Ο καρκίνος θερίζει και πολλοί διάσημοι και άσημοι έχουν χάσει τη ζωή τους εξαιτίας του καθώς δεν κάνει διακρίσεις ούτε προς το φύλο, ούτε την ηλικία αλλά ούτε και την κοινωνική τάξη. Αν θέλαμε να συμπεριλάβουμε όλους τους διάσημους που έφυγαν από κοντά μας από την επάρατη νόσο θα θέλαμε σελίδες επί σελίδων. Ωστόσο, επειδή αυτό είναι αδύνατον κάναμε μια μικρή επιλογή.
Της: Έπη Τρίμη
Ο καρκίνος όπως αναφέρει ο Άγιος Σάββας προκαλείται από διαταραχές των γονιδίων, που φυσιολογικά ελέγχουν την διαίρεση και τον θάνατο των κυττάρων.Ο τρόπος με τον οποίο ένα κύτταρο μετασχηματίζεται σε καρκινικό, δεν έχει απόλυτα διευκρινιστεί.Πολλές φορές το κύτταρο έχει τη γενετική προδιάθεση και αρκεί η έκθεση σε επιβαρυντικούς παράγοντες, όπως είναι διάφορες χημικές ουσίες ή ακτινοβολίες, για τη μετατροπή τους σε καρκινικό. Υπάρχουν, ακόμη, σπάνιες περιπτώσεις, κατά τις οποίες φαίνεται ότι πολλά κύτταρα, κάτω από την ισχυρή πίεση ενός επιβαρυντικού παράγοντα, χάνουν τον έλεγχο της αύξησης τους, με αποτέλεσμα να προκαλούν την ταυτόχρονη γένεση πολλών διαφορετικών όγκων.
Ο Θέμος Αναστασιάδης άφησε την τελευταία του πνοή το 2019 σε ηλικία 61 ετών, μετά από ενάμιση χρόνο μάχης με τον καρκίνο, σε νοσοκομείο της Ζυρίχης, στην Ελβετία. Ήταν παντρεμένος με την επίσης δημοσιογράφο Βασιλική Παναγιωτοπούλου, με την οποία είχαν αποκτήσει τρία παιδιά.
Είχε γεννηθεί στις 6 Ιανουαρίου του 1958 και υπήρξε συνιδρυτής και εκδότης της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα».
Επί σχεδόν δύο χρόνια ο Θέμος Αναστασιάδης έδινε μια άγνωστη στο ευρύ κοινό -και δυστυχώς άνιση-μάχη με τον καρκίνο.
Τον Σεπτέμβριο του 2017 διαγνώστηκε με μια εξαιρετικά σπάνια και επιθετική μορφή καρκίνου. Ο γνωστός δημοσιογράφος και εκδότης αρχικά νοσηλεύτηκε στη Ζυρίχη της Ελβετίας. Στη συνέχεια μετέβη στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα σε μια από τις μεγαλύτερες και πιο εξειδικευμένες κλινικές του κόσμου: Στη διάσημη κλινική Dana Farber της Βοστώνης.
Εκεί, ο Θέμος Αναστασιάδης υποβλήθηκε σε εντατική και επιθετική θεραπεία. Παρ’ όλα αυτά, στάθηκε όρθιος και ο οργανισμός του κατάφερε και την άντεξε. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα ο καρκίνος επανεμφανίστηκε. Ο Θέμος Αναστασιάδης, απτόητος, συνέχισε τις θεραπείες στη Ζυρίχη, όπου έμενε μόνιμα πλέον, αλλά η μάχη έγερνε εις βάρος του. Το τελευταίο πεντάμηνο η υγεία του επιδεινώνονταν διαρκώς και το τελευταίο δίμηνο χειροτέρεψε δραματικά.
Η Μαρίκα Ζούλα (ή Ρίκα Βαγιάνη, όπως την ήξεραν όλοι), ήταν κόρη του δημοσιογράφου Οδυσσέα Ζούλα και της Βαρβάρας Δράκου.
Γεννήθηκε στο Παγκράτι το 1962 και αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης του Εθνικού Θεάτρου το 1982.
Λίγοι ξέρουν πώς προέκυψε το επώνυμο Βαγιάνη. Είναι τα αρχικά από το όνομα της μητέρας της, Βαρβάρας, και του δεύτερου γάμου της με τον αθλητικογράφο Γιάννη Διακογιάννη, που ως πατριός της την μεγάλωσε σαν κόρη του.
Ήδη από το 1979 άρχισε να εργάζεται ως ηθοποιός στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Έπαιξε στο Εθνικό, στο Θεσσαλικό, σε αρκετές ταινίες, αλλά και σε σήριαλ, όπως το “Μινόρε της Αυγής”.
Παράλληλα, είχε ήδη αρχίσει και την δημοσιογραφία σε περιοδικά και εφημερίδες, στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Η Ρίκα Βαγιάνη πέθανε, σε ηλικία 56 ετών έπειτα από μάχη με τον καρκίνο.Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της νοσηλευόταν στην εντατική, δίνοντας με αξιοπρέπεια τον δικό της αγώνα.
Η είδηση του θανάτου της το 2018 βύθισε σε θλίψη τον καλλιτεχνικό κόσμο, καθώς υπήρξε από τα πιο αγαπητά πρόσωπα της ελληνικής τηλεόρασης και του χώρου της δημοσιογραφίας.
Τον Σεπτέμβριο του 2015 διαγνώστηκε με καρκινικό όγκο στο πάγκρεας σε προχωρημένη μορφή. Το γεγονός αποκάλυψε σε τηλεοπτική εκπομπή τον Ιούνιο του 2016, ανακοινώνοντας πως έχει μερικούς μήνες ζωής. Ταυτόχρονα ανακοίνωσε ότι έχει πάρει την απόφαση να προβεί σε ευθανασία, πριν φτάσει στο σημείο να καθηλωθεί στο κρεβάτι, αντιτασσόμενος στην απαγόρευσή της από την ελληνική νομοθεσία. Χαρακτηριστικά δήλωνε: «Δεν είμαι υπέρ της ευθανασίας. Είμαι υπέρ του δικαιώματος να μπορεί κανείς να επιλέξει πώς και πότε θα πεθάνει».
Τον τελευταίο καιρό είχε δηλώσει δημόσια πως θα έκανε και ο ίδιος ευθανασία, προτού τον συνθλίψει κυριολεκτικά ο καρκίνος και μάλιστα σκόπευε να πάει στη Ζυρίχη της Ελβετίας για «υποβοηθούμενη αυτοκτονία».
Πέθανε το βράδυ της Κυριακής 4 Σεπτεμβρίου 2016 στο οικία του στον Γέρακα, ενόσω ο καρκίνος ήταν σε τελικό στάδιο, καταφεύγοντας στη λύση της «μη υποβοηθούμενης ευθανασίας», καταναλώνοντας υπερβολική δόση ισχυρών ηρεμιστικών και παυσίπονων σκευασμάτων. Λίγο πριν το θάνατό του, συνέταξε δύο ιδιόχειρες επιστολές, τις οποίες ανάγνωσε και ανήρτησε ο ίδιος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Κηδεύτηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016 στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
O αγαπημένος ηθοποιός το 2016 βύθισε στη θλίψη την οικογένειά του και τους φίλους του.
Ο γνωστός ηθοποιός τον τελευταίο καιρό έδινε σκληρή μάχη με τον καρκίνο. Και το πάλεψε μέχρι την τελευταία στιγμή. Μάλιστα το τελευταίο διάστημα είχε επιστρέψει στο σπίτι του, όπου πολεμούσε την ασθένεια κάτω από άνισες συνθήκες.
Ο ίδιος είχε μιλήσει για το πρόβλημά του ανοιχτά στις αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη προτρέποντας όλους να κόψουν το τσιγάρο: «Αυτό που έπαθα, το έπαθα από το τσιγάρο. Κάπνιζα δύο πακέτα την μέρα. Γι’ αυτό τώρα, όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, ένα πράγμα λέω σε όλους: “Κόψτε το τσιγάρο!”».
Ο θάνατος της κορυφαίας Ελληνίδας ηθοποιού στις 23 Ιουλίου του 1996 συγκλόνισε το πανελλήνιο. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έφυγε από την ζωή σε ηλικία 62 ετών νικημένη από τον καρκίνο. Ο προσωπικός της γιατρός, Σωτήρης Αδαμίδης και ο άνθρωπος που βρέθηκε στο πλάι της μέχρι την τελευταία στιγμή περιγράφει σε πρόσφατη συνέντευξη του τις τελευταίες ώρες της Ελληνίδας ηθοποιού πριν εκείνη ταξιδέψει στην «γειτονία των αγγέλων».
Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Πιστεύω ότι αν είχε πιο νωρίς εντοπιστεί το πρόβλημα της θα μπορούσε να ήταν διαφορετική η πορεία. Αυτό ισχύει βεβαίως για κάθε διάγνωση που γίνεται έγκαιρα και νωρίς στην πορεία μιας σοβαρής νόσου όπως της Αλίκης. Όμως όσον αφορά τη δεύτερη ερώτηση σας, όχι δεν το πιστεύω αυτό. Δεν έχω κάποια στοιχεία για να το υποστηρίξω και είμαι υπέρ του να φροντίζουν όλες οι κυρίες νεαρές και μη την εμφάνιση τους με ασφαλή τρόπο. Αλλά να τη φροντίζουν.
Δεν θα ξεχάσω πόσο μου άρεσε που την έβλεπα πάντα περιποιημένη στη σουίτα του Ιατρικού Κέντρου. Μέσα στην δυσκολία και τον πόνο. Αξιοπρεπής και υπέροχη με το ευγενικό και εφηβικό πάντα χαμόγελο…»
Την περίοδο 1988-1989 η Καρέζη έπαιζε στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ. Τον Μάρτιο του 1989 η παράσταση διακόπηκε και η Καρέζη ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο. Εκεί της διαγνώστηκε γυναικολογικός καρκίνος. Η Καρέζη όμως έδωσε ακόμα μια παράσταση, το «Διαμάντια και Μπλουζ» την περίοδο 1990-1991. Έκτοτε η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε αρκετά, ενώ τις τελευταίες μέρες της ζωής της η υγεία της χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο.
Απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1992 τρία λεπτά πριν τα μεσάνυχτα προς 27 Ιουλίου μετά από τριετή αντιμετώπιση καρκίνου. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 29 Ιουλίου έγινε η κηδεία στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Λίγους μήνες πριν το θάνατό της είχε συγγράψει την αυτοβιογραφία της, που εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατό της υπό τον τίτλο «Τετράδια Ζωής».
Τον Σεπτέμβριο του 1992 ιδρύθηκε η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη», στόχος της οποίας είναι η ανακουφιστική φροντίδα για καρκινοπαθείς και ασθενείς με άλλες χρόνιες νόσους. Ιδρυτικά μέλη της ήταν μεταξύ άλλων ο Κώστας Καζάκος, η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Νόνικα Γαληνέα και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος.
Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Το επώνυμο “Ναθαναήλ” ήταν το μητρώνυμό της. Ολόκληρο το ονοματεπώνυμο της ήταν Ελένη Ναθαναήλ Δεληβασίλη. Σε τηλεοπτική συνέντευξή της στις 9 Φεβρουαρίου του 2004 στον Γρηγόρη Αρναούτογλου (“Όμορφος κόσμος το πρωί”) δήλωσε ότι είχε καταγωγή από την πλευρά του πατέρα της από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη. Πρωτοεμφανίστηκε στο σινεμά στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη Κάτι να καίει (1964) στην ηλικία των 16 ετών.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, εντούτοις το 1973 απέκτησε μια κόρη με τον επιχειρηματία Γιώργο Τσαγκάρη, την Ίνκα. Τα τελευταία χρόνια μαζί με τον επί 29 χρόνια σύντροφο της ζωής της, βετεράνο ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Τάσο Μητρόπουλο, κατοικούσαν στην Εύβοια και δήλωνε ότι ήταν αγρότισσα και ασχολιόταν με την παραγωγή κρασιού.
Έπασχε από καρκίνο του πνεύμονα. Απεβίωσε στις 4 Μαρτίου 2008 και η κηδεία της έγινε το μεσημέρι της επομένης στο νεκροταφείο της Νέας Φιλαδελφείας στον Κόκκινο Μύλο.
Τη χαρακτήρισαν «τελευταία ελληνίδα θεά» και «γυναίκα – φλόγα». Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη όνειρα, ελπίδες, αγωνίες και αγώνες. Η Μελίνα Μερκούρη ήταν μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες του 20ού αιώνα. Υπήρξε πολύμορφη προσωπικότητα. Κορυφαία αγωνίστρια της Δημοκρατίας στον αγώνα κατά της χούντας (1967-1974). Σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου με διεθνή καριέρα και με ερμηνείες που έχουν καταγραφεί στις σελίδες της Έβδομης Τέχνης. Πολιτικός που σημάδεψε με την παρουσία της τον πολιτισμό της Ελλάδας, τον έφερε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Πίστευε ακράδαντα ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας. Ότι είναι ένα σοβαρό εξαγώγιμο προϊόν και ότι έχει μεγάλη σημασία και αξία η ανάδειξή του.
Τη βάφτισαν Αμαλία – Μαρία, δεν τη φώναξαν όμως έτσι ποτέ. Το όνομα που θα χρησιμοποιούσαν σε όλη της τη ζωή, και με το οποίο έγινε πασίγνωστη, ήταν το «Μελίνα». Πολλές φορές δεν χρειαζόταν καν το επίθετο «Μερκούρη» για να συστηθεί. Ήταν η Μελίνα όλων των Ελλήνων, αλλά και η Μελίνα των ξένων.
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Καταγόταν από οικογένεια πολιτικών και ήταν η αγαπημένη εγγονή του Σπύρου Μερκούρη, ενός από τους πιο επιτυχημένους και δημοφιλείς Δημάρχους της Αθήνας για περισσότερα από 20 χρόνια. Στο σπίτι του μεγάλωσε, δίπλα του έκανε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις της σε νηπιακή ηλικία. Συναρπαζόταν από τότε από τις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου, έστω και αν απευθύνονταν στον «Μεγάλο Σπύρο» όπως όλοι φώναζαν τον παππού της. Δίπλα του έμαθε τους κανόνες της δημοκρατικότητας αλλά και την τέχνη του να συνομιλείς ισότιμα με όλους.
Πατέρας της ήταν ο Σταμάτης Μερκούρης, βουλευτής για περισσότερα από 30 χρόνια, που είχε χρηματίσει και υπουργός Δημόσιας Τάξης και Δημοσίων Έργων. Μητέρα της, η Ειρήνη Λάππα, που ανήκε σε μια από τις καλύτερες αθηναϊκές οικογένειες. Το ζευγάρι απέκτησε και έναν γιο, μικρότερο από την Μελίνα, τον Σπύρο. Αργότερα χώρισαν, δημιούργησαν νέες οικογένειες, και η Μελίνα έζησε στο σπίτι του παππού της.
Την πρώτη θεατρική της πρόβα η Μελίνα Μερκούρη την έκανε μπροστά στον καθρέφτη, προσπαθώντας να καταφέρει να κυλήσουν κάποια δάκρυα σε κατάλληλη στιγμή, προκειμένου να πειστούν οι δικοί της να της αγοράσουν κάτι που επιθυμούσε. Ήταν μόλις πέντε ετών. Σε ηλικία δέκα ετών, «ντεμπουτάρισε» στις Σπέτσες, στο τραπέζι ενός καφενείου, όπου τη χειροκρότησαν θερμά. Η μητέρα της όμως, που φτάνει τρέχοντας μόλις πληροφορείται ότι η κόρη της δίνει αυτοσχέδια παράσταση, τη «φιλοδωρεί» με ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι.
Παιδί ανήσυχο, και με το μυαλό προσηλωμένο σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τα μαθήματα, ήταν από τις χειρότερες μαθήτριες. Όταν ο παππούς Σπύρος πεθαίνει, η μικρή Μελίνα αισθάνεται για πρώτη φορά στη ζωή της προδομένη. Την είχε κάνει να πιστέψει πως ήταν αθάνατος…
Είναι ακόμη έφηβη, όταν ερωτεύεται τον Πάνο Χαροκόπο, που της υπόσχεται (και τηρεί την υπόσχεσή του) ότι θα της παράσχει πλήρη ελευθερία να ασχοληθεί με το πάθος της, το θέατρο. Παντρεύονται κρυφά και στέλνουν στις οικογένειές τους τηλεγράφημα : «Γάμος ετελέσθη». Μετά από χρόνια θα χωρίσουν.
Όταν έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου, απήγγειλε ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη. Ανάμεσα στους εξεταστές της, και ο Αιμίλιος Βεάκης. «Δεν πέρασα» σκέφτηκε. Έγινε δεκτή πανηγυρικά και την ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης. Διέγνωσε μέσα της την τραγωδό και την έβαλε να δουλεύει σκληρά. Αποφοιτά το 1944.
Εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού θεάτρου, όπου ερμηνεύει μικρούς ρόλους στην κεντρική σκηνή και στη σκηνή του Πειραιά. Το 1945 ερμηνεύει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, το ρόλο της Λαβίνια στο έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (θίασος Κατερίνας, θέατρο «Κεντρικόν»). Η πρώτη της όμως μεγάλη επιτυχία έρχεται με το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, παράσταση του «θεάτρου τέχνης», όπου ερμηνεύει το ρόλο της Μπλάνς Ντυμπουά. Συνεχίζει τη συνεργασία της με τον Κάρολο Κουν και το «Θέατρο Τέχνης» και εμφανίζεται σε έργα των Άλντους Χάξλεϊ, Άρθουρ Μίλλερ, Φίλιπ Τζόρνταν και Αντρέ Ρουσέν.
Ακολουθεί μια περίοδος που ζει στο Παρίσι, όπου γνωρίζει τον Μαρσέλ Ασάρ. Η Μελίνα εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή της Πόλης του Φωτός σε μπουλβάρ των Ζακ Ντεβάλ και Μαρσέλ Ασάρ. Παίζει στο “Le Moulin de la Galette”, στο “Les Compagnons de la Marjolaine”, στο “Il etait une gare”. Εκεί θα γνωρίσει τον Ζαν Κοκτώ, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, την Κολέτ, τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Εκεί ανοίγουν οι ορίζοντές της.
Το 1953 παίρνει το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη». Δύο χρόνια μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και πρωταγωνιστεί στο θέατρο Κοτοπούλη – Ρεξ σε έργα από όλο το φάσμα του δραματολογίου, όπως ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ και ο «Κορυδαλλός» του Ανούιγ. Σε αυτή τη δεκαετία ανακαλύπτει το κοινωνικό πρόσωπο που κρύβει μέσα της και αναμιγνύεται με τον θεατρικό συνδικαλισμό.
Με την επιστροφή της στην πατρίδα, της γίνεται η πρώτη πρόταση να πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφική ταινία. Πρόκειται για τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη από το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Η ταινία επαινέθηκε ιδιαίτερα στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1956. Παρότι το αξίζει, δεν θα πάρει το βραβείο του Φεστιβάλ των Κανών το 1956. Η εμφάνισή της σ’αυτό, όμως, θα είναι μοιραία, αφού εκεί θα γνωρίσει τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασσέν, κατοπινό σύντροφό της δια βίου.
Η Μελίνα θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» την ίδια χρονιά και από τότε θα παίξει σε πολλές ακόμα ταινίες του, όπως στο «Ποτέ την Κυριακή», στη «Φαίδρα», στο «Τοπκαπί» κ.α. Για την ερμηνεία της στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» θα πάρει στις Κάνες το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (εξ’ ίσου με την Ζαν Μορό για το Moderato Cantabile) (1960). Η ταινία είναι υποψήφια για πέντε Όσκαρ (σκηνοθεσίας, σεναρίου – Ζύλ Ντασσέν, πρώτου γυναικείου ρόλου – Μελίνα Μερκούρη, κοστουμιών για ασπρόμαυρη ταινία – Ντένη Βαχλιώτη, τραγουδιού – Μάνος Χατζιδάκις, που παίρνει το βραβείο).
Η Μελίνα πρωταγωνιστεί σε ταινίες διακεκριμένων δημιουργών όπως ο Βιτόριο Ντε Σίκα (Η Δευτέρα παρουσία), ο Νόρμαν Τζούισον (Σικάγο-Σικάγο), ο Καρλ Φόρμαν (Οι Νικητές) κ.α. Συνολικά, έχει πρωταγωνιστήσει σε 19 ταινίες.
Το 1960, είναι η χρονιά της. Τότε σημειώνεται και η μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της περιόδου στο θέατρο, όπου συνεχίζει αδιάλειπτα την πορεία της έως το 1967. Είναι το «γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και παραγωγή του «θεάτρου τέχνης» με συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Φέρτη.
Η διεθνής αναγνώριση είναι πλέον γεγονός. Η Μελίνα θα ανοίξει τα φτερά της το 1967 για το Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης, για να παίξει στο «Ίλια Ντάρλινγκ» με τον Ζυλ Ντασσέν, σύζυγό της από την προηγούμενη χρονιά, στο πλευρό της. Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις τηλεφωνεί σε κείνη και στον Ζυλ για να τους πει ότι στην Ελλάδα έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Μελίνα κάνει δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. «Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου» λέει κλαίγοντας. Για τις δηλώσεις αυτές, η χούντα θα της αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Εκείνη θα απαντήσει με το ιστορικό πλέον : «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας». Από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθεί παντού. Υπάρχει προειδοποίηση ότι θα γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον της.
Το σύνθημα για την αντιδικτατορική δράση έχει δοθεί. Με τον Ζυλ Ντασσέν, με τον Μίκη Θεοδωράκη, με άλλους φίλους, η Μελίνα θα γίνει ο εφιάλτης της χούντας. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς θα γνωρίσει και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κάνει πολιτική περιοδεία στις ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Βέλγιο, Ολλανδία). Οργανωτής, ο Σπύρος Μερκούρης. Θα συμμετάσχει σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις. Δημιουργούνται πολιτικές και καλλιτεχνικές επιτροπές, επιτροπές Ελλήνων που στηρίζουν όλα τα προγράμματα. Η Μελίνα δίνει συνεντεύξεις, κάνει ομιλίες, τραγουδά ενάντια στους συνταγματάρχες. Η χούντα αντιδρά, απαγορεύει στην Ελλάδα τα τραγούδια της και δεσμεύει την περιουσία της. Στις 7 Μαρτίου του 1969, στο θέατρο της Γένοβας γίνεται βομβιστική επίθεση εναντίον της με βόμβα πέντε κιλών η οποία και εκρήγνυται, χωρίς ευτυχώς θύματα. Στο πλαίσιο της ίδιας περιοδείας, γίνεται επίθεση εναντίον της από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο.
Ο θάνατος του πατέρα της (7 Ιουλίου 1968) τη βρίσκει στην ξενιτιά. Δεν έχει ιθαγένεια, ούτε διαβατήριο. Όταν πεθαίνει η μητέρα της (Ιούλιος 1972) της επιτρέπουν την είσοδο στη χώρα για λίγες ώρες.
Στις 26 Ιουλίου του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο γίνεται διαδήλωση, θα κατέβει από το αεροπλάνο κάνοντας το σήμα της νίκης και θα χαθεί στις αγκαλιές των αγαπημένων της.
Με την επιστροφή και την οριστική εγκατάστασή της στην Ελλάδα, συνεχίζει την πολιτική της δράση μέσα από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, του οποίου είναι από τα ιδρυτικά μέλη. Το 1974 είναι υποψήφια του κόμματος στη Β΄περιφέρεια Πειραιά. Συγκεντρώνει 7.500 σταυρούς, αλλά χάνει την έδρα για 33 ψήφους. Στο ΠΑΣΟΚ θα διατελέσει μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, του Εκτελεστικού Γραφείου, αλλά και εισηγήτρια στον Κοινοβουλευτικό Τομέα Ελέγχου Πολιτισμού.
Παράλληλα με την πολιτική της παρουσία αρχίζει το γύρισμα μιας σειράς τηλεοπτικών εκπομπών με τον τίτλο «Διάλογοι» που περιλαμβάνουν κοινωνικά θέματα. Από τα 14 επεισόδια μεταδίδονται μόνο δύο για την Κύπρο και η εκπομπή απαγορεύεται από την ΕΡΤ. Το θέμα συζητείται στη Βουλή, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Γυρίζονται άλλες δύο ταινίες οι «Επαρχίες της Αθήνας» και «Νόελ Μπαίκερ-Το κτήμα του Αχμέτ-Αγά».
Συνεχίζει επίσης τη δουλειά της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, με εξέχουσες ερμηνείες στην «΄Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν (1975) και στη «Μήδεια» του Ευριπίδη από το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (1976). Η παράσταση παίζεται σε όλη τη Μακεδονία και στο Λυκαβηττό, αρνούνται όμως την παρουσίασή της στο επίσημο φεστιβάλ αρχαίου δράματος, στην Επίδαυρο. Η απαγόρευση της χαρίζει τον τίτλο της «Εξόριστης Μήδειας». Με την πρώτη της εμφάνιση ως τραγωδού, επιβάλλεται, η ανταπόκριση του κοινού είναι πολύ μεγάλη. Το 1978 γυρίζει μια ταινία βασισμένη στη «Μήδεια», την «Κραυγή γυναικών» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν.
Η εκλογή της, τον Νοέμβριο του 1977, ως βουλευτή (με μεγάλη πλειοψηφία σταυρών προτίμησης – αποτέλεσμα της αφοσίωσης που είχε δείξει στην Β΄Πειραιά) της στερεί την ενασχόλησή της με το θέατρο. Εκλέγεται στη Β΄Περιφέρεια Πειραιά, με τους συνδυασμούς του ΠΑΣΟΚ, και δίνει όλη της την ενέργεια στην πολιτική, πάντοτε στον τομέα του πολιτισμού. Για ένα μικρό διάστημα, πρωταγωνιστεί σε μια παράσταση με κείμενα του Μπρεχτ, που σκηνοθετεί ο Ζυλ Ντασσέν («Συντροφιά με τον Μπρέχτ», 1978 στο Μπρόντγουεϊ).
Το 1980 πρωταγωνιστεί στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν (και στο καινούργιο αυτό ανέβασμα, που έχει και πάλι μεγάλη επιτυχία, συμπρωταγωνιστής της είναι ο Γιάννης Φέρτης), και το καλοκαίρι ερμηνεύει την Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια» που παρουσιάζει ο Κάρολος Κουν με το «Θέατρο Τέχνης» στην Επίδαυρο. Το κοίλο του αρχαίου θεάτρου γεμίζει ασφυκτικά.
Εκλέγεται και πάλι βουλευτής το 1981. Στις εκλογικές αναμετρήσεις που θα ακολουθήσουν (1985, Ιούνιος 1989, Νοέμβριος 1989, 1990 και 1993) είναι στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών επικρατείας σε εκλόγιμη θέση. Η διεθνής ακτινοβολία της, της επιτρέπει να έρχεται σε επαφή με κορυφαίους ευρωπαίους ηγέτες (ανάμεσα στους οποίους και ο προσωπικός της φίλος Φρανσουά Μιτεράν) και να προβάλει τα εθνικά μας θέματα. Επιθυμία της, να επιβάλλει την Ελλάδα και να την κάνει σεβαστή παντού.
Όταν το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές τον Οκτώβριο του 1981, η Μελίνα Μερκούρη ορίζεται Υπουργός Πολιτισμού και παραμένει στη θέση αυτή και τα οκτώ χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα.
Κατά τη διάρκεια της θητείας της θα φέρει, με τις πολιτικές της πρωτοβουλίες και τα πολιτικά της οράματα, τον πολιτισμό στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Θα εντυπωσιάσει με τη δημοκρατική διακυβέρνηση του υπουργείου της και με τον αέρα αλλαγής που θα πνεύσει στις σχέσεις της πολιτικής ηγεσίας με τους υπαλλήλους αλλά και στις σχέσεις των υπηρεσιών με τον πολίτη.
Ως Υπουργός εφάρμοσε μια έντονη εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Οργάνωσε πολλές και σημαντικές εκθέσεις σε μουσεία του εξωτερικού, καθώς και εκδηλώσεις ουσίας. Συναντήθηκε με σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Λάνγκ, ο Αντρεότι, ο Γκένσερ, ο Πάλμε, ο Γκονζάλεθ, ο Πάπας, η Γκάντι, ο Μιτεράν κ.α. και διεκδίκησε μια εξέχουσα θέση για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Το Υπουργείο Πολιτισμού λειτούργησε επί των ημερών της όσο ποτέ άλλοτε. Έκανε διάλογο με τους υπαλλήλους της και τις διευθύνσεις, θεωρώντας ότι αποδοτικός υπάλληλος είναι ο ευχαριστημένος υπάλληλος. Οι ξένες εφημερίδες παρακολουθούσαν την πορεία της ανελλιπώς.
Η Μελίνα Μερκούρη είχε χαράξει την πολιτική της στο υπουργείο εξαρχής και την ακολούθησε απαρέγκλιτα, φροντίζοντας για την σταδιακή υλοποίηση των πολλών και μεγάλων οραμάτων της.
Ένα από τα σημαντικότερα, υπήρξε η επιστροφή στην Ελλάδα των Μαρμάρων του Παρθενώνα, που σύλησε και απέσπασε τον προηγούμενο αιώνα ο λόρδος Έλγιν και που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Η ιδέα της επιστροφής των Μαρμάρων της γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του ΄60, όταν, στα γυρίσματα της ταινίας «Φαίδρα», οι Βρετανοί ζήτησαν πληρωμή για να αφήσουν το ελληνικό συνεργείο να κινηματογραφήσει τα γλυπτά. Έθεσε το θέμα επίσημα για πρώτη φορά ως Υπουργός Πολιτισμού τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται γι’ αυτό μέχρι το θάνατό της. «Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας», έλεγε. «Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας». Και « Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ».
Δεν έπαυσε να επαναλαμβάνει ότι η Ελλάδα ζητούσε μόνο την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα και όχι και των άλλων αριστουργημάτων που βρίσκονται σε ξένα μουσεία. Κι αυτό επειδή τα Μάρμαρα του Παρθενώνα αποτελούν μέρος ενός μοναδικού μνημείου.
Για να υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής, συνέλαβε την ιδέα ενός νέου Μουσείου Ακροπόλεως και προκήρυξε διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την κατασκευή του, το 1989. Αποφάσισε να ενεργοποιήσει τον αρχαίο θεσμό των χορηγών, προκειμένου να δημιουργηθεί σύντομα το μουσείο αυτό και διοργάνωσε διάφορες εκδηλώσεις όπως οι συναυλίες των Μ. Ροστροπόβιτς, Β. Παπαθανασίου κ.α. Η δημιουργία του μουσείου θα προσέφερε τον κατάλληλο χώρο που χρειάζονται τα αριστουργηματικά γλυπτά για να εκτεθούν και θα αφαιρούσε κάθε επιχείρημα από εκείνους που αντιτίθενται στην επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα.
Παράλληλα, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις εργασίες αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης και στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. «Τα μνημεία» σημείωνε, «ως παράγοντες ακτινοβολίας του πολιτισμού μας, είναι πηγή κύρους για τη χώρα μας και βασικό έρεισμα για τον χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων». Στον τομέα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθιέρωσε τη δωρεάν είσοδο των Ελλήνων πολιτών στα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για την ευρύτερη παιδεία του λαού και ειδικά των νέων (προσπάθεια που σταμάτησε όμως αναγκαστικά λόγω σχετικών οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Η Μελίνα Μερκούρη συνέλαβε την ιδέα και ανέθεσε τη μελέτη ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, την ενοποίηση δηλαδή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας στον άξονα Ιερά Οδός – Πλάκα – Στύλοι Ολυμπίου Διός, για τη δημιουργία ενός αρχαιολογικού πάρκου. «Είναι επιτακτική ανάγκη, έλεγε, είναι χρέος της Ελλάδας να διασώσει την καρδιά της ιστορίας της, την καρδιά της Αθήνας, το ιστορικό της κέντρο, μ’ ένα έργο που θα αλλάξει παντελώς την εικόνα και τη ζωή στο κέντρο της πόλης».
Στις 28 Νοεμβρίου του 1983 κάλεσε τους Υπουργούς Πολιτισμού της (τότε) Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και τους έθεσε το ερώτημα : «Πως είναι δυνατόν μια κοινότητα που στερείται την πολιτιστική της διάσταση να μπορεί να αναπτυχθεί». Σημείωσε ακόμη πως ο πολιτισμός «είναι η ψυχή της κοινωνίας» και πως ο καθορισμός της ευρωπαϊκής ταυτότητας «βρίσκεται ακριβώς στο σεβασμό της ιδιαιτερότητας και στο να δημιουργήσουμε ένα παράδειγμα ζωντανό μέσα από ένα διάλογο των πολιτισμών της Ευρώπης. Η φωνή μας είναι καιρός να ακουστεί με την ίδια δύναμη όπως αυτή των τεχνοκρατών. Ο πολιτισμός, η τέχνη και η δημιουργία, δεν είναι λιγότερο σημαντικά από το εμπόριο, την οικονομία, την τεχνολογία».
Έτσι ξεκίνησε ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης, που υλοποιήθηκε το 1985 με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα. Ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών είναι ο πιο σοβαρός και μεγάλος επίσημος πολιτιστικός θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα, κάθε πολιτιστική πρωτεύουσα έχει ως βασική αρχή ότι ο θεσμός δεν είναι φεστιβάλ, αλλά τόπος για προβληματισμό, για ανταλλαγή ιδεών, για επικοινωνία πνευματικών ανθρώπων, καλλιτεχνών, επιστημόνων, που με τα έργα τους προωθούν την ευρωπαϊκή σκέψη. Η Μελίνα συνέβαλε ιδιαίτερα στο να γίνει η Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997, μια πόλη που, όπως έλεγε, «έχει το χάρισμα, να πάρει και το χρίσμα». Συνέβαλε επίσης να παρουσιασθεί η λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο και να γιορταστεί στην Κύπρο ο μήνας ευρωπαϊκού πολιτισμού το 1994.
Ως Υπουργός Πολιτισμού θέλησε να διαφυλάξει και να προστατέψει το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Αιγαίου αρχιπελάγους. Αυτής της μικρής θάλασσας με τον κολοσσιαίο πολιτισμό, που η δυναμική της οδήγησε στο θαύμα της κλασσικής Ελλάδας. Στόχος της ήταν να γίνουν θεματοφύλακες αυτής της ιδέας συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, πολιτικοί από όλο τον κόσμο. Το πρόγραμμα «Αιγαίο Αρχιπέλαγος» οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού, του υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του υπουργείου Αιγαίου. Σκοπός, να προβληθεί η συνέχεια του αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού για να επανορθωθεί μέσω της ακτινοβολίας του η περιβαλλοντολογική φθορά και για να γίνει το Αιγαίο σημείο αναφοράς και σύμβολο του πολιτισμού.
Η Μελίνα πίστευε στην πολιτιστική αποκέντρωση και αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που τόνισε τον Οκτώβριο του 1981, κατά την ανάληψη των καθηκόντων της στο Υπουργείο Πολιτισμού. Έτσι, δημιούργησε σε διάφορες πόλεις τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Ο θεσμός, που ιδρύθηκε από την ίδια το 1983, είχε σαν σκοπό την πραγματοποίηση ενός ευρύτατου θεατρικού πολυκεντρισμού με κέντρα τις πόλεις της χώρας και φορείς τους δήμους ή τις ενώσεις των δήμων και των κοινοτήτων, για την ανάπτυξη και διάδοση του θεάτρου στην περιφέρεια. Προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή των τοπικών πολιτιστικών φορέων και υπήρξε ένα πολιτικό όραμα, που πάντρευε την ευαισθησία της Μελίνας για την τέχνη, με έννοιες πολιτικές. Τα ίδια τα θέατρα έγιναν ένα κέντρο επικοινωνίας και εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τους πολίτες μέσα στην πόλη. Μέχρι σήμερα είναι 16.
Ελάχιστες μόνο μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η Μελίνα δηλώνει ότι ο πολιτισμός και το σχολείο πρέπει να συνδεθούν άρρηκτα. Όχι μόνο με τη διδασκαλία των καλών τεχνών, αλλά με τρόπους διείσδυσης του πολιτισμού στο σύνολο της σχολικής εμπειρίας, για να έρθουν τα παιδιά σε επαφή με τον πολιτισμό από πολύ νεαρή ηλικία. Το πρόγραμμα Μελίνα – Εκπαίδευση και Πολιτισμός ήταν μια πειραματική προσπάθεια που αναφερόταν σταδιακά σε όλες τι βαθμίδες της εκπαίδευσης και λειτούργησε μέχρι και το 2004 σε 96 Δημοτικά σχολεία της χώρας. Στόχος της Μελίνας, ήταν το πρόγραμμα αυτό να πάρει ευρωπαϊκή διάσταση.
Το 1990 ήταν υποψήφια στις Δημοτικές εκλογές για το Δήμο Αθηναίων. Έχασε στις εκλογές από τον Αντώνη Τρίτση και της στοίχισε. Το 1992 εμφανίστηκε στην Όπερα «Πυλάδης» των Κουρουπού – Χειμωνά, σε σκηνοθεσία Δ. Φωτόπουλου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ερμήνευσε το ρόλο της Κλυταιμνήστρας.
Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου 1993, η Μελίνα Μερκούρη επανήλθε στο υπουργείο Πολιτισμού. Στη διάρκεια της σύντομης δεύτερης θητείας της ονειρεύτηκε και προσπάθησε να υλοποιήσει το πρόγραμμα «Αιγαίο – Αρχιπέλαγος», καθώς και το πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Πολιτισμός».
Έφυγε στις 6 Μαρτίου 1994, στο νοσοκομείο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης και κηδεύτηκε στις 10 Μαρτίου με τιμές Πρωθυπουργού. Η κηδεία της ήταν πάνδημη.
Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε η πλέον διάσημη και προβεβλημένη προσωπικότητα της Ελλάδας. Πορτραίτα της γυρίστηκαν από τηλεοπτικούς σταθμούς σε ολόκληρο τον κόσμο και περιελάμβαναν, συνεντεύξεις της για τον πολιτισμό, για εθνικά θέματα και κυρίως για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Τιμήθηκε με μετάλλια και διακρίσεις από πολλούς αρχηγούς κρατών, πανεπιστήμια (Βοστόνη, Οξφόρδη κ.α) διεθνείς οργανισμούς (Unesco κ.α) οργανώσεις, αλλά και από δήμους ολόκληρης της χώρας για την κοινά παραδεκτή προσφορά της στην τέχνη, στον πολιτισμό, στο κοινωνικό σύνολο. Γιατί η Μελίνα Μερκούρη ήταν η αγαπημένη του ελληνικού λαού. Και σήμερα, δεν είναι μια ανάμνηση, είναι καθημερινά μαζί μας.
Ένας από τους πλέον αγαπημένους τραγουδοποιούς και ερμηνευτές, ο Νίκος Παπάζογλου έχασε το 2011 τη μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία 63 ετών.
Το τελευταίο διάστημα ο αγαπημένος ερμηνευτής υποβάλλονταν σε χημειοθεραπείες. Ο Ν. Παπάζογλου κατέληξε στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη.
Δεκάδες τα τραγούδια που έχουν συνδεθεί με τον Νίκο Παπάζογλου, από τον «Αύγουστο» και τον «Υδροχόο» έως τα «Λεμόνι στην πορτοκαλιά» του Μανώλη Ρασούλη και της Βάσως Αλαγιάννη, το «Χαράτσι» του Σιμώτα (στίχος) και τα «Καρυάτιδα», «Στάλα-στάλα», «Με το τραγούδι», «Ευχή», έως τα «Χθες βράδυ», «Πέρασα έτσι», «Χτυπάει τηλέφωνο».
Εκτός όμως από τις προσωπικές του δουλειές, τον συναντάμε στη «Ρεζέρβα» (1984) και στο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» (1986) του Σαββόπουλου. Επίσης στο «Πότε Βούδας πότε Κούδας» δίσκος του Μ. Ρασούλη (1986) όπου τραγουδά το ομότιτλο κομμάτι. Αλλά και στο «Σείριο υπάρχουνε παιδιά» του Χατζιδάκι το 1988.
Στο δίσκο «Ολοι δικοί μας είμαστε» με τους Μ. Ρασούλη, Χ. Νικολόπουλο και Π. Τερζή και στο «Σκόρπια 1» του Μ. Ρασούλη με τη Γλυκερία.
Παράλληλα κυκλοφορούν και οι δικοί του δίσκοι «Μέσω νεφών» το 1986 και «Σύνεργα» το 1991. Την ίδια χρονιά 30 Σεπτέμβρη 1991 ηχογραφεί και κυκλοφορεί την «Επιτόπιος Ηχογράφηση» από το θέατρο του Λυκαβηττού.
Το 1995 κυκλοφορεί το «Όταν κινδυνεύει παίξε την πουρούδα» (πουρούδα: στα κυπριακά το κλάξον του ποδηλάτου).
Ολες οι δουλειές του έχουν ηχογραφηθεί στο ΑΓΡΟΤΙΚΟΝ με την ετικέτα «Στρόγγυλοι δίσκοι».
Αξιες αναφοράς είναι και οι συνεργασίες του (στις περισσότερες είχε την επιμέλεια) με το Μανώλη Λιδάκη, τη Γλυκερία, τη Χορωδία Αιγαίου, τη Σαραγούδα Γιασεμή, το Λουδοβίκο των Ανωγείων, τη Νένα Βενετσάνου, τη Λιζέτα Καλημέρη, κ.α.
Ο Νίκος στηρίζει τη μουσική με το δικό του τρόπο, δίνοντας ευκαιρίες σε καλλιτεχνικά διαμάντια σαν τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τις Μικρές Περιπλανήσεις, τον Ορφέα Περίδη, τη Μελίνα Κανά και αρκετούς άλλους.
Παράλληλα τα καλοκαίρια με το συγκρότημα τη Λοξή Φάλαγγα, έδινε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα με ίδιο (θετικό) με τον κόσμο να μην τον αφήνει ποτέ μόνο του. Παράλληλα ο ίδιος είχε κρατήσει μια στάση σεμνή απέφευγε την δημοσιότητα, τις συνεντεύξεις χωρίς ουσιαστικό λόγο εμμένοντας κυρίως στο έργο του.
Τον Αύγουστο του 1998 ένας πόνος στην πλάτη και μια αιμόπτυση την στέλνει για εξετάσεις και εκεί διαπιστώνεται ο καρκίνος στον πνεύμονα . Ξεκινά αμέσως χημειοθεραπείες, χάνει τα μαλλιά της και δεν το βάζει κάτω. Φοράει περούκα και αναχωρεί για περιοδεία στην Αυστραλία όπου έγινε το αδιαχώρητο . Με τον γυρισμό της από την Αυστραλία μπαίνει εσπευσμένα στο νοσοκομείο Υγεία για σαράντα ημέρες και βγήκε τρείς. Το βράδυ πριν πεθάνει δέχτηκε επίσκεψη από την Κατερίνα Στανίση και ζήτησε από τον Λάκη Κορρέ να της βάψει τα νύχια στο δεξί της χέρι. Σαν να μην την αφορούσε ο θάνατος, σαν να μην τον φοβόταν ,Τελευταία φράση της ήταν , «Αχ, Λάκη, κι είχα τόσα ακόμη να κάνω!»
Ο Λάκης Κορρές, επιστήθιος φίλος και οικονόμος της είχε δηλώσει: «Με τη Ρίτα γνωριστήκαμε το 1977 και έως την ημέρα που έφυγε από τη ζωή δεν μείναμε ποτέ χωριστά», λέει συγκινημένος ο Λάκης Κορρές, ανοίγοντας έτσι την πολύωρη συνέντευξη μας. «Τότε, η Ρίτα δούλευε στην Πλατεία Αμερικής και εγώ πήγαινα κάθε μέρα να τη δω. Είχα γνωρίσει και τον Κώστα Καφάση, που δούλευαν μαζί, και μου κάνει πρόταση να δουλέψω μαζί της. Αυτό ήταν! Τα άφησε όλα πάνω μου. Όλες τις δουλειές τις κανόνιζα εγώ. Στα δύο χρόνια μαζί της, εγώ κανόνιζα τα οικονομικά της, εισέπραττα τα χρήματα της, πλήρωνα τον κόσμο, φτιάχναμε τα σχήματα, όλα» είχε τονίσει στην Freddo.
«Στις 28 Αυγούστου 1998 γυρίσαμε από τις διακοπές σας. Την πονούσε η πλάτη και νομίζαμε ότι είχε πάθει ψύξη. Όταν πήγαμε στο νοσοκομείο “Υγεία” και κάναμε τις εξετάσεις διαπιστώθηκε ο καρκίνος και αρχίσαμε αμέσως τις χημειοθεραπείες. Γύρω στον Ιανουάριο η Ρίτα άρχισε να παίρνει θάρρος και να αισθάνεται καλύτερα. Τότε λοιπόν μου λέει μια μέρα ξαφνικά: “Έχεις όρεξη, ρε συ, να δουλέψουμε;”. Τότε λοιπόν της έκαναν πρόταση για συναυλίες στην Αυστραλία. Και πηγαίνουμε, παρόλο που η κατάσταση της ήταν επιβαρυμένη… Η ίδια αισθανόταν καλά. Βάζει μια πανέμορφη περούκα και με τις βαλίτσες στα χέρια κάνουμε ντου. Κάναμε μόνο μια στάση στη Σιγκαπούρη για να μην κουραστεί και μετά συνεχίσαμε το ταξίδι. Στην τελευταία αυτή συναυλία τη συνόδευαν ο Θανάσης Κομνηνός και ο Γιάννης Ντουνιάς. Και βγαίνει η Ρίτα στις 4 από τις 5 συναυλίες και παθαίνουμε όλοι πλάκα. Αηδόνι. Χιλιάδες Έλληνες να τη χειροκροτούν. Πάθαμε σοκ όλοι τότε. Στην 5η συναυλία βράχνιασε. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα και μπήκε στο νοσοκομείο, μετά δεν ξαναβγήκε. Έβγαινε μόνο για δυο-τρεις μέρες και ξανά μέσα. Στο τέλος είχε φτάσει και στις φωνητικές χορδές ο καρκίνος».
Η Ρίτα Σακελλαρίου έφυγε από τη ζωή στις 6 Αυγούστου του 1999 σε ηλικία 65 ετών. Τάφηκε παρουσία πλήθους κόσμου στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.