Πόσοι εμάς και πόσες και πόσες φορές έχουμε σιγοτραγουδήσει το υπέροχο αυτό κομμάτι των αδερφών Κατσιμίχα το «Μια βραδιά στο Λούκι». Με τους χαρακτηριστικούς στίχους «Προχτές εκεί που τα `πινα με κάποιο κολλητό μου, κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια δυο ματάκια» ή «εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει, αχ, να ‘μουνα αεράκι, καπνός από τσιγάρο στα στήθια της να μπαίνω και κείνη ας μη με θέλει». Ένα τραγούδι σταθμός για την καριέρα των 2 αδερφών. Πόσοι από εσάς όμως γνωρίζατε την ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτό το τραγούδι;
Όλα ξεκίνησαν όταν ο καλλιτέχνης Άγγελος Σφακιανάκης βρέθηκε στο νησί της Ζακύνθου για το Πάσχα το 1978 μαζί με δύο ακόμη φίλους του έχουν πάει στη Ζάκυνθο. Και εκεί σύμφωνα με τον Άγγελο γνωρίζουν μια «ξεχωριστή ύπαρξη». Τη Ρενέ. Ένα κορίτσι τόσο γοητευτικό που τελικά έγινε τραγούδι και μάλιστα τόσο αγαπημένο που χρόνια μετά μας κρατάει συντροφιά.
Πρόκειται για το «Μια βραδιά στο Λούκι» και εάν ο τίτλος δεν σας θυμίζει κάτι τότε ίσως να σας θυμίσουν κάτι οι στίχοι: «Προχτές εκεί που τα `πινα με κάποιο κολλητό μου, κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια δυο ματάκια» ή «εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει, αχ, να ‘μουνα αεράκι, καπνός από τσιγάρο στα στήθια της να μπαίνω και κείνη ας μη με θέλει».
Αυτό το κορίτσι λοιπόν, που οι γυναίκες ζήλεψαν και οι άντρες ερωτεύτηκαν, δυστυχώς έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2015.
“Την Μεγάλη Παρασκευή πέρασε απ το σπίτι με κάτι φίλους του οικοδεσπότη μια ξεχωριστή ύπαρξη. Αδύνατη, τρυφερή, πρόσχαρη με μακριά δάχτυλα και κομμένα τα μαλλιά της αλά γκαρσόν. Μας την σύστησε ο συνοδός της, από δω η «Ρενέ» . Η χάρη της και μια γλυκιά καλοσύνη τυλιγμένη με την αστική της ευγένεια απλώθηκε σε όλη την παρέα. Κάναμε συντροφιά και η Ρενέ ξανά ήρθε την επομένη μόνη. Το βράδυ με τον Αντώνη γοητευμένοι και οι δύο από την νέα γνωριμία πίναμε και συζητούσαμε ως μύστες του ωραίου προσπαθώντας να προσδιορίσουμε την γοητεία της . Ο Αντώνης που ήταν εικαστικός , εκείνα τα χρόνια δούλευε κάτι σχεδιαστικές φόρμες που ήταν πότε κοίλες και πότε κυρτές ανάλογα στο φως και την εσωτερική διάθεση του παρατηρητή. Μ’ αρέσει γιατί είναι «ήτο δεν ήτο» δήλωσε. Είναι θελκτική αλλά χωρίς σεξισμό. Είναι κορίτσι με την αθωότητα αγοριού. Είναι άφυλα ερωτική. Είναι νεράιδα αλλά και του κόσμου τούτου συμπλήρωσα εγώ. Η Ρενέ είχε βαφτιστεί πλέον από τον Βεζυρτζή ως «ήτο δεν ήτο». Έτσι δεν έμαθα ποτέ το επίθετό της. Η Πασχαλιάτικη Ζάκυνθος τελείωσε και συνεχίσαμε να βλεπόμαστε στην Αθήνα. Ένα βράδυ πήγα την Ρενέ στο Λούκυ, ένα μπαρ στη Χάρητος . Συνάντησα γνωστούς και φίλους. Ο Αλέξης, ο Νίκος, ο Γιώργος, η Τούλα, ο Θωμάς. Το Λούκι ήταν στέκι. Ήταν κι ο Χάρης Κατσιμίχας με τον Ζιώγαλα εκεί. Με τον καιρό με τη Ρενέ χαθήκαμε. Μετά από χρόνια ο Χάρης μου εκμυστηρεύτηκε εγκάρδια πως το κορίτσι που περιγράφει στο τραγούδι «Μία βραδιά στο Λούκι» ήταν το κορίτσι που συνόδευα εκείνο το βράδυ. Το «Μία βραδιά στο Λούκι» γράφτηκε με αφορμή την Ρενέ. Είμαι βέβαιος πως γράφτηκαν κι άλλα τραγούδια για κείνη, απλώς δεν τα έμαθα ποτέ. Καλό ταξίδι Ρενέ.”
Να θυμίσουμε πως το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στον δίσκο του Πάνου Κατσιμίχα με τίτλο “Αγώνες Κέρκυρας 82” που κυκλοφόρησε το 1982.
Στίχοι: Χάρης Κατσιμίχας – Μουσική: Χάρης Κατσιμίχας
Προχτές εκεί που τα ‘πινα με κάποιο κολλητό μου
κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια δυο ματάκια
γυρίζω στον δικό μου, ο τύπος μου, Νικόλα
και μένα, μ’ απαντάει, και εκεί αρχίσαν όλαΕγώ αυτοσυγκεντρώθηκα για να τη μαγνητίσω
αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία
αλήθεια σας το λέω, απότυχα τελείως
δε μου ‘δινε καμία, μα καμία σημασία.Όπως καταλαβαίνετε δε μ’ έπαιρνε καθόλου
αλλά εξακολούθησα ερήμην να κοιτάω
ο φίλος μου εγκρίνιαζε, βρε Χάρη, σου μιλάω
για πες μου, σε κοιτάει; καθόλου τ’ απαντάωΣε μια στιγμή το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο
κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
ταράχτηκα και σκέφτηκα, Θεέ μου, εμένανε κοιτάει
όμως εκείνη κοίταγε να βρει τον σερβιτόροΒοήθεια, Χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει
αχ, να ‘μουνα αεράκι, καπνός από τσιγάρο
στα στήθια της να μπαίνω και κείνη ας μη με θέλειΒοήθεια, Χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
ζηλεύω όποιον της μιλά και όποιον την κοιτάει
μα πιο πολύ ζηλεύω εκείνον π’ αγαπάει
σαν τρέμει το κορμάκι της και σαν λιγοθυμάει