Μια γυναίκα εξομολογείται το πρόβλημα που αντιμετωπίζει από τότε που εγκατέλειψε την Αθήνα και έχει μετακομίσει στην επαρχία μαζί με τον σύζυγό της, ο οποίος και έγινε κτηνοτρόφος.
Η εξομολόγηση της γυναίκας για τη συμβίωση με τον σύζυγό της
Η ίδια χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Με τον άντρα μου και το παιδί μου από τον πρώτο μου γάμο ζούσαμε ανέκαθεν στην Αθήνα. Εκεί γνώρισα τον πρώτο μου άντρα, εκεί παντρεύτηκα, εκεί έκανα το παιδί μου, εκεί χώρισα και εκεί ξαναπαντρεύτηκα. Την ιστορία με τον πρώτο μου άντρα δεν θέλω να τη θυμάμαι. Όλη εκείνη η δύσκολη περίοδος που έζησα είναι κάτι που θέλω να ξεχάσω. Ας εστιάσουμε στο πώς είναι τα πράγματα τώρα.
Με το δεύτερο άντρα μου γνωριστήκαμε μέσω κοινής παρέας 5 χρόνια αφότου είχα πάρει διαζύγιο. Ήταν ξάδερφός μιας πολύ καλής μου φίλης αλλά μέχρι τότε δεν είχε τύχει να τον γνωρίσω. Από την πρώτη στιγμή ταιριάξαμε, κάναμε αρκετά καλή παρέα, με τον καιρό τον ερωτεύτηκα, τον γνώρισα στο παιδί μου και το ένα έφερε το άλλο. Εγώ εργαζόμουν ως λογίστρια σε μία εταιρεία, από την οποία δεν ήμουν ιδιαίτερα ευχαριστημένη και εκείνος ήταν στέλεχος σε πολυεθνική.
Για να λέμε και του στραβού το δίκιο όσο καλά λεφτά και να έβγαζε ούτε εκείνος ήταν ευχαριστημένος από τη δουλειά του. Μου το είχε πει από την αρχή ότι δεν αντέχει τους ρυθμούς αυτούς, τις τόσες ώρες εργασίας, την πίεση, την ένταση και το τρέξιμο, το ότι αν είχε ποτέ την ευκαιρία να πάει να μείνει στο χωριό του και να γίνει αγρότης, όπου όπως μου εξήγησε έχει μεγάλη περιουσία θα το έκανε. Τότε δεν έδωσα σημασία, αυτό όμως που είπε το βρήκα στην πορεία μπροστά μου.
Δύο χρόνια μετά το γάμο μας έγινε ένα περιστατικό στη δουλειά του και παραιτήθηκε. Ήταν κάτι που κατά τη γνώμη μου έπρεπε να είχε κάνει εδώ και καιρό αρκεί όμως πρώτα να είχε ψάξει και να είχε βρει κάτι αντίστοιχο να συνεχίσει να εργάζεται χωρίς διακοπή, αλλά εκείνος απ’ ότι φαίνεται είχε άλλα σχέδια στο μυαλό του. Η δουλειά μου εμένα πήγαινε, δεν πήγαινε, εκείνος ήταν ντιπ άνεργος, το παιδί το είχα εγώ, πατέρας δεν υπήρχε στο προσκήνιο, μου ‘φαγε τα αυτιά και εγκαταλείψαμε τελικά την Αθήνα.
Στο χωριό του είχε πολλά χωράφια, πολλά ζώα και μία μικρή κτηνοτροφική μονάδα που ο πατέρας του τον παρακάλαγε χρόνια να έρθει να την αναλάβει γιατί εκείνος είχε πια μεγαλώσει και δεν είχε και πολλές δυνάμεις. Ορθώς λοιπόν σκέφτηκε ο άντρας μου και μου είπε «δεν έχουμε που δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα εδώ πέρα, από το να τρώμε τα έτοιμα και να ταλαιπωρούμαστε και να είμαστε μία ζωή στην τσίτα, πάμε εκεί να ηρεμήσει το κεφάλι μας, να βγάλουμε και λεφτάκια, να πίνει και το παιδί φρέσκο γαλατάκι και να μεγαλώσει στο φρέσκο αέρα».
Δεν είχε άδικο. Το σκεπτικό του ήταν πάρα πολύ σωστό και στην αρχή μπορεί να ήμουν κάπως φειδωλή όταν όμως ξεκινήσαμε και μείναμε τις πρώτες μέρες εκεί άρχισα να βλέπω τα πράγματα υπό διαφορετική οπτική. Άλλος κόσμος, άλλος αέρας, άλλοι ρυθμοί. Ούτε φωνές, ούτε φασαρία, ούτε μποτιλιάρισμα και φυσικά λιγότερα έξοδα γιατί η ζωή να λέμε και την αλήθεια μας είναι πολύ πιο απλή και οικονομική απ’ ότι σε μία μεγαλούπολη.
Δεν είναι ότι μαθαίνεις να αρκείσαι στα λιγότερα. Εκεί έχεις μποστάνια, τα δικά σου φρούτα, λαχανικά και ζαρζαβατικά, έχεις τζάκι, έχεις ξυλόσομπα και τα ξύλα πας και τα κόβεις μόνος σου από τα χωράφια σου ή σου φέρνει ο γείτονας και του δίνεις εσύ κάτι άλλο που έχεις σε απόθεμα… Είναι όμορφη η ζωή στην επαρχία, έχει τη δική της μαγεία αλλά στην περίπτωση μου τα πράγματα έχουν εξελιχθεί λίγο διαφορετικά απ’ ότι θα ήθελα.
Όσο και να αγαπάω τον άντρα μου, ντροπή μου που το λέω, από τότε που ξεκίνησε τη νέα του δουλειά στο κτηνοτροφείο της οικογένειας άλλαξε η μυρωδιά του. Θα μου πείτε τι περίμενα και εγώ; Να μυρίζει λεβάντα και γιασεμί; Όχι, αλλά όχι και αυτή τη μπόχα που μου φέρνει στο σπίτι και μου ‘ρχεται λιποθυμία. Κάθε φορά που μπαίνει στο σπίτι μυρίζει ένα μιξ κατσικίλας, τραγίλας και κοπριάς. Πολλές φορές είναι τόσο έντονη η μυρωδιά που κλείνομαι στο μπάνιο μέχρι να αλλάξει και να πετάξει σε ένα καλάθι που έχουμε έξω από το σπίτι εννοείται τα ρούχα του για να μπορέσω να κυκλοφορήσω ανασαίνοντας σαν άνθρωπος. Την ίδια ακριβώς μπόχα έχουν και οι γονείς του και όλοι του οι συγγενείς που έρχονται σπίτι.
Το θέμα είναι ότι δεν μυρίζουν μόνο τα ρούχα του αλλά έχει αρχίσει και ποτίζει και το πετσί του. Ενώ κάνει μπάνιο, προσέχει τον εαυτό του και τα σχετικά, η ενασχόληση όλη μέρα με τα ζώα και τα κτηνοτροφικά τον έχουν κάνει να μυρίζει σαν κι αυτά σε σημείο που όταν πέφτουμε για ύπνο το βράδυ και ας έχει κάνει μπάνιο, εμένα να μου μυρίζει.
Δεν ξέρω αν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Όσο και να μου αρέσει η ζωή στην επαρχία και να βλέπω ότι και το παιδί μου είναι καλά, εγώ θέλω να είμαι με έναν άνθρωπο που με τραβάει πάνω του, που τον ποθώ, που θέλω να με φιλάει και να τον φιλάω και να χρειάζεται να βάζω μανταλάκι στη μύτη.
Παρακαλώ να αρρωστήσει το παιδί μου για να πάω να κοιμηθώ μαζί του στο δωμάτιό του για δικαιολογία. Δεν είμαι καμία πεταλουδίτσα που με ενοχλεί η κάθε μυρωδιά και θέλω το σπίτι μου να έχει εσάνς άγριων εσπεριδοειδών, κανέλας και cotton musk, αλλά αυτή η ξινισμένη τυρίλα, η προβατίλα σε συνδυασμό με τη φτυαρισμένη κοπριά που είναι χωμένος μέχρι τα μπούτια μου φέρνει τον εμετό μέχρι τη μύτη.
Σας παρακαλώ βοηθήστε με γιατί τα πράγματα είναι σοβαρά. Δεν θέλω να διαλύσω το σπίτι μου γι’ αυτό το λόγο αλλά για μένα είναι πολύ σημαντική αιτία διαζυγίου. Κατά τα άλλα είναι ο καλύτερος σύζυγος που θα μπορούσα να έχω και ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσα να βρω για το παιδί μου αλλά υπάρχουν και κάποια ζητήματα πρακτικής σημασίας που δεν μπορώ να προσπεράσω.
Καταλαβαίνετε πώς είναι να μη μπορείς να πλησιάσεις τον άνθρωπο σου;».
Πηγή : singleparent.gr