Ο Θάνος Κοντογιώργης είναι ο τρίτος κατά σειρά ηθοποιός, μετά τον Δημήτρη Λιγνάδη και τον Πέτρο Φιλιππίδη, για τον οποίο ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη για βιασμό.
Ο ηθοποιός έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό με την ατάκα «πουτ δε κοτ ντάουν σλόουλι»…, υποδυόμενος τον αστυνομικό σε παλαιότερη, ιδιαίτερα επιτυχημένη διαφήμιση συνδρομητικού καναλιού, την οποία είχε σκηνοθετήσει ο πολυβραβευμένος Έλληνας σκηνοθέτης Γιώργος Λάνθιμος.
Η καταγγελία εις βάρος του από γυναίκα ηθοποιό, έγινε γραπτώς στο Πειθαρχικό του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι συμπεριλαμβανόταν στο τελευταίο πακέτο που παρέδωσε στον εισαγγελέα ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Πασχάλης Τσαρούχας, στο τέλος της άνοιξης.
Ο Θάνος Κοντογιώργης αρνείται τις κατηγορίες εις βάρος του για βιασμό
Ο ηθοποιός, ο οποίος κλήθηκε για κατάθεση από τον εισαγγελέα, αρνήθηκε τις κατηγορίες και μίλησε για συναινετική ερωτική συνεύρεση, ένα βράδυ του Δεκεμβρίου του 2020, όταν ο Θάνος Κοντογιώργης γνώρισε την καταγγέλουσα σε ένα μπαρ και στη συνέχεια, οι δυο τους πήγαν μαζί στο σπίτι του.
Ενώ η συνάδελφός του καταγγέλλει πως βιάστηκε από τον ηθοποιό, ο ίδιος υποστηρίζει, όπως αναφέρει το protothema.gr, πως όχι μόνον δεν υπήρξε βιασμός, αλλά ότι μετά την ερωτική τους συνεύρεση η γυναίκα επέστρεψε στο σπίτι του, καθώς είχε ξεχάσει εκεί κάποιο προσωπικό της αντικείμενο και διανυκτέρευσε, μάλιστα, εκεί.
Για το λόγο αυτό, ο δικηγόρος του ηθοποιού, Χάρης Αναγνωστόπουλος, χαρακτηρίζει την καταγγελία «απολύτως ψευδή, αντιφατική και αυτοαναιρούμενη από το ίδιο το περιεχόμενό της. Δεν είναι σύμπτωση το ότι η υπόθεση αυτή στηρίζεται σε μια καταγγελία που χρονικά έπεται της ανάδειξης και της δράσης του κινήματος #ΜeΤoo και τον σπουδαίο και καθοριστικό ρόλο που αυτό έπαιξε στην αποκάλυψη περιπτώσεων κατάχρησης εξουσίας σε εγκλήματα γενετήσιας ελευθέριας και άλλων».
Και συμπλήρωσε «εξ αφορμής μάλιστα τέτοιων κατασκευασμένων, ψευδών και εκ του πονηρού υποβαλλόμενων καταγγελιών, που εν τέλει υπονομεύουν και βλάπτουν το παραπάνω κίνημα και τα πραγματικά θύματα καταδικαστέων συμπεριφορών και εγκλημάτων, θα πρέπει κάποια στιγμή να αναλογιστούμε το μέγεθος της ζημίας που προκαλείται σε αυτόν που καταγγέλλεται άδικα και αναληθώς με τον τρόπο αυτόν. Γιατί οι τρομακτικές συνέπειες για την επαγγελματική, κοινωνική, προσωπική και οικονομική υπόσταση του αναληθώς καταγγελλόμενου δυστυχώς επ’ ουδενί δεν αποκαθίστανται από τη μεταγενέστερη απαλλαγή του, ιδίως όταν επί μακρόν έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης ως θύτης και έχει υποστεί καίρια πλήγματα στην αξιοπρέπεια και στην ηθική του υπόσταση».