Η Μίνα Αδαμάκη έχει διαγράψει τη δική της πορεία στην ελληνική τηλεόραση, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Μικροσκοπική, με μια ευελιξία σώματος και σκέψης, πορεύεται με σταθερή αφετηρία το Θέατρο Τέχνης, που καθόρισε τη ζωή της.
«Η μαμά μου ήθελε να με βγάλει Χαρούλα. Ήμουν ένα ανοιχτό, χαρούμενο παιδί. Πήρα όμως το όνομα της γιαγιάς μου, από την πλευρά της μητέρας μου, Ασημίνα – Μίνα. Πέρασα ωραία παιδικά χρόνια, φωτεινά. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Βόλο. Είχα την αποδοχή όλων. Στην Αθήνα ήρθα για να σπουδάσω.
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο Πήλιο, κυρίως στη Μακρυνίτσα, το χωριό του πατέρα μου που το λάτρευε αλλά και στο Μούρεσι, της μητέρας μου. Αν και με πόνεσε πολύ, πουλήσαμε τα σπίτια στο Πήλιο. Πρέπει να έχεις χρόνο να πηγαίνεις και πολλά λεφτά για να τα συντηρείς κι εμείς οι καλλιτέχνες δεν έχουμε. Ούτε στον Βόλο πηγαίνω πια συχνά. Η παιδική, κολλητή μου φίλη, ήταν εδώ στην Αθήνα. Την έχασα πρόσφατα.
Μεγάλωσα σε ένα αστικό περιβάλλον. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος. Στα 14-15 που είχα πέσει με τα μούτρα στη λογοτεχνία, είδα μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης στον Βόλο -με μονόπρακτα του Τσέχωφ, την Αίτηση σε γάμο, την Αρκούδα, την Επέτειο, και, κυριολεκτικά, τρελάθηκα. Γύρισα σπίτι και άρχισα να τα παίζω. Έτσι μου μπήκε στο μυαλό η ιδέα να κάνω θέατρο και μάλιστα στο Τέχνης. Είχα μάθει ότι εκεί δουλεύουν σαν ομάδα, οικογενειακά».
«Είχα την αφέλεια να το πω στους γονείς μου. Απλά και απονήρευτα. Και έγιναν απερίγραπτα πράγματα. Μου είπαν, εν ολίγοις, να τους ξεχάσω για πάντα και ότι από εδώ και πέρα θα πρέπει να ζήσω μόνη μου. Προστατευμένη όπως ήμουν, φοβήθηκα αλλά δεν παραιτήθηκα. Σκέφτηκα να έρθω στην Αθήνα και να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο ώστε να πάω στο θέατρο και πιάστηκα από αυτό.
«Πατερούλη θέλω να σπουδάσω», του είπα, πάντα στον πληθυντικό. Και του επεσήμανα ότι ό,τι χρήματα είχε προβλέψει για μένα, αρκούσαν για τις σπουδές μου, γιατί μετά εγώ σκόπευα να δουλέψω και να βγάλω τα δικά μου λεφτά. Ως έμπορος που ήταν το βρήκε καλή εμπορική συμφωνία και είπε το «ναι».
Η αγωνία μου να μπω στη σχολή ήταν μεγάλη και όσο περίμενα τα αποτελέσματα πηγαινοερχόμουν με τα πόδια Μακρυνίτσα – Βόλο. Πέρασα και έφυγα για την Αθήνα. Έμεινα έναν χρόνο στη Νομική. Τον επόμενο έδωσα στο Θέατρο Τέχνης. Αν δεν περνούσα εκεί, δεν θα έδινα πουθενά αλλού. Η στιγμή που έμαθα ότι μπήκα, είναι μοναδική για μένα. Σαν να άστραψε κάτι και να με πήρε μαζί του. Τότε μάθαινες τα αποτελέσματα από το ταμείο του θεάτρου -ήταν ο περίφημος Χάρης Γκούμας, ένας γλυκύτατος άνθρωπος. «Περάσατε» μου είπε, αφού είχα πάει και ξαναπάει πολλές φορές να ρωτήσω. Άρχισα να χοροπηδάω μέσα στη στοά του Ορφέα.
Στην επιτροπή θυμάμαι ήταν ο Κουν, ο Λαζάνης, ο Χατζημάρκος, ο Σιδέρης, ίσως και ο Πλωρίτης. Ζήτησα μια καρέκλα να καθίσω. Είπα τον μονόλογο της Λαίδης Αννας από τον Ριχάρδο τον Γ΄ κι ένα ποίημα του Καβάφη. «Κάτι από κωμωδία μήπως έχετε;», με ρώτησε ο Κουν. Δεν ήμουν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Μετά κατάλαβα: Από το πρώτο έτος της σχολής μου έδιναν κωμωδία».
«Είχα τον Κουν δάσκαλο στο πρώτο έτος -κι ήταν η τελευταία χρονιά που δίδαξε. Μου έδωσε την Αμάντα από τον Γυάλινο Κόσμο, λέγοντάς μου ότι είναι σπουδαίος ρόλος, αν και όχι για την ηλικία μου. «Θα τον παίξεις κάποτε πολύ καλά». Δεν τα έχω καταφέρει ακόμα.
Από τον Κουν κρατάω όλο το μάγεμα που περίμενα να βρω -και το βρήκα. Ήταν μια βαθιά εμπειρία. Ήμουν τρελαμένη, περπατούσα σε ένα ροζ σύννεφο. Έμεινα πέντε χρόνια μετά τη σχολή και ύστερα κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω. Χωρίς αφορμή. Έπρεπε να κλείσει ο κύκλος. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι άλλα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 γίνονταν τρομερές αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής και της τέχνης. Ήθελα να βρεθώ εκεί. Πήγα δύο χρόνια στο Λονδίνο, γύρισα, φτιάξαμε τη θεατρική Συντεχνία με τον Γιάννη Χουβαρδά και τον Νίκο Αρμάο κι ύστερα πήγα στο παιδικό της Ξένιας Καλογεροπούλου. Ψαχνόμουν.
Με τα παιδιά του Ελεύθερου Θεάτρου γνωριζόμασταν -αν και ήταν όλοι του Εθνικού. Ξαναβρεθήκαμε στης Ξένιας. Μου ζήτησαν να πάω μαζί τους, στο Αλσος, το ΄79-΄80 και μετά συνεχίσαμε στο Σμαρούλα. Ήταν καταπληκτικά. Μια δημιουργική περίοδος και μαζί η πιο ανέμελη. Γιατί η πίεση προερχόταν από εμάς τους ίδιους. Έμεινα επτά-οκτώ χρόνια. Πιστεύω στο θέατρο της παρέας και μου λείπει. Ήμουν στην ιδρυτική ομάδα της Ελεύθερης Σκηνής με τον Σταμάτη (σ.σ. Φασουλή), την Αννα (σ.σ. Παναγιωτοπούλου), τη Μίρκα (σ.σ. Παπακωνσταντίνου) και τον Μίμη (σ.σ. Χρυσομάλλη). Ήμασταν μαζί στις πρόβες, στην παράσταση και μετά. Με τα χρόνια η ζωή σε παίρνει μπάλα και χάνεσαι… Κι αφού χαθείς, κάτι χάνεται.
Με την Αννα ξαναβρεθήκαμε στις Τρεις Χάριτες. Είχαμε κοινούς κώδικες. Δεν είχαμε καταλάβει ότι θα γινόταν επιτυχία. Όπως και με το Ελεύθερο Θέατρο ξέραμε ότι άρεσε σε εμάς».
«Οι έρωτες καθόρισαν τη ζωή μου. Αναζητούσα πάντα κάτι έντονο. Το κλίμα ήταν πιο ανοιχτό τότε. Ήταν όμορφα. Συνέβαιναν πολλά γύρω μας, δεν τα προλαβαίναμε. Όταν είχα μια σχέση ήμουν μέσα στη σχέση. Αλλά δεν έκανα ούτε γάμο ούτε παιδιά. Ήταν επιλογή μου, αν και μου έτυχαν περιπτώσεις που με ενδιέφεραν. Κάποια στιγμή με απασχόλησε, για λίγο, το θέμα παιδί, αλλά γρήγορα το άφησα. Δεν ήμουν γι΄αυτά.
Από μικρή έκανα παρέα με ανθρώπους της τέχνης. Η αδελφή μου, η σοπράνο Λίλα Αδαμάκη, ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από μένα και έκανα παρέα με τους φίλους της. Θυμάμαι ότι στα 15-16 διάβασα το Κεφάλαιο του Μαρξ -τι κατάλαβα, δεν ξέρω. Ήμουν μόνη μου και λίγο ψώνιο, με την καλή έννοια. Βαριόμουν να τρέχω στα πάρτυ. Δεν με αφορούσαν τόσο πολύ οι Μπιτλς, όσο η κλασική μουσική.
Οι γονείς μου είδαν με πιο καλό μάτι την επιλογή της αδελφής μου στη μουσική, ο συνδυασμός γαλλικά και πιάνο έκανε και για γαμπρό. Με εμένα έπαθαν ζημιά. Ηθοποιός…scrive puttana. Ο πατέρας μου έπαθε σοκ. Ένας φίλος του γιατρός τον ενημέρωσε σχετικά και όπως μου είπε μετά «σαν γιατρός, τον φοβήθηκα τον πατέρα σου, γιατί άλλαξε δέκα χρώματα. Φοβήθηκα ότι θα πάθει καρδιακό».
Ο πατέρας μου δεν ήρθε ποτέ να με δει -έφυγε το ΄73. Ποτέ δεν ήρθε στο θέατρο. Κι ας είχαμε πάει με το Θέατρο Τέχνης στο αρχαίο θέατρο του Βόλου να παίξουμε «Βατράχους». Τίποτα. Η μητέρα μου ερχόταν μόνη της στην Αθήνα και με έβλεπε. Δεν μου έμεινε όμως ως τραύμα. Δεν είχαμε επαφή με τον πατέρα μου ούτε διάλογος υπήρχε. Γενικά δεν συζητούσαμε».
«Αλλά εμένα ήταν τόσος ο ενθουσιασμός που δεν έδωσα σημασία. Ήμουν μαγεμένη. Είναι όμως αλήθεια ότι στο περιβάλλον που ζούσαν, έπαθαν ζημιά. Οι άλλες παντρεύονταν έκαναν παιδιά, κι εγώ, η Μπουμπού, όπως με φώναζαν, τίποτα. Ήταν όμως πολύ βάρβαρο, κακούργημα να μου επιβάλλουν μια τάξη πραγμάτων. Το μυαλό και η ψυχή μου ήταν αλλού. Έβλεπα τη ζωή στον Βόλο και δεν την ήθελα. Αλλά ούτε είχα φανταστεί ότι οι γονείς μου στον Βόλο θα περνούσαν άσχημα εξαιτίας της επιλογής μου. Από την άλλη ήταν ευτυχισμένοι όταν δεν υπήρχε αντίδραση, αρκεί να ήμασταν όπως πρέπει, η αδελφή μου κι εγώ -η αδελφή μου παντρεύτηκε πολύ αργότερα.
Στα πολύ ουσιαστικά πράγματα έχω κάτι το αναρχικό μέσα μου. Μπορεί κάπου να βγαίνει και το πιάνο και τα γαλλικά, αλλά όχι για κοινωνικούς λόγους. Έβραζα και βράζω μέσα μου.
Μ΄αρέσει να βρίσκομαι μέσα στο σύγχρονο, μέσα στο τώρα. Από το 2000 και μετά άλλαξα. Αγαπάω την κωμωδία, με αγάπησε κι εκείνη αλλά με ενδιαφέρουν πιο σύνθετα κείμενα. Έτσι μπήκε η σκηνοθεσία στη ζωή μου. Την απολαμβάνω, αρκεί να με εμπνέει. Έχω σχέδια. Χωρίς σχέδια δεν μπορώ να ζήσω. Νοιώθω ότι ο κόσμος με αγαπάει κι ότι με ψάχνει ακόμα και στα μη αναμενόμενα.
Την Αδαμάκη δεν την ξέρω. Τη Μίνα ξέρω -και το λέω πολύ ειλικρινά. Και η Μίνα είναι σε μια συνεχή αγωνία γι΄αυτά που κάνει, γι΄αυτά που πρόκειται να κάνει. Δεν είμαι ποτέ σίγουρη. Ακόμα και στις επιτυχίες. Τις χαίρομαι βέβαια, αλλά ως εκεί. Κανένας πραγματικά καλλιτέχνης δεν μπορεί να δει το μέγεθος του τι έχει κάνει, ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω, αν και το προς τα κάτω το βλέπεις ευκολότερα. Τα βλέπει όλα περίπου».
«Σαν γυναίκα είχα πάντα μια κοκεταρία -τώρα έχει περάσει, βγαίνω και άβαφη. Περιποιούμαι όμως τον εαυτό μου. Τρώω λίγο και συχνά, γυμνάζομαι μόνη στο σπίτι, έχω και καλό μεταβολισμό -δίαιτα δεν έχω κάνει ποτέ. Στη δουλειά είμαι πειθαρχημένη, στη ζωή είμαι πιο χύμα.
Μοναξιά; Όλοι αισθανόμαστε. Αλλά δεν με καταπιέζει. Κάποιες στιγμές είναι πιο δύσκολες. Στην ουσία μ’ αρέσει να είμαι μόνη και να αφιερώνω τον χρόνο μου στα πράγματα που θέλω. Θέλω όμως την καλή παρέα. Και, ναι, είμαι καλά. Είμαι αρκετά καλά με τον εαυτό μου και με τους ανθρώπους που αγαπάω».
Συνέντευξη στη Μυρτώ Λοβέρδου στο BOVARY