Ο Σωτήρης Τσαφούλιας βρέθηκε στην εκπομπή «Καλύτερα αργά» και μίλησε στην Αθηναϊδα Νέγκα για τη σχέση που χτίζουν πια οι γονείς με τα παιδιά στην ελληνική κοινωνία, εξηγώντας γιατί ο ίδιος θεωρεί συναισθηματικό εκβιασμό για το παιδί την ενδεχόμενη τιμωρία στον γονέα.
Όπως υπογράμμισε ο σκηνοθέτης «θεωρώ πως η τιμωρία ενός γονέα είναι ένα συναισθηματικός εκβιασμός προς το παιδί. Ότι δηλαδή αφού δεν υπολογίζεις εμένα, θα υπολογίσεις τον μπαμπά σου που τώρα θα πληρώσει τα σπασμένα και δεν θα σου πάρει εσένα κάτι ή θα πιεστεί ο μπαμπάς σου. Είναι ένας συναισθηματικός εκβιασμός. Τι θα κάνει το παιδί; Μπορεί να λειτουργήσει αυτό το μέτρο και να μην ξανασπάσει τίποτα στο σχολείο. Όλη αυτή τη συσσωρευμένη πίεση και ένταση που του δημιουργούν όμως οι συνθήκες, θα την εκτονώσει κάπου αλλού».
Ερωτηθείς «είμαστε καλοί γονείς οι Έλληνες, όσο πιστεύουμε; Γιατί λέμε συνήθως ότι σαν την Ελληνίδα μάνα δεν υπάρχει καλύτερη», ο Σωτήρης Τσαφούλιας απάντησε «όχι, δεν είμαστε καλοί γονείς. Δεν είμαστε καλοί γονείς γιατί αρχικά και να θέλαμε, δεν μας αφήνουν. Όταν έχει γίνει πια απαραίτητο να δουλεύουν και οι δυο γονείς από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάποιοι μπορεί αυτό να το χρησιμοποιούν ως άλλοθι, αλλά δεν έχεις πια και τις αντοχές να ασχοληθείς τόσο ποιοτικά όσο θα ήθελες. Δεν είναι πυρηνική φυσική, γιατί συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν. Με τους ανθρώπους, με τις σχέσεις, με τα παιδιά. Δεν είναι».
Ο Σωτήρης Τσαφούλιας βρέθηκε στην εκπομπή «Dot» και μίλησε για τις δουλειές του, τα παιδιά του σήμερα, τα κοινωνικά φαινόμενα, τις κόρες του και την αγαπημένη του ταινία.
Όπως υπογράμμισε ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος «δεν μπορείς στα παιδιά σου και στις κόρες σου να φτιάξεις ένα μπλουζάκι που να λέει “ο μπαμπάς μου έχει ένα όπλο, ένα φτυάρι και πάντα ένα άλλοθι”. Είναι πάρα πολύ δύσκολο πώς να κάνεις το παιδί σου να ζήσει μια ασφαλή ζωή χωρίς να το τρομοκρατήσεις, χωρίς να το κάνεις να φοβάται. Προσπαθείς να το κάνεις να σκέφτεται, αυτό είναι το πιο δύσκολο. Πράγμα που το σχολείο σε μεγάλο βαθμό – ο τρόπος που είναι δομημένη η εκπαίδευσή μας – δεν το κάνει. Τα παιδιά μας δεν κάνουν σεξουαλική αγωγή, δεν κάνουν οδική συμπεριφορά, κάνουν τους βίους της Αγίας Αικατερίνης και γράφουν μια εργασία 15 σελίδες. Όταν έρθει μπροστά της ο βιαστής, ο ομοφοβικός, ο καταπιεστής, ο δυνάστης, δεν θα ξεφύγει από αυτό, με όλο το σεβασμό και την αγάπη προς τη θρησκεία μας, ξέροντας για την Αγία Αικατερίνη. Θέλω να πω λοιπόν ότι υπάρχει ένα κενό! Το πλαίσιο αλλάζει, τα πράγματα αλλάζουν και η εκπαίδευση δεν ακολουθεί».
Όσον αφορά τις κόρες του, ο Σωτήρης Τσαφούλιας επεσήμανε «εγώ τους έκανα κουβέντα ότι μπορεί, αύριο, μεθαύριο, να πέσεις στην παγίδα -όλοι έχουμε πέσει- και ενώ βρίσκεσαι σε μια πολύ προσωπική στιγμή με το αγόρι σου, αυτός να έχει βάλει ένα κινητό κάτω από ένα μαξιλάρι ή σε μια τσάντα που έχει μια τρύπα και να το μαγνητοσκοπήσει και να το βγάλει. Κοίταξε μην πας και μου πηδήξεις από κανένα μπαλκόνι, δεν έγινε και τίποτα. Δεν κάνεις κάτι που δεν κάνουν άλλα επτά δισεκατομμύρια άτομα στον πλανήτη. Απλά εσένα θα το δούμε εκείνη την ώρα, θα είσαι προσεκτική την επόμενη. Κοίτα μη μου κάνεις καμία ανοησία και με στείλεις φυλακή. Στα παιδιά δεν πρέπει να τους λες τι να μην κάνουν».
Σχετικά με το “Έτερος εγώ”, το οποίο επρόκειτο να μπει στο Netflix, σημείωσε «το Netflix δεν είναι κανένα βραβείο ποιότητας, η πλειοψηφία των σειρών στην συγκεκριμένη πλατφόρμα δε βλέπονται. Υπάρχουν σειρές που τις βλέπεις και κοιτάζεσαι στον καθρέπτη και λες είναι δυνατόν να είναι αυτοί μέσα και να μην είμαι εγώ; Βέβαια υπάρχουν και σειρές που είναι τρομερές και λες τι κάνανε οι άνθρωποι. Εγώ ήθελα να μπει η ελληνική γλώσσα στην πλατφόρμα. Υπήρχε μια διαπραγμάτευση με το Netflix για δύο τρεις μήνες, αυτό σημαίνει ότι η πλατφόρμα δεν ήξερε καν που βρισκόμαστε μυθοπλαστικά τώρα μας κοιτάζει. Και αν δεν κοιτάζει εμένα θα κοιτάξει κάποιον άλλο. Έχει πολλά οφέλη αυτή η πλατφόρμα. Στις διαπραγματεύσεις οι υπεύθυνοι του Netflix, σοκαρίστηκαν όταν μάθανε το μπάτζετ της σειράς. Καθώς το πόσο που μας ανέφεραν ότι κοστίζει το επεισόδιο, εμείς τους είπαμε ότι ήταν για όλη τη σειρά και περίσσευαν κιόλας».