Η Ρίτα Σακελλαρίου γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, στις 22 Νοεμβρίου του 1934.Έχασε τον πατέρα της στον εμφύλιο και παντρεύτηκε από ανάγκη, σε ηλικία 14 ετών.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Από αυτό το γάμο απέκτησε δύο παιδιά και όταν χώρισε έπιασε δουλειά ως εργάτρια στα Λιπάσματα, στου Παπαστράτου, ακόμα και στη χωματερή.Τα σουξέ της άφησαν εποχή ενώ συνεχίζουν να ξεσηκώνουν όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και λάτρεις του ελληνικού τραγουδιού σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Επαγγελματική πορεία
Ως τραγουδίστρια πρωτοεμφανίστηκε στο Μύλο, στο Πέραμα. Εκεί την ανακάλυψε ο Στέλιος Χρυσίνης που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια. Έπειτα βρέθηκε στο Φαληρικό, στις Τζιτζιφιές, να κάνει σεγκόντα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τους οποίους συνεργάστηκε οχτώ χρόνια και λίγο αργότερα έγινε «πρώτο όνομα» στην Τριάνα του Χειλά με το τραγούδι Ιστορία μου, αμαρτία μου.
Στο μεταξύ, είχε γνωρίσει το δεύτερο σύζυγό της, τον παλαιστή Σιδηρόπουλο, με τον οποίο άνοιξαν το κέντρο Κουίν Αν στην εθνική οδό. Από τα τραπέζια του πέρασαν ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρος Άγκνιου, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Άντονι Κουίν και η Μελίνα Μερκούρη, για να απολαύσουν τα σουξέ της Ρίτας: Παράνομή μου αγάπη, Κάθε ηλιοβασίλεμα, Αν κάνω άτακτη ζωή. Πιστός θαυμαστής της ήταν βέβαια και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ήθελε πάντα να του τραγουδά και να χορεύει το Αυτός ο άνθρωπος, αυτός. Η χρυσή εποχή του Κουίν Αν κράτησε πέντε χρόνια, όσο και ο δεύτερος γάμος της, από τον οποίο απέκτησε ακόμα τρία παιδιά.
Όταν πήγε στη Νεράιδα, μαζί με την Άννα Βίσση, ο κόσμος την αναγνώρισε μόνο από τη φωνή. Είχε αδυνατίσει πολύ κι είχε βαφτεί ξανθιά. Τότε, το 1986, ο Νίκος Καρβέλας της πρότεινε να κάνουν δίσκο. Η Γάτα («Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα») ήταν το σουξέ που δεν περίμενε από το δίσκο Αρέσω. Ακολούθησαν Οι σαραντάρες=δύο εικοσάρες, Αυτός ο έρωτας, αυτό το αγόρι, αλλά και το Εγώ δεν πάω Μέγαρο.
Από την καντάδα, στην ταβέρνα με δανεικό φόρεμα
Η Ρίτα Σακελλαρίου ξεκίνησε σχεδόν τυχαία την καριέρα της. Όπως θυμάται ο γιος της, κ. Τάκης Θέμελης, τραγουδούσε στο σπίτι της όταν την άκουσαν δύο άντρες που έκαναν καντάδα στις γειτονιές. Ήταν στα 1959, όταν της πρότειναν, μαγεμένοι από τη φωνή της, να τραγουδήσει σε μια ταβέρνα στο Πέραμα. Η Ρίτα δέχτηκε και με δανεικό φόρεμα πήγε, κρυφά από τη μάνα της. Δούλεψε με ελάχιστα λεφτά θεμελιώνοντας τη μετέπειτα καριέρα της, που ξεκίνησε όταν την ανακάλυψε ο στιχουργός Στέλιος Χρυσίνης, δίνοντάς της το τραγούδι “Μείνε, μείνε”. Ήταν η αρχή μιας λαμπρής καριέρας, που απογειώθηκε με το θρυλικό πια τραγούδι “Ιστορία μου αμαρτία μου”… Εκείνο που έκανε το γύρο του κόσμου, καθώς “πρωταγωνίστησε” σε μια σκηνή της κλασικής πια ταινίας τρόμου του Γουίλιαμ Φρίντκιν “Ο Εξορκιστής” το 1973. Εν κατακλείδι ρωτήσαμε τον κ. Τάκη τι έκανε η μητέρα της όταν έμαθε ότι η Ρίτα τραγουδούσε κρυφά σε μαγαζί. Η απάντησή του ήταν αποστομωτική: «Λιποθύμησε…».
Έκανε τον Ανδρέα Παπανδρέου να χορέψει
Η χρυσή φωνή του ελληνικού πενταγράμμου ήταν εκείνη που έκανε τον Ανδρέα Παπανδρέου να σηκωθεί και χορέψει μπροστά στο φακό, σε μια πόζα που άφησε εποχή, αυτή που λάτρεψε ο Άντονι Κουίν, ο Ωνάσης και τόσες ακόμα διασημότητες.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου χορεύει υπό τους ήχους τραγουδιού της Ρίτας Σακελλαρίου
Η Ρίτα αγαπούσε τον Ανδρέα, αν και αμέτοχη στα πολιτικά, θαυμάζοντάς τον σαν άντρα, καθώς ήταν δυναμικός όπως και η ίδια, ντόμπρος που δε «μασούσε» τα λόγια του. Κάθε χρόνο στη γιορτή του, του Αγίου Ανδρέα, πήγαινε στην Εκάλη και τραγουδούσε, με τα γλέντια εκείνης της εποχής να έχουν μείνει θρυλικά. Η Ρίτα τον είχε επισκεφτεί στο Ωνάσειο, όπου νοσηλευόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ όταν πέθανε ο πόνος της ήταν μεγάλος.
Το αγαπημένο τραγούδι του Ανδρέα Παπανδρέου:
https://youtu.be/gXLIM4COrOk
“Η Ρίτα ήταν μια αυθεντική Ελληνίδα μάνα…”
Μια γυναίκα που αγαπήθηκε και αγάπησε με πάθος. Μια φωνή που λάτρεψαν και λατρεύουν οι Έλληνες. «Ακούω τα τραγούδια της στο ραδιόφωνο και δακρύζω. Με συγκινεί αυτή η αγάπη του κόσμου. Είναι σαν να ζει, σαν να μην έχει φύγει ποτέ». Μάλιστα, όπως μας εξομολογήθηκε, πρόσφατα έτυχε να ακούσει ένα τραγούδι της, από τα πρώτα που είχε ηχογραφήσει η μητέρα του, το οποίο ο ίδιος δε γνώριζε. Η χρυσή φωνή των επιτυχιών, όπως το θρυλικό “Ιστορία μου, αμαρτία μου”, που δεν της άρεσε να την αποκαλούν «κυρία» αλλά απλά Ρίτα, «ήταν πιο απλή από τους απλούς».
Η επιτυχία δεν της “φούσκωσε” ποτέ τα μυαλά. Η φήμη που απέκτησε δεν άλλαξε το χαρακτήρα της. «Ήταν πιο κλασική από τις κλασικές Ελληνίδες μάνες. Προστατευτική και νοικοκυρά, που, παρά το ξενύχτι, πήγαινε στη λαϊκή και είχε έτοιμο το τσικάλι στις 10 το πρωί, για να πέσει μετά για ύπνο και να ξεκουραστεί. Και μάλιστα πολύ καλή μαγείρισσα».
Η ανεκπλήρωτη επιθυμία
Λάτρευε την Κρήτη και το Χαμέζι. Πήγαινε μάλιστα συχνά στη Σητεία, όπου τραγουδούσε στις τοπικές γιορτές αφιλοκερδώς. Λίγο πριν πεθάνει, λες και είχε προαισθανθεί το θάνατό της, είχε ζητήσει από το γιο της, τον Τάκη, να πάνε στο Χαμέζι, ενώ όνειρό της ήταν να αγοράσει το σπίτι όπου γεννήθηκε. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά που εξέφραζε αυτή της την επιθυμία, γεγονός που είχε προκαλέσει εντύπωση στον κ. Θέμελη. Όμως την πρόλαβε ο θάνατος και η επιθυμία έμεινε ανεκπλήρωτη…
Οι μνήμες φορτισμένες συγκινησιακά. Αν και η Ρίτα ήξερε ότι είναι σε κρίσιμη κατάσταση, δεν το έβαζε κάτω. Το πάθος της για το τραγούδι ήταν μεγάλο, τόσο που ο κ. Τάκης για να την ανεβάσει ψυχολογικά, κανόνισε μια σειρά από δέκα συναυλίες στην Αυστραλία. Όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια… Είχε ήδη κάνει μετάσταση στις φωνητικές χορδές. «Με πήρε τηλέφωνο. Δεν τη γνώρισα. Ακουγόταν σαν κρυωμένη. Της είπα “σταμάτα και έλα πίσω”». Η Ρίτα Σακελλαρίου είχε δώσει μόλις τρεις από τις προγραμματισμένες συναυλίες και επέστρεψε εσπευσμένα στην Αθήνα. Λίγες μέρες μετά, στις 6 Αυγούστου 1999, άφηνε την τελευταία της πνοή. Πριν πεθάνει πήρε τηλέφωνο τον πρώτο της άντρα, ο οποίος επίσης έπασχε από καρκίνο, λέγοντάς του «ή θα με πάρεις μαζί σου, ή θα σε πάρω μαζί μου» – κάτι που αποδείχτηκε προφητικό. Η Ρίτα Σακελαρίου έσβησε με 18 μέρες διαφορά από τον άνθρωπο που αγάπησε βαθιά.
Δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο της μητέρας του
Ο γιος της δεν ξεπέρασε ποτέ το θάνατο της μητέρας του, με την οποία, όπως σημειώνει, είχε μια ξεχωριστή σχέση. «Ήθελα να τη θάψω εδώ», μας λέει, τονίζοντας την αγάπη της Ρίτας για την Κρήτη, επιθυμία που δεν υλοποιήθηκε, αν και στην άκρη του μυαλού του έχει ακόμα το όνειρο κάποια στιγμή τα οστά της να γυρίσουν εδώ.
https://youtu.be/70n8w36NBbY
Η Ρίτα είχε ένα μεγάλο πάθος, τη δουλειά και το σπίτι της. «Δούλευε χειμώνα-καλοκαίρι, δε σταματούσε ποτέ», σημείωσε ο γιος της, μη παραλείποντας να τονίσει το πόσο πολύ φρόντιζε την οικογένειά της. «Αγαπούσε όλο τον κόσμο και όλοι την αγαπούσαν. Είχε καλές σχέσεις με όλους τους καλλιτέχνες. Ακόμα και οι εχθροί της την αγαπούσαν», μας λέει ο κ. Θέμελης, ο οποίος διοργανώνει ένα αφιέρωμα στη μητέρα του, στο Ηράκλειο, στο “Μπαϊράκι” στις 14 Αυγούστου.
Πώς γράφτηκε το «Ιστορία μου αμαρτία μου»
Πώς όμως γράφτηκε το «Ιστορία μου αμαρτία μου», που κυκλοφόρησε το 1971 και απογείωσε κυριολεκτικά τις ήδη υψηλές «μετοχές» της Ρίτας Σακελλαρίου; Την ιστορία αφηγήθηκε η ίδια η τραγουδίστρια στην τηλεοπτική «Μηχανή του χρόνου».
Όπως διηγήθηκε: «Πάμε με τον Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη και την πρώτη βραδιά που τραγουδάμε στο Καλαμίτσα – Καλαμάκι, γνωρίζω τον δεύτερο μου άντρα. Πως τα φέρνει καμιά φορά η τύχη… Μπήκε στο μαγαζί ένας κούκλος και γυρίζει ο Τσιτσάνης -με πείραζε συχνά- και μου λέει, “κοίτα”. Ήταν 22 χρονών, μόλις είχε απολυθεί».
»Γυρίζω και τα μάτια μας συναντήθηκαν αστραπιαία… Είπε ότι “θέλω την κοπέλα εκείνη να ‘ρθει στο τραπέζι μου”. Τότε έπρεπε να κατεβαίνουμε στα τραπέζια. Κάναμε κονσομασιόν, τι να κάνουμε… Δε βγήκα αμέσως πρώτο όνομα στην Τριάνα του Χειλά… Αλλά, εντάξει. Σε κάτι τέτοια ήμουνα διάολος. Τους έφερνα βόλτα όλους και κανένας δε τολμούσε ούτε το χέρι να μου πιάσει…»
»Πήγα στο τραπέζι εκείνο το βράδυ και μετά από ένα χρόνο παντρευτήκαμε. Ο δεύτερος άντρας μου ήταν παλαιστής. Σιδηρόπουλος, το όνομα… Ερχόμαστε στην Αθήνα, δουλεύω από εδώ, δουλεύω από εκεί… Πάω στην Πάρνηθα με τον συγχωρεμένο τον Λαύκα… Έπαιρνα 500 δραχμές μεροκάματο και το όνομά μου δεν υπήρχε έξω από το μαγαζί. Έλεγα στο αφεντικό: “Σε παρακαλώ, βάλε μου μια ταμπέλα…” Μου ‘λεγε: “Δεν πειράζει… θα την πάρει ο αέρας”.
»Στο μεταξύ η εταιρεία που είχα κάνει τα πρώτα μου τραγούδια, δεν ξέρω πως, με αντάλλαξε με έναν τραγουδιστή της εταιρείας που είμαι από τότε μέχρι τώρα. Όπως τ’ ακούς. Σαν να με πουλήσανε. Εγώ το ‘μαθα μετά. Ούτε που το κατάλαβα. Μετά στην παλιά εταιρεία χτυπούσαν το κεφάλι τους. Γιατί άρχισα κι ανέβαινα. Ερχόταν για μένα κόσμος στο μαγαζί. Λέω στο αφεντικό: Κάνε μου αύξηση ένα κατοστάρικο. Μου λέει: “Δεν μπορώ”.
»Το «Ιστορία μου Αμαρτία μου», εγώ το φώναζα την ώρα που τραγουδούσα. Το ακούει ο Ψυχογιός και λέει στο Μανισαλή, που έπαιζε μπουζούκι στο πρόγραμμα και ήδη μου είχε γράψει αρκετά τραγούδια: “Δεν το κάνουμε τραγούδι;” Το τραγούδι αυτό έκανε σουξέ πριν το κάνω δίσκο. Ερχόταν κόσμος στο μαγαζί και μου ‘λεγε: Γεια σου Ρίτα, Ιστορία μου Αμαρτία μου… Αλλά το πεντακοσάρικο, πεντακοσάρικο…»
»Μου λέει ο άντρας μου: Θα πάω να πάρω ένα μαγαζί. Με τι λεφτά; Εδώ δεν έχουμε μία. Μεροδούλι, μεροφάι… Να φάμε και να ντυθούμε. Τελικά πήγα και δανείστηκα από την αδελφή μου κι από έναν αναβάτη που δούλευε στον Ιππόδρομο. Κι ανοίγει ο άνδρας μου το «Κουίν Αν» στην Εθνική Οδό. 1970. Ουρές! Έλεγα: Παναγιά μου, ένα βράδυ να μην έχει δουλειά να ξεκουραστούμε. Τέτοιο πράγμα. Μέχρι ο Άγκνιου ήρθε πάνω εκεί, ο τότε αντιπρόεδρος της Αμερικής….»
Ποιος ήταν ο «παίδαρος» της Ρίτας Σακελλαρίου
Το 1993 δηλώνει το ανεπανάληπτο «Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο» που της δίνουν ο συνθέτης Νίκος Τερζής και ο στιχουργός Γιώργος Παυριανός. Είναι Ιανουάριος του 1992, έχει βγει ο δίσκος του Σάκη Ρουβά με το «Πάρ’ τα!» και το «Χίλια εννιακόσια ενενήντα δύο…» και η Ρίτα, που έχει δει τις φωτογραφίες του Σάκη και έχει εντυπωσιαστεί.
Έχοντας ζηλέψει την επιτυχία του νεαρού Σάκη και ξέροντας ότι τους στίχους των τραγουδιών του είχε γράψει ο Γιώργος Παυριανός, κάλεσε ένα βράδυ σπίτι της τον στιχουργό και τον παραγωγό της, τον Νίκο Καραγιάννη, για να μιλήσουν επί του θέματος. Από τον Καραγιάννη έμαθε και για το αφιέρωμα στον Πολυκανδριώτη στο Μέγαρο Μουσικής, που έκανε τα πρώτα του ανοίγματα στη λαϊκή μουσική.
«Εμένα δεν μπορεί να με καλέσει το Μέγαρο για μια συναυλία;» λέει η Ρίτα με παράπονο, για να συμπληρώσει μετά: «Δεν έχω εγώ ανάγκη αγοράκι μου» (στον Παυριανό). «Γι’ αυτούς το λέω. Άμα έκανα εγώ συναυλία θα το γέμιζα. Θα τους έφερνα κόσμο. Αλλιώς χέστηκα εγώ για το Μέγαρο». Και η συζήτηση συνεχίστηκε περί ανέμων και υδάτων πριν έρθει και στο θέμα Ρουβά, που η ντίβα χαρακτήρισε «κούκλο», «παίδαρο» κλπ. Δεν άργησε να εκφράσει ανοιχτά και την επιθυμία της. «Ωραία τραγούδια του έγραψες» είπε στον Παυριανό. «Να μου γράψεις ένα να το πούμε μαζί. Εγώ κι αυτός ο παίδαρος θα κάνουμε μεγάλο σουξέ».
Τον Φεβρουάριο του ’93 ο Γιώργος Παυριανός μετακομίζει κοντά στο Χίλτον και τη Μεγάλη Παρασκευή, πηγαίνοντας στον Επιτάφιο, περνάει μπροστά από το Μέγαρο Μουσικής.
«Κόσμος πολύς, άντρες με μαύρα κοστούμια και γυναίκες με γκρι ταγέρ μπαίνουν μέσα για να παρακολουθήσουν τα “Κατά Ματθαίον Πάθη” του Μπαχ. Το Μέγαρο μου φάνηκε ξαφνικά σαν μεγάλο κενοτάφιο. Γυρίζοντας το βράδυ, έκατσα κι έγραψα ένα “δύστυχο- δίστιχο”- στίχους που τις περισσότερες φορές μένουν στο συρτάρι για πάντα: “Δεν πάω κενοτάφιο, θα πάω στον Επιτάφιο”. Το καλοκαίρι του ’93 στο φιλόξενο σπίτι του Σωκράτη Καλκάνη στη Βουλιαγμένη, ψάχνοντας μια μέρα για ιδέες να γράψω κάτι για τη Ρίτα πέφτω πάνω στο “δύστυχο-δίστιχο” και με μια νευρο-χημικό-ψυχολογικό-στιχουργική διαδικασία, γράφω το “Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο” θυμάται ο Γιώργος Παυριανός. Ένα χρόνο μετά γίνεται το απόλυτο σουξέ και το σλόγκαν που ξέρουν όλοι.
Η Ρίτα λάμπει μέσα στα λαμέ μοντελάκια της, η Δήμητρα Λιάνη γίνεται Δήμητρα Λιάνη – Παπανδρέου και το ρεπερτόριο των προεδρικών σουαρέ έχει αποκτήσει ένα ακόμη τραγούδι που αρέσει ιδιαίτερα στην οικοδέσποινα του Καστριού.
Άλλοι πάλι λένε πως ο «παίδαρος» του συγκεκριμένου τραγουδιού δεν ήταν ο Ρουβάς αλλά ο ηθοποιός Κώστας Ευριπιώτης, ένας ακόμη έρωτας της Ρίτας Σακελαρίου. Ή μπορεί να έγινε εκ των υστέρων, αφού, όταν ο ίδιος δούλεψε δίπλα της ως τραγουδιστής στη Θεσσαλονίκη, εκείνη δεν παρέλειπε κάθε βράδυ να του αφιερώνει το τελευταίο σουξέ της μπροστά σε 1.500 άτομα!
Όσο για το πώς αισθανόταν όταν η Ρίτα του αφιέρωνε το σουξέ, ο ηθοποιός έχει πει:
«Ξεχωριστή χαρά. Και η πιο ξεχωριστή ήταν η δήλωση της “μεγάλης κυρίας” του λαϊκού τραγουδιού όταν τη ρώτησαν σε μια συνέντευξη: “Μα είναι δυνατόν ο Ευριπιώτης να είναι παίδαρος; Γιατί γι’ αυτόν δεν μιλάμε; Γιατί παίδαροι είναι οι “τετράγωνοι έτσι δεν είναι;”. Και τους απάντησε: “Ο Ευριπιώτης είναι παίδαρος στην ψυχή!”. Έτσι αισθάνομαι, λοιπόν, μέσα μου. Θέλω πάντα να είμαι δυνατός, να κάνω το καλύτερο για όλους», απάντησε ο Κώστας Ευρυπιώτης.
Μετά το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο» η αγαπημένη λαϊκή τραγουδίστρια πρόλαβε να ολοκληρώσει δύο άλμπουμ, το να «Και ξανά ερωτευμένη» και το «Να κρατάμε επαφή».
Τον Αύγουστο του 1998 ένας πόνος στην πλάτη την στέλνει για εξετάσεις και εκεί διαπιστώνεται ο κακοηθής όγκος. Ξεκινά αμέσως χημειοθεραπείες, χάνει τα μαλλιά της κι όμως εκείνη δεν το βάζει κάτω. Φοράει περούκα και αναχωρεί για περιοδεία στην Αυστραλία.
Με τον γυρισμό της από την Αυστραλία μπαίνει στο νοσοκομείο.
Τα τελευταία χρόνια
Τους δύσκολους μήνες που η Ρίτα Σακελλαρίου πάλευε με την αρρώστια και για τις τελευταίες μέρες της ζωής της, περιγράφει ο «φύλακας άγγελος» της, ο Λάκης Κορρές.
«Τον Αύγουστο του 1998 κάναμε ολιγοήμερες διακοπές στην Επίδαυρο κι έτσι όπως σκύβει η Ρίτα στο μπάνιο, από τους φρικτούς πόνους μένει εκεί που είναι. Πάμε άρον άρον στο Υγεία και όταν το βρήκανε δεν έπαιρνε τίποτα. Είχε όγκο στον πνεύμονα. Έναν χρόνο ζωής τής είχαν δώσει οι γιατροί, έναν χρόνο έζησε. Είχε προλάβει να κάνει και μετάσταση στα κόκαλα. Ούτε χειρουργείο δεν έπαιρνε. Ε, από κει και πέρα γέμισε ολόκληρη. Επιθετικός μεταστατικός. Πέρασε μεγάλες ταλαιπωρίες με χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες…».
Και συνεχίζει: «Όταν έπεσαν τα μαλλιά της, εκεί πέθανε η Ρίτα Σακελλαρίου!
Όταν ήμασταν στο νοσοκομείο, μου έλεγε να την χτενίσω. Την χτένιζα και πήγαινα πίσω από την πλάτη της και έπαιρνα τα μαλλιά που έπεφταν και τα έβαζα στην τσέπη μου. Τότε μου είπε: «Έλα, έλα τα βλέπω. Ξέρω τι κάνεις. Θα πέσουν όλα τώρα». Πήγα και της έφτιαξα μια ωραία περούκα από φυσική τρίχα. Δεκαεπτά χρόνια έχουν περάσει κι από προχτές γυρίζω ξανά στο τελευταίο τριήμερο προτού πεθάνει στο νοσοκομείο, όταν είχε πια καταλάβει. Είχε καταλάβει γιατί πλέον της είχαν κάνει παροχέτευση. Δεν έτρωγε. Η γιατρός της μου είπε να ξεκουραστώ, γιατί με περίμενε δύσκολο Σαββατοκύριακο. Ε, την Παρασκευή, στις 6 το απόγευμα, έφυγε…».
Η Ρίτα Σακελλαρίου πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1999, χτυπημένη από την επάρατο νόσο.