Γιάννης Νταλιάνης και Μαριλίτα Λαμπροπούλου είναι ένα ευτυχισμένο ζευγάρι της ελληνικής σόουμπίζ, που επιθυμούν να κρατούν μακριά την προσωπική τους ζωή από τα φώτα της δημοσιότητας και ν’ απασχολούν μόνο με τη δουλειά τους.
Το ζευγάρι είναι μαζί 17 χρόνια, καθώς παντρεύτηκαν το 2009 και έχουν αποκτήσει δύο κόρες. Γνωρίστηκαν στη δουλειά και πολύ σύντομα κατάλαβαν ότι είναι ο ένας για τον άλλον.
Αυτό το καλοκαίρι, το περνάνε οικογενειακώς, καθώς στην περιοδεία του «Οιδίποδα Τυράννου», όπου πρωταγωνιστούν (Ιοκάστη – Κρέων), έχουν μαζί τους και τις κόρες τους.
Πρωτοσυναντηθήκατε στην τηλεοπτική σειρά «Ιχνη». Πόσο ξέρατε ο ένας τον άλλον πριν;
Μ.Λ.: «Ε βέβαια, εγώ τον ήξερα. Ο Γιάννης δεν ξέρω, νομίζω με ήξερε…».
Γ.Ν.: «Εγώ λιγότερο. Την ήξερα πιο πολύ από κάποιες ταινίες, την είχα δει στον “Αμλετ” του Μαρμαρινού, αλλά όχι στην θεατρική παράσταση “Τέταρτη αδελφή”, όπου είχα ακούσει πολύ καλά λόγια για την Μαριλίτα».
Μ.Λ.: «Δεν έχει καμία σχέση αυτό που ξέρεις από τον άλλον ως οντότητα καλλιτεχνική με αυτό που γνωρίζεις από τον άλλον όταν είναι δίπλα σου και μιλάτε κανονικά, πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς τις ιδιότητές σας, πιο προσωπικά. Είναι σαν να γνωρίζεις έναν καινούργιο άνθρωπο».
Γ.Ν.: «Εγώ είχα μια εικόνα, προ-ερωτική, προεόρτια. Είχαμε βρεθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου κατά σύμπτωση συμμετείχαμε εγώ στο “Θα το μετανιώσεις” της Κατερίνας Ευαγγελάκου και η Μαριλίτα στον “Βασιλιά” του Νίκου Γραμματικού. Και οι δύο ταινίες πήραν βραβείο, η Μαριλίτα το shooting star. Τότε είχαμε συναντηθεί είτε στο αμφιθέατρο στην προβολή, είτε στο ξενοδοχείο στο πρωινό. Εκεί την είχα δει από κοντά και ομολογουμένως με εντυπωσίασε (σ.σ. η Μαριλίτα χαμογελάει αμήχανα)».
Μ.Λ.: «Εγώ δεν αντιλήφθηκα τίποτα από αυτή την στιγμή… Εμένα η πιο ισχυρή εικόνα του Γιάννη πριν τον γνωρίσω προσωπικά ήταν σε παραστάσεις. Τον θυμάμαι στον “Μισάνθρωπο” του Βογιατζή, που μ΄άρεσε τρομερά και η παράσταση και ο Γιάννης. Με είχε εντυπωσιάσει».
Γιάννης Νταλιάνης και Μαριλίτα Λαμπροπούλου ένιωσαν αμέσως ότι κάτι υπάρχει μεταξύ τους
Νιώσατε αμέσως ότι εδώ κάτι γίνεται;
Μ.Λ.: «Ναι, ναι…».
Γ.Κ.: «Φάνηκε ότι κάτι γίνεται απ΄την αρχή, με ένα αίσθημα εμπιστοσύνης, κάτι πολύ σημαντικό για μια σχέση, για να έχει διάρκεια».
Μ.Λ.: «Εγώ αυτό το ένιωσα από την πρώτη ματιά, όχι τον έρωτα, την εμπιστοσύνη. Ο πρώτος μας χαιρετισμός, η πρώτη μας χειραψία, το βλέμμα του Γιάννη, μου γέννησε ακριβώς αυτό το συναίσθημα, ένα καθαρό, φωτεινό βλέμμα, ότι εδώ μπορώ να επικοινωνήσω, ν΄ακουμπήσω. Ενα δυνατό αίσθημα».
Γ.Ν.: «Μετά βρέθηκαν πολλά κοινά ενδιαφέροντα και κοινή οπτική απέναντι στο θέατρο. Είχαμε κοινά ενδιαφέροντα απέναντι στην επιστήμη και τα μαθηματικά».
Μ.Λ.: «Και στην φιλομάθεια, θα έλεγα».
Γ.Ν.: «Ανταλλάσσαμε από τις πρώτες μέρες, από τις πρώτες νύχτες, γρίφους μαθηματικών…».
Έρωτας με την πρώτη ματιά;
Μ.Λ.: «Με την πρώτη δεν θα το έλεγα, αλλά ούτε και με την πολλοστή. Ομαλά προέκυψε η συνέχεια, νωρίς…».
Δεν επηρεάστηκε η ζωή των Γιάννη Νταλιάνη και Μαριλίτας Λαμπροπούλου από την επιτυχία
Η τηλεόραση, οι μεγάλες επιτυχίες, ανέτρεψαν τις προσωπικές σας ισορροπίες;
Μ.Λ.: «Εμένα επειδή μου είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν με τον “Εραστή Δυτικών Προαστίων”, κι ας είχαν περάσει πολλά χρόνια, το είχα πάθει το πρώτο σοκ -τότε με είχε δυσκολέψει αυτό το κύμα. Εκτοτε ωρίμασα.
»Τώρα, παρ΄ότι είναι και μεγαλύτερο, το διαχειρίζομαι με μια άνεση, το βλέπω σαν μέρος της δουλειάς μας,που είναι συνέχεια ανατρεπτική. Η τελευταία διετία έφερε αυτή την τεράστια αλλαγή, δεν αλλάζει κάτι μέσα μου –ούτε στις σχέσεις μου ούτε στους φίλους μου. Απλώς μπορεί να προέκυψαν κάποιοι καινούργιοι. Τα παιδιά ζουν την μεγαλύτερη διαφοροποίηση, τα οποία το παρατηρούν αυτό και το συζητάμε. Είναι 10 και 14 τα κορίτσια».
Γ.Ν.: «Δεν έχει αλλάξει κάτι πολύ ουσιαστικά. Κρατιέται σε κάποιο όριο κι από μένα, να μην δώσω κάποια μεγάλη σημασία, είναι στα όρια του ευχάριστου, σπάνια είναι δυσάρεστο».
Βλέπουν τις σειρές σας τα παιδιά;
Μ.Λ.: «Αποφεύγουν γενικά γιατί τους ταράζει να βλέπουν τη μαμά τους σε συνθήκες άλλες από αυτές που είναι οι κανονικές. Και παρ΄ότι ξέρουν πως λειτουργεί το θέατρο και η υποκριτική –το ξέρουν κι απ΄τους εαυτούς τους όταν κάνουν τα διάφορα θεατρικά τους, τα έχουμε και συζητήσει, ωστόσο όταν βλέπουν την μαμά τους να κλαίει, στεναχωριούνται. Οπότε το αποφεύγουν και οι ίδιες –καμιά φορά όμως το βλέπουν.
Γ.Ν.: «Στα παιδιά νομίζω ότι υπάρχει μια διαφοροποίηση. Η μία κόρη αντιλαμβάνεται και από πιο μικρή την καλλιτεχνική διαδικασία με την έννοια των προσώπων του αληθινού και του ψεύτικου, η άλλη είναι πιο μικρή και έχει μεγαλύτερη αθωώτητα ως προς το παιχνίδι των ρόλων».
Μ.Λ.: «Γι΄αυτό και αποφεύγουμε να τις πηγαίνουμε σε παράστάσεις, δικές μας, που δεν θα έπρεπε να δουν στην ηλικία τους.
»Η μεγάλη ήθελε πολύ να παίξει στην τηλεοπτική σειρά “Αγάπη παράνομη”, αλλά όχι δεύτερη φορά».
Θα θέλατε να γίνουν ηθοποιοί;
Γ.Ν.: «Αν αυτό είναι το πιο δημιουργικό που μπορεί να κάνουν και καταφέρουν να επιβιώσουν σ΄αυτή την δουλειά, δεν έχω κάποιο ταμπού. Αρκεί να είναι δικό τους, όχι μιμητικό, και πολύ δημιουργκό. Είναι εύκολο να θαμπωθεί ένα παιδί από αυτόν τον κόσμο, γιατί δεν βλέπει την άλλη, την δύσκολη πλευρά της δουλειάς μας».
Μ.Λ.: «Για μένα σημασία έχει να εκφράζονται δημιουργικά, με τον καλύτερο τρόπο που είναι η κλίση τους, να νοιώθουν ευτυχισμένα από την δουλειά που κάνουν, να πετυχαίνουν, να είναι αναγνωρισμένες από την κοινότητά της δουλειάς, να βγάζουν τα προς το ζην».
Γ.Ν.: «Γι΄αυτό και προσπαθούμε να τους παρέχουμε προσλαμβάνουσες από διάφορα επαγγέλματα και δραστηριότητες –αλλά θέλουμε να καλλιεργηθούν και σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Μ.Λ.: «Ναι, το προσπαθούμε, με την μουσική, τον χορό, την λογοτεχνία, ν΄ασκήσουν τον νου και την ψυχή τους.
Έχετε μοιρασμένους ρόλους ως γονείς;
Μ.Λ.: «Το κλασικό: Ο μπαμπάς τα πάει για μπάσκετ και η μαμά κανονίζει τα ωράρια ύπνου, μαθημάτων».
Πρώτη φορά παίζετε μαζί χωρίς να σκηνοθετεί ο ένας από τους δυο σας…
Γ.Ν.: «Είναι πιο ξεκούραστο για μένα, ιδίως τώρα που σκηνοθετεί ο Σίμος Κακκάλας, στον οποίο έχουμε και οι δύο εμπιστοσύνη, οπότε μπορούμε να κοιτάξουμε ο καθένας τα δικά του, να συμβουλέψεψουμε ο ένας τον άλλον, να μην έχουμε την ευθύνη να καθοδηγήσει ο ένας τον άλλον. Εχει όμως το ίδιο ενδιαφέρον γιατί το ίδιο το έργο και η ίδια δουλειά είναι πολύ συναρπαστική».
Μ.Λ.: «Με τον Γιάννη, όποιο πόστο και να έχουμε στην συνεργασία μοιάζει να είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα. Και το σκηνοθετικό του ύφος και το δικό μου, όλα ακουμπάνε σε μια επικοινωνία που έχουμε στον πυρήνα του τι σημαίνει για μας κουβέντα πάνω στο θέατρο. Ανταλλάσσουμε πράγματα που μας προχωράνε και τους δύο –εμένα σίγουρα. Οπότε αυτό συμβαίνει και τώρα. Μοιραζόμαστε πράγματα πάνω σ΄ένα κοινό αντικείμενο».
Η κοινή δουλειά πώς προέκυψε;
Μ.Λ.: «Στην συγκεκριμένη δουλειά εγώ μπήκα μετά, συμπτωματικά. Ηταν μια ευτυχής συγκυρία. Διευκόλυνε την κατάσταση, αλλά είναι μια πρόταση που έτσι κι αλλιώς θα΄θελα να δεχτώ. Εκτιμώ την δουλειά του Κακκάλα, ο ρόλος της Ιοκάστης είναι από τους εμβληματικούς. Τώρα που θα έχουμε και τα παιδιά μας μαζί στην περιοδεία, ακόμα καλύτερα…».
Μιλήστε μου για την Ιοκάστη.
Μ.Λ.: «Είναι μια πρόκληση. Είναι ένα ασύλληπτο όν. Εγώ πάντα προσεγγίζω τους ρόλους ψάχνοντας να βρω μια προσωπική μου επαφή, μια αλήθεια, που να τους κάνει και πανανθρώπινους και να με αγγίζουν. Αυτά δεν είναι πρόσωπα όμως, είναι είδωλα, είναι τοτέμ, είναι υπερβατικά σχεδόν ανθρώπινα όντα, γιατί έχουν κάνει πράξεις που δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Οπότε ψάχνω να βρω ένα σημείο επαφής της μεθόδου που έχω εγώ, με αυτό το πρόσωπο που απαιτεί μια αντιμετώπιση μορφής τεράστια. Μ΄εντυπωσιάζει ένα ακόμα στοιχείο: Οτι είναι η γυναίκα που έδωσε το μωρό της, τριών ημερών, να το αφήσουν στον Κιθαιρώνα για να πεθάνει. Κι εγώ θέλω από εκεί να την πιάσω, πριν φτάσουμε στα επόμενα. Παρατηρώ επίσης ότι έχει μεγάλη άρνηση να πιστεύει στους χρησμούς, κάτι που είχε φανεί ωραίο στην αρχή, σαν να είναι ένα λογικό ον, σύγχρονο, με ορθολογισμό. Μετά κατάλαβα ότι μπορεί να έχει και ένα ψυχολογικό έρισμα αυτό, επειδή η πράξη οφειλόταν σε έναν χρησμό, για ν΄αποσοβίσει ένα μεγαλύτερο κακό –να γίνει ο γιος της πατροκτόνος. Οπότε είναι ένα πρόσωπο που έχει ήδη διαπράξει το κακό. Γνωρίζει το κακό πριν το γνωρίσει ο Οιδίποδας. Είναι ένα πρόσωπο που ηττάται πρώτο. Αλλωστε μόνο εκείνη πεθαίνει στο έργο –αυτοκτονεί».
Και ο Κρέων;
Γ.Ν.: «Ο Κρέων με την σειρά του –χωρίς να τον συνδέσουμε με τον Κρέοντα της “Αντιγόνης”, έρχεται να υψώσει την φωνή της λογικής, απέναντι και στο πάθος που μπορεί να έχει ο Οιδίποδας. Αλλά αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να λυθεί το πρόβλημα της πόλης, του λοιμού. Εμπιστεύεται τους θεούς και τους χρησμούς, και τον Τειρεσία. Αποτελεί μια δύναμη και όπως φαίνεται στο έργο, αντίθετη, του Οιδίποδα, αλλά στην ουσία τείνει προς την ίδια κατεύθυνση, στην αλήθεια. Ο Σοφοκλής συλλαμβάνει κάτι μοναδικό, ο “εχθρός” σου προσφέρει την λύση. Αυτό είνα μέσα στα πλαίσια της διαλεκτικής που υπήρχε τότε και της δημοκρατίας που αρχίζει να ανθίζει στην Αθήνα. Η διεκδίκηση από εκεί και πέρα υπάρχει για το ποιος έχει το δικιο απέναντι στους πολίτες, γιατί είναι πάντα παρούσα η πόλη».
Μ.Λ.: «Κι η Ιοκάστη είναι φορέας αυτού του επιχειρήματος –να μην πιστεύεις τους χρησμούς. Απευθύνεται κι εκείνη στην πόλη. Είναι επίσης πρόσωπο εξουσίας».
Πόσο επηρεάζουν τη ζωή σας οι κοινές πρόβες;
Γ.Ν.: «Σίγουρα επηρεάζεται ο ένας από τον άλλον, κι έχουμε ένα παραπάνω feedback κάθε φορά, μια συμβουλή, μια παρατήρηση, μια λεπτομέρεια. Ολα αυτά μπορεί να τα επισημάνει ο άλλος και να σου τα πει. Αλλά όλα είναι μέσα στα πλαίσια της κατεύθυνσης που δίνει ο Σίμος, γιατί εμπιστεύομαστε τον σκηνοθέτη».
Μ.Λ.: «Στην πορεία που έχει ατομικά ο καθένας μας για να βρει τον ρόλο του μπορεί να συμβολευθεί τον άλλον, αλλά με μέτρο. Δεν θέλουμε να γεμίζουμε τις ώρες του σπιτιού μας με πρόβα».
Βάζετε κάποιο όριο στην καθημερινότητά σας σε σχέση με το θέατρο;
Μ.Λ.: «Μπορούμε νομίζω. Με την εμπειρία καταλαβαίνουμε ότι αυτό βλάπτει οπότε έχουμε καταφέρει να βρούμε κάποιους τρόπους, ιδίως ο Γιάννης το κάνει, γιατί εγώ καμιά φορά παρασύρομαι και μου λέει “όχι, όχι δεν μιλάμε τώρα γι΄αυτό”».
Γ.Ν.: «Εγώ εμπιστεύομαι πολύ το ένστικτο της Μαριλίτας, μ΄έχει γλιτώσει πολλές φορές από κακοτοπιές».
Μ.Λ.: «Ολα τα συζητάω κατευθείαν με τον Γιάννη –έχει τρομερή αντίληψη των πραγμάτων και με δεδομένο ότι νοιάζεται για μένα, μόνον καλό μπορεί να μου κάνει».
Γ.Ν.: «Εγώ, απ΄την άλλη, πιστεύω ότι την έχω βοηθήσει στο να την εξωθήσω να κάνει πράγματα για να υπάρξει σαν οντότητα στον καλλιτεχνικό χώρο. Γιατί και με τα παιδιά, που φρόντισε πολλά χρόνια, αλλά και με πολλές προτάσεις που είχε και τηλεοπτικές και θεατρικές, τις οποίες αρνήθηκε για να είναι συνεπής και να μην κάνει πολλά πράγματα μαζί».
Μ.Λ.: «Τώρα είναι και η συγκυρία. Τα παιδιά είναι πιο μεγάλα, η εποχή είναι πιο ανοιχτή σε καλά πράγματα».
Γιάννης Νταλιάνης και Μαριλίτα Λαμπροπούλου σχολιάζουν τον Σασμό
Πώς βλέπετε τη Βασιλική στον «Σασμό»; Εκφράζει ένα γυναικείο μοντέλο;
Μ.Λ.: «Βάζω και την σκέψη μου μέσα στην Βασιλική, μέσα στα λόγια του σεναρίου, την ώρα που παίζω. Η σκέψη νομίζω φαίνεται στην κάμερα. Αυτός ο ρόλος θέτει ένα μεγάλο δίλημμα, πόσο υπεύθυνη είναι η κοινωνία για μια κακοποίηση που συμβαίνει ιδιωτικά, πως μπορεί να στηρίξει, να παρέμβει, να αποτρέψει, πόσο είναι θέμα ατομικό –πως μπορεί να αντιδράσει το ίδιο το πρόσωπο… Σε μια κοινωνία τόσο κλειστή είναι δύσκολο. Δεν είναι τόσο εύκολο να φύγεις.
»Ο ρόλος μου έχει φορτωθεί να δείξει ότι η αυτοδικία δεν μπορεί να είναι δικαιολογημένη αλλά ούτε μπορεί να εξομειώσεις αυτή την πράξη με εκείνη ενός στυγνού εγκληματία.
»Αυτό που μ΄έχει εντυπωσιάσει είναι ότι μου στέλνουν πολλά μηνύματα γυναίκες, αλλά και άντρες, γιατί δεν αποδέχομαι τον φονιά που μ΄αγαπάει –κι εγώ τον αγαπάω, αλλά… Το θέμα είναι εκεί, δεν έχει λυθεί. Θίγονται τα όρια».
Έρωτας και φόνος σαν να πάνε μαζί και στον «Σασμό» αλλά και στο «Αυτή η νύχτα μένει»…
Μ.Λ.: «Το πάθος έχει δύο όψεις. Επικίνδυνα πρότυπα. Απαιτείται μια ωριμότητα, πιστεύω».
Γ.Ν.: «Στην τέχνη, την μεγάλη τέχνη πάντα αυτό ήταν –και τώρα αυτό είναι. Τα ερωτικά ζευγάρια της ιστορίας έχουν πάντα και την σκιά του θανάτου».
Ο ρόλος της Βασιλικής ήταν να τελειώσει πολύ νωρίτερα νομίζω..
Μ.Λ.: «Πράγματι ήταν να τελειώσει πολύ σύντομα –προσωπικά δεν είχα εικόνα που θα πάει όλο αυτό».
Γ.Ν.: «Λειτούργησε πολύ και η χημεία με τον Δημήτρη Λάλο. Ο κόσμος έγραφε μηνύματα “Μην σκοτώσετε την Βασιλική” και κάποια στιγμή ο Alpha αναγκάστηκε να βγάλει ανακοίνωση “μην ανησυχείτε η Βασιλική θα ζήσει”…».
Πώς εισπράξατε τη δική σας πρόσφατη τηλεοπική εμπειρία – δικηγόρος στις «Αγριες Μέλισσες» και παπάς στο «Αυτή η νύχτα μένει»;
«Ενας παπάς όχι συμβατικός με αντιθέσεις, που θέλει να κάνει το καλό, αλλά το προσπαθεί με λάθος τρόπο -ένας καλογραμμένος ρόλος. Οι αντίθετες δυνάμεις γεννούν πάντα το ενδιαφέρον. Κι είχε σημασία γιατί ήρθε μετά τον δικηγόρο απ΄τις “Μέλισσες”. Το επάγγελμα έχει μια σημασία. Τα λόγια στις “Μέλισσες” τα μελέτησα όχι ως ηθοποιός αλλά ως δικηγόρος που έχει να ανακρίνει μάρτυρες. Μελετούσα σαν να μελετούσα την δικογραφία».
Πώς θα χαρακτηρίζατε ο ένας τον άλλον;
Γ.Ν.: «Εχει πολλές πλευρές η Μαριλίτα, όχι μόνον αυτές που φαίνονται ή φαντάζονται οι θαυμαστές της, κι αυτό την κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Αυτή την στιγμή όμως θα κρατούσα τον στίχο από το “Μαραμπού” του Καββαδία “Σαν άνθος έμοιαζε αλπικό”…».
Μ.Λ.: «Εγώ δεν έχω την ευκολία του Γιάννη με τους στίχους –γράφει κιόλας, έχει μια έφεση στην ρίμα. Οποτε θα μιλήσω πιο πεζά. Είναι ένα ευφυής άνθρωπος, με αισιοδοξία και ορμή για την ζωή. Και μια αιώνια παιδικότητα και χιούμορ που νομίζω ότι τον κάνουν ταυτόχρονα νέο και σοφό, σε όλες τις ηλικίες».