Η Τζένη Ρουσσέα, μία ηθοποιός που χάραξε τον δικό της ξεχωριστό δρόμο στην ελληνική σκηνή, γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1932 στη Ζάκυνθο. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ιωάννα Ρουσσέα, και προερχόταν από οικογένεια με πλούσια καλλιτεχνική παράδοση. Ο πατέρας της, Χρήστος Ρουσσέας, ήταν γνωστός ζωγράφος και αγιογράφος, ενώ η μεγαλύτερη αδελφή της, Μαρία, ακολούθησε την καλλιτεχνική κληρονομιά του πατέρα τους στον χώρο της τέχνης.
Αν και δεν βρέθηκε ποτέ στην κορυφή της δημοσιότητας όπως άλλες καταξιωμένες σταρ του ελληνικού κινηματογράφου, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη, η Μαίρη Χρονοπούλου ή η Μάρω Κοντού, η Τζένη Ρουσσέα κατάφερε μέσα από τις αυθεντικές και γεμάτες αλήθεια ερμηνείες της να κατακτήσει μια θέση σεβασμού και εκτίμησης στο κοινό. Η προσφορά της στο θέατρο και στον κινηματογράφο υπήρξε σημαντική και αδιάκοπη, καθώς παρέμεινε δραστήρια στη σκηνή μέχρι το 2020.
Η καλλιτεχνική της πορεία είναι ένα διαχρονικό αποτύπωμα της αγάπης και της αφοσίωσής της στο θέατρο και την υποκριτική τέχνη, προσφέροντας αξέχαστες ερμηνείες που άγγιξαν το κοινό και αναδεικνύοντας τη σπουδαιότητα της εσωτερικής καλλιτεχνικής πορείας πέρα από τη λάμψη και τα φώτα της δημοσιότητας.
Από πολύ νεαρή ηλικία, η Τζένη Ρουσσέα φανέρωσε το πάθος της για την υποκριτική τέχνη, συμμετέχοντας σε σχολικές και ερασιτεχνικές παραστάσεις που της έδωσαν τις πρώτες εμπειρίες στη σκηνή. Το όνειρο αυτό, αν και αντιμετώπισε την έντονη αντίθεση της μητέρας της, βρήκε θερμή υποστήριξη από τον πατέρα της, Χρήστο Ρουσσέα, που ενθάρρυνε την κλίση της και στάθηκε στο πλευρό της.
Η ζωή της οικογένειας Ρουσσέα ωστόσο άλλαξε ριζικά το καλοκαίρι του 1953, όταν οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο προκάλεσαν βαθύ κλονισμό στην υγεία της μητέρας της Τζένης, οδηγώντας τη σε πρόωρο θάνατο. Η καταστροφή αυτή άφησε επίσης την οικογένεια χωρίς σπίτι, καθώς η κατοικία τους ισοπεδώθηκε από τους σεισμούς.
Μετά από τις τραγικές αυτές εξελίξεις, ο Χρήστος Ρουσσέας πήρε τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει τη Ζάκυνθο και να εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με τις κόρες του. Η μετακίνηση αυτή έδωσε στην Τζένη την ευκαιρία να έρθει πιο κοντά στον κόσμο της υποκριτικής που τόσο αγαπούσε, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μετέπειτα καλλιτεχνική της πορεία, που θα έγραφε ιστορία τόσο στο θέατρο όσο και στον ελληνικό κινηματογράφο.
Η Τζένη Ρουσσέα ξεκίνησε την εκπαίδευσή της στο θέατρο ως ακροάτρια στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, παρακολουθώντας αρχικά μαθήματα χωρίς επίσημη εγγραφή. Έναν χρόνο αργότερα, ωστόσο, έγινε επίσημα δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και άρχισε τις σπουδές της, αποδεικνύοντας την αποφασιστικότητά της να κυνηγήσει το όνειρο της υποκριτικής με αφοσίωση.
Ως σπουδάστρια ακόμα της Σχολής, η Τζένη πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στη σκηνή το καλοκαίρι του 1954, συμμετέχοντας στην παράσταση Ιππόλυτος του Δημήτρη Ροντήρη, η οποία θεωρείται ιστορική για το ελληνικό θέατρο καθώς εγκαινίασε το φημισμένο θεσμό των Επιδαύριων. Στην παράσταση αυτή, εμφανίστηκε ως μέλος του χορού, μια εμπειρία που αποτέλεσε σημαντικό θεμέλιο για την καλλιτεχνική της πορεία και της έδωσε το έναυσμα να εξελιχθεί στη σκηνή.
Ξεκίνησε με το «Ημερολόγιο της Άννα Φρανκ» στο θέατρο «Κώστα Μουσούρη» δίπλα στην Αντιγόνη Βαλάκου. Λίγο πριν το θάνατο του Κώστα Μουσούρη το 1975, η Τζένη Ρουσσέα αναλαμβάνει το θέατρο της πλατείας Καρύτση, αφού είχε γίνει πια η μόνιμη πρωταγωνίστρια του θιάσου. Για 8 χρόνια ανεβάζει άρτιες παραστάσεις με πολυπληθείς θιάσους, με απαιτητικά έργα που ξεδιπλώνουν το πολύπτυχο ταλέντο της και την πλούσια εκφραστικότητα της. Αν και η καλλιτεχνική της επιτυχία ήταν αδιαμφισβήτητη, οι οικονομικές συνθήκες οδήγησαν το 1983 να αφήσει το θέατρο Μουσούρη, το θεατρικό της σπίτι. Συνέχισε στο θεατρικό σανίδι σε αμέτρητες παραστάσεις και θιάσους, παίζοντας έργα των: Αντόν Τσέχωφ, Νιλ Σάιμον, Τένεσι Ουίλιαμς, Ευριπίδη, Ζαν Κοκτώ, Λέων Τολστόι, Βίκτωρ Ουγκώ, Γρηγόρη Ξενόπουλου, Ρέππα – Παπαθανασίου και πολλών άλλων σημαντικών θεατρικών συγγραφέων. Τελευταία της παράσταση μέχρι στιγμής, ήταν το 2019-2020 στο θέατρο «Χώρα», στο έργο του Ντέιβιντ Μπέρρυ «Οι φάλαινες του Αυγούστου».
Η Τζένη Ρουσσέα εξέφραζε με πάθος την αγάπη της για τον κινηματογράφο, περιγράφοντας πως μέσω της τέχνης αυτής μπορεί να αποδώσει με ακρίβεια τη συναισθηματική αλήθεια και το βάθος της έκφρασής της. Η σχέση της με τη μεγάλη οθόνη ξεκίνησε πολύ νωρίς, όταν ακόμα ήταν μαθήτρια, κάνοντας το ντεμπούτο της το 1949 στην ταινία «Κόκκινος Βράχος» του Γρηγόρη Γρηγορίου, βασισμένη στο λογοτεχνικό έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1953, εμφανίστηκε ξανά στον κινηματογράφο στην ταινία «Πρέπει να τα παντρέψουμε», μια ακόμα προσαρμογή έργου του Ξενόπουλου, αυτή τη φορά υπό τη σκηνοθεσία του Μαυρίκιου Νόβακ.
Ακολουθώντας το πάθος της για την τέχνη, η Ρουσσέα συμμετείχε σε πληθώρα ταινιών, όπως το «Όλα για το παιδί της» (1958) και το «Στο κατώφλι της αμαρτίας» (1960), που την καθιέρωσαν ως μια ιδιαίτερα ταλαντούχα ηθοποιό. Το 1964, επέστρεψε δυναμικά στη Φίνος Φιλμ και συμμετείχε στην ταινία «Εγωισμός» του Γιάννη Δαλιανίδη, πλάι στη Ζωή Λάσκαρη και τον Σπύρο Φωκά, έργο που την έκανε γνωστή στο ευρύ κοινό χάρη στην τεράστια επιτυχία του. Την ίδια χρονιά, πρωταγωνίστησε δίπλα στην Τζένη Καρέζη και τον Νίκο Κούρκουλο στην ταινία «Ένας μεγάλος έρωτας» του Ντίνου Δημόπουλου.
Από το 1965 και έπειτα, η Ρουσσέα ανέπτυξε ισχυρή συνεργασία με την Φίνος Φιλμ, όπου πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως «Οι εχθροί» (1965) και «Κατηγορώ τους ανθρώπους» (1966) πλάι στον Νίκο Κούρκουλο. Το 1967, με την επιτυχία να την ακολουθεί, προσχώρησε στην εταιρεία «Καραγιάννης-Καρατζόπουλος», πρωταγωνιστώντας σε κωμωδίες και δράματα, όπως «Ο σπαγκοραμμένος» με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και «Ανάμεσα σε δύο γυναίκες» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Κατά τη δεκαετία αυτή, συνέχισε σε σημαντικές παραγωγές, όπως το «Ησαΐα μην χορεύεις» (1969) και «Πληγωμένα Νιάτα» (1969) του Παύλου Τάσιου, όπου συνεργάστηκε με δημιουργούς του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Η καριέρα της ολοκληρώθηκε στις αρχές του ’70 με δύο σημαντικές ταινίες, «Εσχάτη προδοσία» (1971) και «Έρωτας και προδοσία» (1972), με τις οποίες αποχαιρέτησε την ένδοξη εποχή του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου, προσφέροντας στο κοινό μια παρακαταθήκη από αξέχαστες ερμηνείες.
Η επιτυχημένη πορεία της Τζένης Ρουσσέα στο χώρο του κινηματογράφου συνεχίστηκε και μετά τη χρυσή εποχή του Παλιού Ελληνικού Σινεμά, καθώς συμμετείχε το 1986 στην επιβλητική ταινία «Ο Μελισσοκόμος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, πλάι στον θρυλικό Μαρτσέλο Μαστρογιάννι. Ακολούθησε νέα συνεργασία της με τον Αγγελόπουλο το 1995 στο πολυβραβευμένο έργο «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Το 2002 επανήλθε στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Παρά λίγο, παρά πόντο, παρά τρίχα», ενώ το 2003 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Οι θεατρίνες» δίπλα στον Γιώργο Καραμίχο, έργο που είχε μεγάλη απήχηση στους κινηματογραφικούς κύκλους και τα φεστιβάλ. Το 2005, η Ρουσσέα ερμήνευσε έναν ισχυρό ρόλο στο «Η γυναίκα είναι σκληρός άνθρωπος» του Αντώνη Καφετζόπουλου, ενώ το 2008 ξεχώρισε στην ταινία μικρού μήκους «Χήρα Στρατηγού», που της χάρισε βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Μικρού Μήκους της Δράμας. Η τελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση καταγράφηκε το 2009 στην ταινία «Στο βάθος κήπος», ολοκληρώνοντας έτσι μια πορεία γεμάτη από αξιόλογες ερμηνείες.
Η είσοδός της στην τηλεόραση ήταν εξίσου εντυπωσιακή. Το 1974 εμφανίστηκε στον «Άγνωστο Πόλεμο» του Νίκου Φώσκολου, μία από τις πλέον δημοφιλείς σειρές της εποχής, ξεκινώντας δυναμικά την τηλεοπτική της καριέρα. Στη συνέχεια, συμμετείχε σε πολλές επιτυχημένες σειρές της δημόσιας τηλεόρασης, όπως οι «Αθάνατες ιστορίες αγάπης: Ελισάβετ και Ρόμπερτ Μπράουνινγκ» (1977), «Το φως του Αυγερινού» (1980), «Κλειστοί δρόμοι», «Η έκτη εντολή» (1989), «Ο Πατέρας μου ο Έλληνας» και «Πωλείται αγάπη» (1992), κατακτώντας έτσι το κοινό και στη μικρή οθόνη με την αυθεντικότητα και την αμεσότητα των ερμηνειών της.
Η Τζένη Ρουσσέα δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τον κόσμο της ιδιωτικής τηλεόρασης, αφήνοντας το στίγμα της σε δημοφιλείς σειρές, αρχίζοντας από τη θρυλική «Λάμψη» (1991) του Νίκου Φώσκολου, ένα από τα πιο εμβληματικά ελληνικά σίριαλ της εποχής. Το 1994 συμμετείχε στην παραγωγή του ΣΚΑΪ «Κάποιος να την φυλάει», μαζί με τη Μιμή Ντενίση και τον Απόστολο Γκλέτσο, ενώ το 1995 έκανε guest εμφάνιση στην κωμική σειρά «Πάτερ Ημών» του ΑΝΤ1. Το 2003, έδωσε μία εξαιρετική ερμηνεία στη σειρά μυστηρίου του Mega «Με θέα το πέλαγο», βασισμένη σε σενάριο της Έλενας Ακρίτα και του Γιώργου Κυρίτση. Η τελευταία τηλεοπτική της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 2005 στην κωμική σειρά «Οι Αταίριαστοι», προσφέροντας ξανά στους τηλεθεατές την αυθεντικότητα της ερμηνείας της.
Στην προσωπική της ζωή, η Ρουσσέα είχε δύο γάμους. Ο πρώτος της σύζυγος, τον οποίο παντρεύτηκε προτού ακόμη ολοκληρώσει τις σπουδές της στη Δραματική Σχολή, ήταν αξιωματικός του ναυτικού. Ο γάμος τους έληξε έπειτα από μόλις ενάμιση χρόνο. Το 1970 παντρεύτηκε τον φαρμακοβιομήχανο Σωτήρη Σοφιανόπουλο, με τον οποίο απέκτησε την κόρη της, Έλλη. Παρά το ότι ο γάμος τους δεν διήρκεσε πολύ, η κοινή τους ζωή άφησε ένα σημαντικό αποτύπωμα στην προσωπική της πορεία.
Η προσφορά της στον καλλιτεχνικό χώρο τιμήθηκε ποικιλοτρόπως. Το 2002, βραβεύθηκε με το έπαθλο «Κυβέλη» από το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου, σε αναγνώριση της διαχρονικής συμβολής της στο ελληνικό θέατρο. Επίσης, το Νοέμβριο του 2013, η Ένωση Επτανησίων την τίμησε ως διακεκριμένη προσωπικότητα των Επτανήσων, αναγνωρίζοντας τη σημαντική καλλιτεχνική της παρακαταθήκη και τη σύνδεσή της με τον τόπο καταγωγής της.
Σήμερα, σε ηλικία 92 ετών, η Τζένη Ρουσσέα ζει αποτραβηγμένη από τη δημοσιότητα, έχοντας επιλέξει να επιστρέψει στη γενέτειρά της, τη Ζάκυνθο. Μετά από μια λαμπρή καριέρα που εκτυλίχθηκε στη σκηνή, την οθόνη και το θέατρο, παραμένει μακριά από τα φώτα της προβολής και σπάνια δίνει συνεντεύξεις, επιλέγοντας την ηρεμία και τη γαλήνη της ιδιωτικότητας.
Η Ρουσσέα, υπήρξε αφοσιωμένη στην τέχνη της καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της και αναγνωρίζεται για την επιβλητική της παρουσία και το μοναδικό ερμηνευτικό της ύφος. Μέσα από τη θεατρική σκηνή, την τηλεοπτική οθόνη και τον κινηματογράφο, έγραψε το δικό της κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού καλλιτεχνικού χώρου, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο προσωπικό στίγμα. Η πορεία της αποτελεί πηγή έμπνευσης και θαυμασμού για τις επόμενες γενιές ηθοποιών και για όλους όσοι εκτιμούν τη δύναμη της υποκριτικής τέχνης.