Ο Μανώλης Αγγελόπουλος, γνήσιος τσιγγάνος και μια από τις πιο σημαντικές λαϊκές φωνές της Ελλάδας, “έφυγε” από τη ζωή πριν από 34 χρόνια, σκορπώντας τη θλίψη.
Ο «βασιλιάς των Τσιγγάνων», που ήταν υπερήφανος για τη φυλή του, άφησε την τελευταία του πνοή σαν σήμερα και στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν πάνω από 100.000 άνθρωποι.
Τον Απρίλιο του 1939, ένα καραβάνι τσιγγάνων καταλήγει στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας. Εκεί μέσα σε ένα τσαντίρι γεννιέται ένα αγοράκι. Είναι το πρώτο παιδί του Ηλία Αγγελόπουλου και της 20χρονης Ερασμίας. Η οικογένεια γυρνάει σχεδόν όλη την Ελλάδα και καταλήγει να ζει στην Αγία Βαρβάρα στο Αιγάλεω. Εκεί μεγαλώνει ο μικρός Μανώλης, ο οποίος βοηθάει τον πατέρα του που ήταν πλανόδιος πωλητής. Ο Μανώλης κρατάει το μικρόφωνο και διαλαλεί την πραμάτεια του πατέρα του ο οποίος, όμως, φεύγει από τη ζωή όταν ο Μανώλης Αγγελόπουλος ήταν μόλις 13 ετών.
Ο Μανώλης από μικρός αναγκάζεται να κάνει ένα σωρό δουλειές του ποδαριού (λουστράκος, σιδεράς, πωλητής χαλιών και άλλα), αλλά το μικρόφωνο δεν το άφηνε ποτέ από τα χέρια του.
Τα πρώτα βήματα του Μανώλη Αγγελόπουλου στο τραγούδι
Στα 17 του χρόνια, μπαίνει επαγγελματικά στο χώρο του τραγουδιού, με την ενθάρρυνση και τη βοήθεια του ξαδέλφου του Ανέστου Αθανασίου, ο οποίος έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη.
Τα πρώτα του βήματα είναι απογοητευτικά, αλλά ο μικρός Μανώλης δεν το βάζει κάτω και με σκληρή δουλειά αρχίζει και κερδίζει έδαφος, τραγουδώντας δίπλα σε μεγάλα ονόματα, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής και η Σωτηρία Μπέλλου.
Το 1958 κάνει την πρώτη του τεράστια επιτυχία, με το τραγούδι «Μαγκάλα» να ξεπερνά τις 100.000 πωλήσεις και ο δρόμος προς την κορυφή είναι πλέον ορθάνοιχτος.
Ακολουθούν σχεδόν τρεις δεκαετίες γεμάτες επιτυχίες που κατατάσσουν τον Μανώλη Αγγελόπουλο ανάμεσα στους σπουδαίους του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.
Πραγματοποιεί δεκάδες εμφανίσεις σε ταινίες και δίνει πολλές συναυλίες στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Δυτική Γερμανία και όπου αλλού υπήρχαν Έλληνες.
Τον Ιούνιο του 1983, δίνει μια διπλή συναυλία στο θέατρο του Λυκαβηττού, όπου γεμίζει ασφυκτικά. Το γεγονός, ωστόσο, πως η συναυλία μεταδόθηκε από την ΕΡΤ, ήταν η αφορμή για να γνωρίσει ο Αγγελόπουλος μια πρωτοφανή επίθεση.
Μερίδα του δημοσιογραφικού και πνευματικού κόσμου τον χαρακτήρισαν «τουρκόγυφτο» και «τσιφτετέλιστη», ενώ ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να αναφέρουν πως ο Μανώλης Αγγελόπουλος γέμισε τσαντίρια τον λόφο, ο ίδιος, όμως, ουδέποτε θέλησε να απαντήσει σε όλα αυτά.
Λίγες ημέρες πριν συμπληρώσει τα 50 του χρόνια, στις 2 Απριλίου 1989, ο Μανώλης Αγγελόπουλος πέθανε εξαιτίας επιπλοκών από εγχείρηση καρδιάς (τριπλό μπάι-πας).
Στην κηδεία του πήγαν περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι. Πάνω στον τάφο του στο Γ’ Νεκροταφείο της Αθήνας τον αποχαιρέτισαν μουσικά, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, ο Λευτέρης Ζέρβας και ο Βασίλης Σαλέας.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, ο Μανώλης Αγγελόπουλος ήταν ήδη ένα μεγάλο όνομα στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Μια μέρα βρισκόταν στην Κολούμπια, για να ηχογραφήσει τα νέα του τραγούδια και εκεί συνάντησε δυο νεαρά κορίτσια.
Η μια από αυτές αμέσως τράβηξε την προσοχή του. «Εσύ μικρό με τα τιγρίσια μάτια, τι κάνεις εδώ»; Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε με την Αννούλα Βασιλείου, την οποία ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και αμέσως οι δυο νέοι πήγαν στο σπίτι της κοπέλας, προκειμένου ο Αγγελόπουλος να πάρει άδεια από τη μητέρα της για να βγουν έξω.
Ο τραγουδιστής φοβόταν τις αντιδράσεις της οικογένειας της, επειδή ήταν τσιγγάνος, ωστόσο, η αντίδραση ήρθε από τη μητέρα του, την κ. Ερασμία. Όταν είδε την… μέλλουσα νύφη της και διαπίστωσε πως είναι μπαλαμή, εξοργίστηκε και άρχισε να βρίζει.
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος κόντρα στη μητέρα του
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος πληγώθηκε, αλλά δεν έκανε βήμα πίσω. Οι τσακωμοί με την μητέρα του ήταν σχεδόν καθημερινοί. Σε έναν από αυτούς τράβηξε μια μπουνιά σε ένα τζάμι με αποτέλεσμα να κόψει το χέρι του. Από τότε – όπως λένε οι φίλοι του – ο Αγγελόπουλος δεν ξαναφόρεσε κοντό μανίκι.
Η κ. Ερασμία, ωστόσο, ήταν ανυποχώρητη. Δεν λύγισε ούτε όταν ο Αγγελόπουλος τραγούδησε το «μάνα μου, γλυκιά μανούλα, αγαπάω την Αννούλα», ένα τραγούδι που έγινε τρομερή επιτυχία σε μουσική του Θόδωρου Δερβενιώτη και στίχους του Κώστα Βίρβου.
Εκτός από την κ. Ερασμία, ωστόσο, αντιδράσεις υπήρχαν και από πολλούς τσιγγάνους που πλησίαζαν την μπαλαμή για της πουν να φύγει από τη ζωή του τραγουδιστή.
Το ζευγάρι, ωστόσο, δεν έκανε βήμα πίσω. Ο Μανώλης Αγγελόπουλος πήρε την Αννούλα του και έφυγαν για Καναδά. Εκεί, στο Μόντρεαλ, έκαναν το πρώτο τους παιδί, τον Ηλία. Επέστρεψαν στην Ελλάδα, αλλά ούτε τότε έκαμψαν τις αντιδράσεις. Λίγο καιρό αργότερα έκαναν και δεύτερο παιδί. Τον Στάθη.
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος, πιστός στις παραδόσεις της φυλής του, έφυγε από την Αγία Βαρβάρα και εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στη Ν. Σμύρνη. Το 1966, τελικά, ο Μανώλης και η Αννούλα αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο γάμος του ήταν το κοινωνικό γεγονός της χρονιάς. Στην τελετή βρέθηκε και η μητέρα του Αγγελόπουλου. Όχι, όμως, για να καμαρώσει τον γιο της γαμπρό, αφού μετά το τέλος του μυστηρίου, πλησίασε τη νύφη και την καταράστηκε, λέγοντας «εγώ εσένα θα σε χωρίσω».
Το ζευγάρι έζησε μαζί για 13 χρόνια. Απέκτησαν ένα ακόμα παιδί. Τη Μαρία, την οποία βάπτισε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Έζησαν ευτυχισμένοι και ο Μανώλης με την Αννούλα έκαναν μαζί πολλές συνεργασίες και στο τραγούδι. Η κατάρα της κ. Ερασμίας, ωστόσο, βγήκε αληθινή και έτσι το 1979, το ζευγάρι χωρίζει.
Κανείς ποτέ δεν έμαθε τον πραγματικό λόγο του διαζυγίου. Η Αννούλα Βασιλείου δεν αποκάλυψε ποτέ το τι πραγματικά συνέβη αν και σε παλαιότερη συνέντευξή της στην εφημερίδα Espresso είχε αφήσει να εννοηθεί πως ένα τρίτο πρόσωπο μπήκε ανάμεσά τους.
«Μπήκε ο διάβολος μέσα μας. Έπεσα στα πόδια του για να μη χωρίσουμε. Αγκάλιασα τα πόδια του και του είπα «Μανώλη μου, δεν θέλω να χωρίσουμε». Αλλά δεν ήταν το τυχερό μας» είχε υπογραμμίσει.