το κόσμο όπως πιστεύουν κάποιοι…
Δε πρόκειται να παρηγορήσω κανέναν. Πάνω από όλα έχω να φροντίσω το παιδί μου και μετά τον εαυτό μου. Όπως κατάφερα και στάθηκα στα πόδια μου, ας το κάνουν και οι υπόλοιποι. Όλοι πληγωθήκαμε, όλοι στεναχωρηθήκαμε, δε θα μπω στη διαδικασία να μετρήσω το πόνο του καθενός. Δεν ήμουν απλός θεατής σε όλα αυτά. Ο καθένας κουβαλάει το δικό του φορτίο. Εγώ έχω δυο, το δικό μου και του γιού μου. Όπως πληρώνω κάθε μήνα παιδοψυχολόγο για τον γιο μου, ας πληρώσει ο καθένας ότι θέλει, ψυχολόγο, ψυχίατρο, δε με ενδιαφέρει. Και ας με θεωρούν εγωιστή, σκληρό και αχάριστο”.