Ο Μπίλι Μπο, ένας από τους καλύτερους σχεδιαστές της Ελλάδας και από τα πιο γνωστά μοντέλα, πέθανε στα 33 του χρόνια από AIDS, έχοντας ζήσει μία γεμάτη ζωή.
Ειδικότερα, ο σχεδιαστής, που μεσουράνησε στη χώρα για δύο δεκαετίες, είναι το πιο διάσημο θύμα του AIDS στην Ελλάδα, καθώς προσβλήθηκε από τον ιό HIV στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Τον Ιανουάριο του 1987, ο Μπίλι Μπο έδωσε μία συνέντευξη, στη δημοσιογράφο Λένα Ζαννιδάκη και φωτογραφήθηκε, προκειμένου να δείξει στον κόσμο ότι το AIDS δεν τον είχε νικήσει ακόμη.
Εκείνη την εποχή, όλη η Αθήνα συζητούσε για το ότι ο Μπίλι Μπο έχει AIDS, ενώ ο Τύπος ανέφερε ότι ήταν ετοιμοθάνατος μέχρι και ότι ήταν ήδη νεκρός.
Μάλιστα, αναγνώστρια περιοδικού έφτασε στο σημείο να ρωτήσει αν κινδυνεύει να κολλήσει Aids από ένα μπλουζάκι Billy Bo που είχε αγοράσει.
Οι δημοσιογράφοι πήγαν στο πατρικό του σχεδιαστή, αναστατώνοντας και τρομάζοντας τους γονείς του, διότι τους μιλούσαν λες και ο μοναχογιός τους ήταν ήδη νεκρός.
Όπως ανέφερε στη συνέντευξή του ο Μπίλι Μπο “να προσπαθείς να αντλήσεις κουράγιο από το βλέμμα ενός γιατρού, να εκλιπαρείς από μέσα σου και φωναχτά τον κάποιο Θεό να σε λυτρώσει από τον εφιάλτη που ζεις και εκεί ανάμεσα στον ανελέητο πόνο, στην πικρή αλήθεια και σε κάποιες αμυδρές ελπίδες, να μαθαίνεις πως είσαι ήδη νεκρός. Τι είδους πλάσματα είναι μερικοί από εσάς τους δημοσιογράφους. Έχουν καρδιά, αισθήματα; Μετράνε τον πόνο, το έγκλημα, τη βία, την αρρώστια με την αράδα; Κρεμάνε την επιτυχία τους σε μεγάλους παραπλανητικούς τίτλους και τους αρκεί μια φήμη για να γράψουν σίριαλ συχνά κακής ποιότητας: η διασταύρωση της είδησης, για να βγεί κάπου η αλήθεια, δε θα έπρεπε να είναι πολυτέλεια. Ένα κάποιο τηλεφώνημα, μια ασήμαντη κουβέντα με κάποιους που δηλώνουν πηγές δε νομίζω ότι είναι αρκετά για να βγει το θέμα. Κι όταν πρόκειται για ντόπια άχρωμα κοσμικό-κοινωνικά γεγονότα ας γράψουν ό,τι θέλουν. Όταν όμως παίζεται η ζωή, η καριέρα ενός ατόμου και η επαγγελματική επιβίωση δεκάδων άλλων, δεν το χειρίζεσαι αβασάνιστα. Δεν πετάς λάσπες για να εντυπωσιάσεις, δε γράφεις με βάση τις φήμες για να πουλήσεις κάποια φύλλα. Είναι πράξη ανέντιμη και αξιόποινη”.
Αναφερόμενος στους δημοσιογράφους, οι οποίοι στάθηκαν δίπλα του όταν ξεκίνησε, ο Μπίλι Μπο υπογράμμισε “δεν το ξέχασα, αλλά υπήρξαν αρκετοί που με πίκραναν τελευταία και με σχολίασαν δίχως επιφύλαξη και ντροπή. Αντί να σταθούν στο γεγονός ότι ένας Έλληνας, μετά τον Λαλαούνη, έστησε δικό του μαγαζί στην καρδιά της Νέας Υόρκης -Παρκ Άβενιου και 59 δρόμοι- στάθηκαν στο AIDS. Είναι μια λέξη που προκαλεί πανικό, ο κόσμος είναι απληροφόρητος και το πυροτέχνημα έσκασε και έγινε φρικιαστικό και συγχρόνως καταστρεπτικό”.
Όσον αφορά τις επιπτώσεις στη δουλειά του από τη φήμη ότι ήταν νεκρός, σημείωσε “η φήμη κυκλοφόρησε τις παραμονές των εγκαινίων του καταστήματος στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς οι αδελφές μου έμειναν χωρίς πνοή, όταν οι δημοσιογράφοι τους χτύπησαν την πόρτα και χωρίς περιστροφές και έλεος τους ρώτησαν “Τι έχετε να δηλώσετε για το θάνατο του Μπίλι Μπο; Από κει και πέρα, μόνο το αγγελτήριο του θανάτου μου δεν δημοσιεύτηκε. Μήπως το ίδιο δεν έγινε και με τη Λαμπέτη; Την έθαψαν πριν ακόμα πεθάνει. Εμένα οι διάφορες και πάντα επιθετικής πηγής φήμες με έφερναν άλλοτε στο Νοσοκομείο Παστέρ στο Παρίσι, άλλοτε στο Χιούστον πότε ταριχευμένο και πότε στο κρεματόριο και τη στάχτη μου σκορπισμένη στο Αιγαίο”.
Ερωτηθείς από τη δημοσιογράφο “είσαι νέος ωραίος ταλαντούχος διάσημος και αγαπητός. Ο κόσμος ενδιαφέρθηκε για σένα, που είχες χαθεί από το τέλος Αυγούστου. Ούτε στην Αθήνα, ούτε στη Μύκονο, ούτε στη Νέα Υόρκη σε είδε κανείς. Έτσι άρχισαν να κυκλοφορούν κάποιες φήμες για αρρώστιες, που δε διέψευσες”, ο Μπίλι Μπο απάντησε “μπορούσα να είμαι στις Μπαχάμες και να κάνω διακοπές ή μπορεί να είχα λευχαιμία, πνευμονικό οίδημα, καρδιακή ανεπάρκεια. Προτίμησαν όμως το AIDS. Ήταν πιο εντυπωσιακή σαν αρρώστια, πιο καταστρεπτική από κάθε άλλη του καιρού μας και βρήκαν πως μου ταίριαζε γάντι”.
Και συμπληρώνει “θέλω να με αφήσουν ήσυχο, να σεβαστούν την κατάστασή μου. Πέρασα πολλά, πήγα στην κόλαση και γύρισα. Πιστεύω πως ο Θεός δεν θα με αφήσει να χαθώ -πίστευα πάντα στο Θεό- εσείς το ξέρετε, σας το έχω ξαναπεί σε μια παλιά μας συνέντευξη. Μετά από όσα πέρασα, έκανα πολλές ανακατατάξεις στη ζωή μου, την είδα από άλλη σκοπιά, είδα τις ματαιότητές της, τις προσφορές τις μικροχαρές, τις οδύνες, τις πληγές της. Αν τα βάλεις σε μια ζυγαριά, τι βαραίνει άραγε περισσότερο; Αυτό που σου δίνει ή αυτό που σου παίρνει;”.
Για τους ανθρώπους που βρίσκονται στο πλευρό του, ο Μπίλι Μπο τόνισε, πίνοντας νερό, “αυτό ήταν πάντοτε το ποτό μου, το καθαρό νερό. Σας κάλεσα γιατί σας εκτιμώ, σας έχω εμπιστοσύνη, ό,τι γράφτηκε μέχρι τώρα ήταν εικασίες, ανεύθυνη πληροφόρηση. Γράψτε ότι ζω και ευχαριστώ όλους εκείνους που μου συμπαραστάθηκαν στις δύσκολες ώρες μου. Υπάρχουν και άνθρωποι που δεν έχουν κίνητρο την κούφια περιέργεια, τη σκανδαλοθηρία ή την επαγγελματική αντιζηλία. Υπάρχουν άνθρωποι που ρωτάνε για μένα με πραγματικό ενδιαφέρον, που μου στέλνουν ευχές, ακόμη και άγνωστοι, μια εικονίτσα, κάποιο λουλούδι και δεκάδες γράμματα που με παρηγορούν ό,τι κι αν μου συμβαίνει. Άνθρωποι που μπορεί να έχουν βαδίσει ένα γολγοθά, που μπορεί να κράτησαν κι αυτοί ένα σταυρό βαρύ, αλλά δεν τους πήρε από πίσω ο όχλος να τους ρίξει πέτρες και να κάνει πιο δύσκολο το ανέβασμά τους. Επειδή με χαρακτήρισαν δημόσιο πρόσωπο μου έριξαν πέτρες, λάσπη και βέλη.
Και προσθέτει “το αμάρτημά μου ήταν βαρύ. Εγώ, ένα Πειραιωτάκι, ξεκίνησα από το μηδέν κι έφτασα εκεί που έφτασα. Ήμουν περήφανος και φιλόδοξος, ο Θεός όμως μας θέλει ταπεινόφρονες. Ίσως συγχώρεσε την υπεροψία μου, γι’ αυτό μ΄ αφήνει να ζω. Οι άνθρωποι είναι ανελέητοι και με θέλουν νεκρό”.
Η δημοσίευση του άρθρου στο περιοδικό προκάλεσε σάλο, βάζοντας τέλος στις όποιες φήμες περί θανάτου του Βασίλη και περνά το κοινό που ενδιαφέρεται για εκείνον σε μια άλλη φάση, από αυτήν της κουτσομπολίστικης και σκανδαλοθηρικής περιέργειας σε αυτή της θλίψης για την επιβεβαίωση του χειρότερου σεναρίου.
Οι φωτογραφίες και το κείμενο που τις συνοδεύει, ραγίζουν την καρδιά και των πιο κακόβουλων, δίνοντας την ανθρώπινη διάσταση του θέματος μέσα σε μια εποχή που κάθε αναφορά στο Aids προκαλούσε υστερία.
Μάλιστα, για αυτό το άρθρο η κυρία Ζαννιδάκη τιμήθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Β. Μπότση για τη γενναιότητα και την ευπρέπεια με την οποία χειρίσθηκε το θέμα.
Το τέλος για τον Βασίλη Κουρκουμέλη ήρθε τελικά στις 13 Ιουνίου.