Η Μιμή Ντενίση γεννήθηκε στη Λαμία στις 15 Μαΐου του 1953. Είναι Ελληνίδα ηθοποιός, θεατρική συγγραφέας, σκηνοθέτης και θεατρική επιχειρηματίας.
Αποφοίτησε από το Λύκειο του Αμερικανικού Κολεγίου της Αγίας Παρασκευής. Είναι Πτυχιούχος του Τμήματος Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι επίσης Πτυχιούχος του τμ. Υποκριτικής της Δραματικής Σχολής του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Μεταφράζει από 4 γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά. Έχει μεταφράσει και διασκευάζει πάνω από 80 θεατρικά έργα, νουβέλες και μυθιστορήματα.
Έχει γράψει 5 ιστορικά έργα τη «Θεοδώρα», «Εγώ η Λασκαρίνα», «Η Πηνελόπη Δέλτα συναντάει το Μάγκα» και «Σμύρνη μου αγαπημένη» που παίχτηκαν για πολλές sold out σεζόν.Το έργο «Κι από Σμύρνη…Σαλονίκη» είναι η συνέχεια του έργου της «Σμύρνη μου Αγαπημένη» και ανέβηκε στις 24 Οκτωβρίου 2019 από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Είναι τακτικό μέλος της ΕΕΘΣ.
Έχει διευθύνει τα αθηναϊκά θέατρα «Αθηνά», «Βρεττάνια», «Ακροπόλ», «Ιλίσια-Ντενίση» και «Ιλίσια-Βολανάκης»
Το 2004 ίδρυσε τη δικιά της Δραματική Σχολή, «Κεντρική Σκηνή», όπου έχει συνεργαστεί με μεγάλα ελληνικά και διεθνή ονόματα του χώρου της υποκριτικής: Ολυμπία Δουκάκη, Μάρτιν Σέρμαν, Σοτιγκί Κουγιατέ, Δημήτρη Καταλειφό, Πέτρο Φιλιππίδη, Γιώτα Φέστα, Έφη Μουρίκη, Μιχάλη Μητρούση, Περικλή Μουστάκη κ.ά.
Το 2009 τιμήθηκε από τη Γαλλική Κυβέρνηση για τη συνολική προσφορά της στην Τέχνη και τα Γράμματα με μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές διακρίσεις, τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής.
Το 2019 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Οικουμενικός Ελληνισμός και έλαβε τον τίτλο της Ύπατης προέδρου.
Η ίδια λέει σε παλαιότερη συνέντευξή της για την παιδική της ηλικία: “Όταν ήμουν τεσσεράμισι, ήρθαμε στο σπίτι μας στην Αθήνα. Ο μπαμπάς μου ήταν ήρωας πολέμου και έφτασε στον βαθμό του στρατηγού σε νεαρή ηλικία. Η καταγωγή του ήταν από τα Κανάλια, έξω από την Καρδίτσα, Θεσσαλός από οικογένεια καπνεμπόρων, με παιδικούς του φίλους τον Φλωράκη και τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, με τους οποίους συναντιόταν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Η μαμά μου κατάγεται από μεγάλη αστική οικογένεια της Φθιώτιδας, με παραδόσεις και τρόπους της παλιάς εποχής. Το διπλανό σπίτι στο δικό τους ήταν ενός φίλου του παππού μου, του κ. Κλάρα, που έστειλε τον γιο του να σπουδάσει στη Γαλλία και μετά έγινε ο Άρης Βελουχιώτης”.
“Ήμουν «ακαταλαβίστικο» παιδί, σύνθετο. Πολύ καλή μαθήτρια, πάρα πολύ σπασίκλα ‒και τώρα είμαι‒, πάρα πολύ του διαβάσματος και του βιβλίου, αλλά ταυτόχρονα ήμουν και πάρα πολύ άτακτη. Δεν ήμουν το τακτικό παιδί με τα ωραία τετράδια, το πειθαρχημένο. Φρόντιζα να εξαντλώ όλες τις απουσίες, αλλά ήμουν βιβλιοφάγος και εξαιρετικά καλή μαθήτρια, ειδικά στα θεωρητικά. Έγραφα όλο το περιοδικό του σχολείου, εκθέσεις που πάντα τις διάβαζαν, ήμουν πρόεδρος της τάξης, ανέβαζα τα θεατρικά, και όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο ήξερα τόσο καλά λατινικά, που τα μιλούσα στο τηλέφωνο. Τα καλλιτεχνικά τα αγαπούσα πάντα ‒υποθέτω τα είχα υποσυνείδητα‒, αλλά ήθελα να γίνω διπλωμάτης. Με τραβούσε πολύ η διεθνής πολιτική, αλλά τότε ήταν άλλες εποχές. Ο μπαμπάς μου μού είχε πει «αυτό είναι πολύ αντρικό επάγγελμα, θα τρέχεις συνέχεια από χώρα σε χώρα και δεν θα κάνεις ποτέ οικογένεια». Δεν το ήθελε καθόλου. Άμα ήξερε ότι θα γινόμουν ηθοποιός, θα με είχε αφήσει. Κι επειδή μου άρεσε πολύ η λογοτεχνία κυρίως, όχι η φιλολογία, πήγα στη Φιλοσοφική. Μπήκα εκ των πρώτων, χωρίς φροντιστήρια, χωρίς τίποτα, και τέλειωσα το τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών με ειδίκευση στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, στη νεότερη λογοτεχνία”.
Ο Αντώνης Τρίτσης ήταν το άλλο μου μισό», θα πει η Μιμή Ντενίση πριν λίγα χρόνια αναφερόμενη στους σημαντικούς άντρες που πέρασαν από τη ζωή της. Η σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός και θεατρική συγγραφέας είχε μιλήσει για το γάμο της με τον Γιάννη Φέρτη, αλλά και τον Σωτήρη Πολύζο, αλλά και για το πώς κατέληξε τελικά να κάνει οικογένεια μόνη της.
«Ήμουν συνήθως με άντρες μεγαλύτερους από εμένα», είχε πει η Μιμή, αρχικά, σχολιάζοντας το γεγονός όταν ήταν μικρότερη ήθελε να δείχνει- στιλιστικά- μεγαλύτερη («Όταν είσαι με άντρες πιο μεγάλους, ντύνεσαι και πιο σοβαρά… έπαιζα πολύ την Κυρία τότε»). Και εξηγεί ότι πλέον έχει εγκαταλείψει αυτή την εικόνα («Όχι, δεν ξυπνάω και φοράω ρόμπες. Πλέον, είμαι πολύ στην απλότητα».) Όσο για τους δυο πρώην άντρες της και τη μεγάλη της σχέση με τον Αντώνη Τρίτση, θα πει για τον καθένα ξεχωριστά:
Για τον Σωτήρη Πολύζο: «Είμαστε πολύ φίλοι. Είναι δικός μου άνθρωπος, στην οικογένειά μου. Από τη στιγμή που γίναμε ζευγάρι, και διαφωνήσαμε σε κάποια πράγματα και χωρίσαμε, περάσαμε μια περίοδο που δεν είναι αδύνατον να μην την περάσεις. Αυτά τα “πολιτισμένα”, που είσαι “θαύμα” στη σχέση σου με τον άλλο από το άλλο πρωί του χωρισμού, δεν γίνονται! Και θα πλακωθείς και θα βριστείς. Από εκεί και πέρα, αν υπάρχει μια σχέση μ’ αυτόν το άνθρωπο, φιλική, εκτίμησης, όπως θες πες την, ξαναβρίσκεσαι μαζί του. Και μένα δεν ήταν ψεύτικη η φιλία μου των 20 ετών με το Σωτήρη… Όχι, τον γάμο δεν τον μετάνιωσα. Μπορεί να το μετάνιωνα, αν ήταν κάποιος ξένος. Με τον Σωτήρη είπα απλά “ήμασταν φίλοι, τι το θέλαμε το γάμο τώρα”. Με στήριξε ως άντρας μου σε μια εποχή που ήταν πολύ δύσκολη για μένα, όταν έφυγε ο πατέρας μου, στήριξε τη Μαριτίνα, μου έδωσε χαρά…»
Για τον Αντώνη Τρίτση: «Ήταν η μεγαλύτερη απώλεια για μένα! Πάντα ένιωθα η χήρα… Πάντα ένα κομμάτι μέσα μου λέει ότι έφυγε αυτός που θεωρούσα το άλλο μου μισό. Αυτός ήταν ο άντρας μου! Ήταν ένας άνθρωπος πολύ αντίστοιχος με μένα… Είχαμε σχέση 7 χρόνια. Η γνωριμία μας έγινε στο θέατρο, με είχε δει στην παράσταση “Amadeus” και έπειτα στο καμαρίνι, που με βρήκε, μου είπε ότι τον γοήτευσα. Το φλερτ κράτησε πολύ γιατί τότε ήμουν παντρεμένη με τον Γιάννη Φέρτη… Με τον Αντώνη είχαμε πολλές ομοιότητες, αυτό το πολυσχιδές που έχω και εγώ, το είχε και ο ίδιος, σε άλλο τομέα, γι’ αυτό καταλαβαινόμασταν χωρίς λόγια. Δεν υπήρξε ποτέ μεταξύ μας αμφιβολία και είχε επίσης αυτό που εγώ λατρεύω, κουλτούρα.
Είχε αληθινή μόρφωση και δεν ήταν δήθεν. Ήταν πολύ προχωρημένη προσωπικότητα για την Ελλάδα… Αν είχε ζήσει, θα ήταν πολύ διαφορετική η ζωή μου, πιστεύω ότι θα είχα μείνει μαζί του. Θα είχαμε κάνει οικογένεια, πιστεύω… Η Μαριτίνα μου είχε πει κάποτε “αν είχα μπαμπά, απ’ όλους όσους είχες σχέση, θα ήθελα να ήταν ο Αντώνης”… Όταν εκείνος έφυγε, πέρασα μια χρονιά με κατάθλιψη, κλείστηκα στο σπίτι, δεν έπαιζα στο θέατρο που είναι η ζωή μου… Η σχέση αυτή και η απώλεια ήταν ορόσημο για μένα».
Για τον γάμο που έμελλε να γίνει και δεν έγινε ποτέ είχε μιλήσει και παλαιότερα λέγοντας: «Μου έχει μείνει ένα μεγάλο παράπονο στη ζωή μου που νομίζω δεν θα ξεπεραστεί ποτέ. Όταν χάνεις κάποιον που τον αγαπούσες πραγματικά, δεν ξεπερνιέται, μένει κάπου μέσα σου. Δεν έχεις τον ίδιο πόνο που έχεις στην αρχή, αλλά μέσα σου κάπου μένει (…) Γιατί, όταν ήταν να παντρευτώ τον Αντώνη, είχα πάει στη Σήλια Κριθαριώτη που μου έκανε το νυφικό και όταν το κρέμασα στη ντουλάπα και το προβάρισα πρώτη φορά, μετά από μία εβδομάδα ο Αντώνης πέθανε (…) Εκείνος όμως ήταν αυτός που αγαπούσα πραγματικά», είχε πει η ηθοποιός.
Για τον Γιάννη Φέρτη: «Χωρίσαμε, παρά την εκτίμηση που του τρέφω, γιατί είμαστε δυο άνθρωποι με αρκετά κοινά, αλλά και πολλές διαφορές. Παρά το ό,τι έχει πολύ χιούμορ ο Γιάννης, είναι πιο βαρύς άνθρωπος από μένα, πιο κλειστός, δεν έχει τη χαρά της ζωής μέσα του όπως είχα εγώ. Τον ερωτεύτηκα γιατί ήταν πολύ γοητευτικός, έξυπνος, εσωστρεφής. Είναι ένα πολύ γοητευτικό άτομο ο Γιάννης και ένας ηθοποιός με αύρα μέσα στο θέατρο. Ήταν λίγο πυγμαλίωνας για μένα θεατρικά και μου έδωσε αρχές γι’ αυτό που έγινα μετά…»
Για την απόφαση να κάνει οικογένεια μόνη της είχε πει : «Οικογένεια ήθελα να κάνω με τον Αντώνη και με τον Γιάννη. Απλά, με τον Γιάννη ήμουν ακόμα μικρή, ήμουν στην αρχή της καριέρας μου, κάναμε πράγματα μαζί στο θέατρο, οπότε δεν έτυχε… Δεν το είχα σκεφτεί ακριβώς ότι θα κάνω οικογένεια μόνη μου, αλλά πάντα αγαπούσα τα παιδιά και επειδή υπήρξαν τόσο σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μου, που νόμισα ότι θα κάνω παιδιά, αυτό ήταν κάτι που είχε αφήσει τρύπα…»
Τέλος, η Μιμή είχε πει: «Δεν θέλω να είμαι μόνη μου… πολλές φορές έχω ξυπνήσει τα τελευταία χρόνια και έχω πει ” μακάρι να είχα έναν σύντροφο τώρα να το πω αυτό που μου συνέβη”».
Μιλώντας σε παλαιότερη συνέντευξή της η Μιμή Ντενίση είχε πει: «Πιστεύω ότι όποιος έχει ζήσει ιστορία υιοθεσίας θα πρέπει να το σκεφτεί πολύ σοβαρά από την αρχή και να το κάνει μέρος της ζωής του από τότε που το παιδί είναι σχεδόν βρέφος γιατί τότε δεν έχει ζήσει άλλη ζωή ούτε άλλη ιστορία και του φαίνεται φυσιολογικό. Αν αργήσεις να του το πεις το παιδί σε θεωρεί ψεύτη μετά. Δεν σε εμπιστεύεται σε κανένα τομέα.
Το παιδί μου είναι το παιδί μου. Επειδή δεν έχει το DNA το δικό μου δεν σημαίνει κάτι. Όπως της έχω πει κιόλας εμένα είναι το παιδί μου γιατί έφτασε μια στιγμή που αποφάσισα ότι αυτή είναι το παιδί μου. Δηλαδή κάποια που έμεινε έγκυος τυχαία από κάποιον που ούτε ήξερε, αγαπάει το παιδί της περισσότερο; Αφού ούτε που το ήθελε. Η μητέρα πρέπει να είναι αληθινά κοντά στο παιδί, να το έχει αληθινά στη καρδιά της και είναι προτεραιότητα πάνω από τον εαυτό της γιατί πολλές γυναίκες έχουν την δυνατότητα μιας εγκυμοσύνης και από εκεί και πέρα άλλη βαριέται, άλλη το έχει παρατημένο, άλλη δε το ήθελε, άλλη το χρησιμοποιεί σαν κοινωνική ασπίδα. Αυτό δεν λέγεται μάνα»!