Ο Κώστας Χατζηχρήστος αδιαμφισβήτητα αποτελεί έναν από τους μεγάλους κωμικούς ηθοποιούς της Ελλάδας. Η πορεία του το αποδεικνύει και στο σήμερα.
Ο Θύμιος, ο Μιχαλιός, ο μπακαλόγατος Ζήκος, ο κύριος πτέραρχος, ο Δήμος απ’ τα Τρίκαλα ή απλά ο Κώστας Χατζηχρήστος και τα χίλια πρόσωπά του που κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει!
Ο αξιαγάπητος κωμικός μας και καρατερίστας τεράστιος σφράγισε τη χρυσή θεατρική εποχή της επιθεώρησης αλλά και τα χρονικά του ελληνικού κινηματογράφου, αφήνοντας παρακαταθήκη αμέτρητες ταινίες που αποκαλύπτουν την πρωτόγνωρη κωμική του δεινότητα.
Αν ο Χατζηχρήστος μιλούσε ιταλικά ή γαλλικά η τύχη του θα ήταν σαφώς διαφορετική στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα. Παρά τον περιορισμό της γλώσσας η φήμη του κατάφερε να υπερβεί τα ασφυκτικά όρια της χώρας μας ως το αρχέτυπο του αφελή «χωριάτη» που βρίσκει αφόρητη τη ζωή στην πόλη.
Ο άνθρωπος που έβαλε άλλοτε στο στόμα της ελληνικής κοινωνίας ατάκες όπως τα «τίποτας», «ασουπή», «αμ’ πώς;», «τ’ άκοσες πολί μου» και τόσες ακόμα έβαλε σκοπό ζωής να φέρει το γέλιο στα χείλη του Έλληνα παρά τα δεινά και τη φτώχεια του λαού και τα κατάφερε και με το παραπάνω. Ανεπιτήδευτος και απροσχημάτιστος τόσο στο σανίδι και το πανί όσο και την προσωπική του ζωή, ο καλοπροαίρετος «βλάχος» ήταν ωστόσο πάντα πολλά περισσότερα από τον κουτοπόνηρο Θύμιο ή τον ψευτοαστυνομικό του «Ηλία του 16ου». Ήταν πάντα ο Χατζηχρήστος που ερμήνευε τους ρόλους με κέφι, μπρίο και υποκριτική αθωότητα σε μια κοινωνία που προσπαθούσε να ορθοποδήσει.
Άνθρωπος-ορχήστρα τόσο στο θέατρο όσο και το σινεμά, ο Χατζηχρήστος μέτρησε δεκαετίες καριέρας. Συμμετείχε σε 100 περίπου ταινίες και ακόμα περισσότερες παραστάσεις, γνωρίζοντας τη λαϊκή απήχηση που μόνο οι πραγματικά μεγάλοι γεύονται.
Συνεργάστηκε με τους πάντες, ερμήνευσε πρόζα και επιθεώρηση. Άφησε εποχή ως θιασάρχης με τις πιο πολυδάπανες παραστάσεις στην ιστορία της ελληνικής επιθεώρησης. Έκανε τον βλάχο του από τη Μακρακώμη σύμβολο μιας κοινωνίας που έψαχνε τα πατήματά της.
Γυναικάς τρισμέγιστος και πραγματικός Δον Ζουάν, γνώρισε έρωτες με το τσουβάλι, έκανε γάμους και πάλι γάμους και έζησε μια θυελλώδη ερωτική ζωή με τόσες κατακτήσεις όσο οι θεατρικές και κινηματογραφικές εμφανίσεις του μαζί (ίσως και ακόμα περισσότερες!). Ακαταμάχητος στο ωραίο φύλο, ο Χατζηχρήστος γέμιζε θέατρα και κινηματογράφους αλλά και την καρδιά του ταυτοχρόνως με έρωτες και αγάπη, αν και η ζωή δεν του φέρθηκε πάντα όπως έπρεπε.
Κι αυτό γιατί τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του τις πέρασε στην ανέχεια, γνωρίζοντας έναν τέτοιο οικονομικό μαρασμό που ενδεχομένως κανένας άλλος ηθοποιός δεν έζησε όπως εκείνος. Οι πολυδάπανες παραστάσεις και τα υπέρογκα έξοδα της προσωπικής του ζωής τον έφεραν συχνά στο χείλος του οικονομικού γκρεμού, «μπαίνοντας μέσα με τα τσαρούχια», όπως έλεγε με το χαρακτηριστικό του στιλ, την ώρα που έμενε τώρα στο ξενοδοχείο και είχε ήδη χάσει το «σπίτι μου», όπως έλεγε το Θέατρο Χατζηχρήστου. Ακόμα και η ύστατη επιθυμία του να επιστρέψει στον χώρο του για να παίξει για τελευταία φορά δεν ικανοποιήθηκε ποτέ…
O Κώστας Χατζηχρήστος γεννιέται το 1921 στη Θεσσαλονίκη μέσα σε οικογένεια με καταγωγή από την Πόλη. Οι γονείς του γνώρισαν τον βίαιο ξεριζωμό της Μικρασιατικής Καταστροφής και αφού πέρασαν από την Καβάλα, εγκαταστάθηκαν τελικά στη Θεσσαλονίκη. Μετά τη γέννηση του βενιαμίν Κώστα η πολύτεκνη οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Τώρα ζούσαν στο Παγκράτι και πάλευαν για την επιβίωσή τους.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό μεγαλώνει ο Χατζηχρήστος με όνειρο τη στρατιωτική καριέρα, αν και σύντομα θα τον κέρδιζε το σανίδι. Τελειώνοντας τη Σχολή Ανθυπασπιστών της Σύρας, θα τον προλάβει ο πόλεμος. Θα σταλεί να πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο. «Μου άρεσε ο στρατός, ήθελα να γίνω αξιωματικός και τελικά έγινα. Θυμάμαι ότι στη Σύρα βγαίναν οι ανθυπασπιστές και μετά στην Καβάλα οι ανθυπολοχαγοί. Αυτό έκανα κι εγώ και τελικά έγινα ανθυπολοχαγός. Εκεί με έπιασε και ο πόλεμος. Πήγα στην Αλβανία και χιλιοταλαιπωρήθηκα γιατί μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο έπαθα κρυοπαγήματα, αλλά ευτυχώς ελαφριάς μορφής. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να περπατήσω. Τότε με έστειλαν στα μετόπισθεν, μετά στο Πόγραδετς και μετά στην Κορυτσά».
Ο Χατζηχρήστος πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο το 1940-1941 και θυμόταν καλά πολλά περιστατικά της εποχής. «Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι ένα απόγευμα, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Είχαμε βγει περίπολο. Σε κάποια στιγμή είδα κάτι να σαλεύει σε κάτι θάμνους. ‘‘Αλτ!’’, φωνάζω, και ξεπετάγονται δυο Ιταλοί φωνάζοντας ‘‘φρατέλο, φρατέλο’’. ‘Ρίχ’ τους’’, ακούω τη φωνή του λοχαγού πίσω μου. Έντρομοι οι Ιταλοί μου φωνάζουν ‘‘φρατέλο, φρατέλο’’. Τι να κάνω τώρα; Βλέπεις υποχωρούσαμε τότε, γιατί είχαν μπει οι Γερμανοί. Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι είχα να κάνω με δυο αμούστακα παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. Αϊ στο διάολο λέω, και τους πάω πίσω ζωντανούς».
Η αρχή της γερμανικής Κατοχής θα τον βρει στη Νάουσα παντρεμένο με την πρώτη του σύζυγο. Το ζευγάρι θα φύγει για σύντομο διάστημα στη Γερμανία αναζητώντας δουλειά. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα σε μερικούς μήνες γλιτώνοντας περαιτέρω περιπέτειες. Και ήταν ακριβώς μέσα στις κακουχίες της Κατοχής που θα αρχίσει η εμπλοκή του με το θέατρο, κι αυτό από σπόντα. Το 1943 κάπου στη Λάρισα, για να γλιτώσει από τους Γερμανούς που τον κυνηγούσαν, κρύφτηκε σε ένα θέατρο. Δεν κάθισε όμως στην πλατεία, αλλά ανέβηκε στη σκηνή και άρχισε να αυτοσχεδιάζει. Ο κόσμος κάτω άρχισε να παραληρεί από το γέλιο κι αυτή ήταν η πρώτη του πετυχημένη εμφάνιση στο θέατρο!
Ο Χατζηχρήστος είχε τρυπώσει εν αγνοία του στον περιοδεύοντα θίασο του Λουκή Μυλωνά και μπορεί να μην τον ανακάλυψαν τελικά οι Γερμανοί, τον ανακάλυψε εντούτοις το θέατρο. Γιατί ο αυτοσχεδιασμός του πάνω στο σανίδι και το άφθονο γέλιο του κόσμου ανάγκασαν τον Μυλωνά να τον εντάξει αμέσως στον μπουλούκι του.
Έτσι απλά και ταπεινά ξεκίνησε ο αυτοδίδακτος ηθοποιός τις εμφανίσεις του μέσα στις στάχτες της Κατοχής. Στα μέσα της δεκαετίας, με τον πρώτο του γάμο να είναι ήδη παρελθόν. Ο Χατζηχρήστος εγκαθίσταται στην Αθήνα και συμμετέχει σε πλήθος θιάσων βαριετέ.
Αν και οι περιπέτειες του αριστερών φρονημάτων ηθοποιού δεν έλεγαν να πάρουν τέλος, καθώς στον εμφύλιο πόλεμο λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Ας τον ακούσουμε.
«Λοιπόν, Εμφύλιος κι εγώ παίζω σε ένα θεατράκι στη Λάρισα στο θίασο του Λουκά Μυλωνά, ενώ στο ζωντανό πιάνο έπαιζε ο μέγας Λυκούργος Μαρκέας, που μου έσωσε και τη ζωή.
Λοιπόν, όπως εγώ κάνω τα νούμερά μου, ακούω το Μαρκέα που μου λέει τραγουδιστά.
‘‘Κώσταααα, φύγεεεε, έρχονται … να σεεε φάνεεεε οι ΕΑΟάδες’’. Η ΕΑΟ (Ελληνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες) τότε σκότωνε στα ίσα.
Παρατάω το νούμερο στη μέση, πηδάω απ’ τη σκηνή και χάνομαι απ’ την πίσω μεριά των παρασκηνίων, κι έτσι γλίτωσα από σίγουρο θάνατο, αφού σε λίγα λεπτά το θεατράκι γέμισε από ένοπλους ΕΑΟάδες.
Αλλά εγώ άφαντος! Αμ πώς!’’.
Ο απίστευτος Καζανόβας Χατζηχρήστος είχε ήδη μετρήσει πάμπολλες εφήμερες περιπέτειες με δεσποινίδες και κυρίες, γινόμενος ήδη ερωτικός θρύλος στα μπουλούκια των ηθοποιών . Σε κείνες μάλιστα τις πρώτες στιγμές της θεατρικής του καριέρας γνώρισε και έγινε αχώριστος με τον Νίκο Ρίζο. Οι δυο ηθοποιοί έμεναν στο ίδιο δωμάτιο και μοιράζονταν, εκτός από τις ίδιες καλλιτεχνικές ανησυχίες, και το ίδιο πουλόβερ. Έπαιζαν μάλιστα στα ζάρια ποιος θα το πλύνει και ποιος θα το βάλει, μόνο που τα ζάρια ήταν «πειραγμένα» από τον Χατζηχρήστο κι έτσι κέρδιζε πάντα αυτός…
Μέχρι το 1948, ο Χατζηχρήστος περιδιάβαινε την Ελλάδα με θεατρικά μπουλούκια κάνοντας πολλούς θεατρώνηδες να τον ξεχωρίσουν για το αμίμητο και πηγαίο κωμικό ταλέντο του. Το ονοματάκι που είχε φτιάξει εξαργυρώθηκε το 1949. Θα τον προσλάβει η Κούλα Νικολαΐδου στον μουσικό της θίασο στην Αθήνα. Δύο χρόνια αργότερα θα βρει τη θέση του στις επιθεωρήσεις του θεάτρου Ακροπόλ. Εκεί θα σκαρώσει τον ιστορικό χαρακτήρα του, τον ανεκδιήγητο «Θύμιο», που έμελλε να σφραγίσει την καλλιτεχνική του διαδρομή! Ο Θύμιος θα τον κάνει αμέσως γνωστό στο αθηναϊκό κοινό βάζοντας τις βάσεις για μια σπουδαία κωμική καριέρα που ερχόταν ολοταχώς.
Την ώρα που δουλεύει πυρετωδώς για την καριέρα του, παντρεύεται για δεύτερη φορά, τώρα με τη Μαίρη Νικολαΐδου (αδερφή της Κούλας). Αποκτά την πρώτη του κόρη, την Τέτα (η μετέπειτα σύζυγος του Πέτρου Φυσσούν). Ο σατιρικός τύπος του βλάχου θα τον συνοδεύσει μέχρι το 1952, όταν θα συστήσει τον δικό του θίασο και θα γράψει μια από τις χρυσές σελίδες της επιθεώρησης συνεργαζόμενους με όλους μα όλους τους μεγάλους πρωταγωνιστές του καιρού. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, ο Χατζηχρήστος είναι ήδη μεγάλο όνομα στην κωμωδία και την επιθεώρηση, τόσο ως ηθοποιός όσο και ως θεατρικός παραγωγός.
Οι παραστάσεις που ανεβάζει διακρίνονται μάλιστα για την αρτιότητα της παραγωγής τους και το πολυδάπανο των σκηνικών και των συντελεστών. Ήθελε πάντα στο πλάι του την αφρόκρεμα του θεάτρου, τόσο πάνω στη σκηνή όσο και πίσω από την κουίντα. Για τον Χατζηχρήστο γράφουν οι μεγαλύτεροι έλληνες θεατρικοί συγγραφείς (Σακελλάριος, Τσιφόρος, Γιαννακόπουλος κ.λπ.) και για συμπρωταγωνιστές έχει την εκλεκτή ελίτ του θεάτρου, όπως ο Αυλωνίτης, ο Σταυρίδης, ο Γκιωνάκης, η Βασιλειάδου, η Βλαχοπούλου κ.λπ. Οι παραστάσεις του γίνονται απίστευτες εμπορικές επιτυχίες και φέρνουν τον Χατζηχρήστο στα πέρατα της Ελλάδας αλλά και το εξωτερικό.
Μια από τις σταθερές συνεργάτιδές του μάλιστα εκείνη την εποχή, η Καίτη Ντιριντάουα, θα μπει στην καρδιά του και το 1955 θα παντρευτούν. Η δεύτερη κόρη του, Μαριαλένα, θα έρθει στον κόσμο και το ζευγάρι θα παραμείνει μαζί μέχρι το 1975.
Η μεγάλη του στιγμή θα λάβει χώρα το 1961, όταν έπειτα από μπόλικα χρόνια θεατρικών επιτυχιών νοικιάζει μια παλιά αποθήκη και τη μετατρέπει στο «σπίτι μου», το Θέατρο Χατζηχρήστου. Εκεί θα γράψει άλλη μια χρυσή εποχή ως κωμικός πρωταγωνιστής και θεατρικός επιχειρηματίας, κομίζοντας στο νεοελληνικό θέατρο τις ακριβότερες και πιο φαντασμαγορικές παραγωγές του καιρού. Τα έξοδα του Χατζηχρήστου ήταν πρωτόγνωρα για τα υπερθεάματα που ανέβαζε, τα οποία χαρακτηρίζονταν από τα πλούσια σκηνικά και τους πολυπληθείς θιάσους.
Και ήταν ακριβώς η μεγάλη του αγάπη για το θέατρο και η τελειομανία του που θα τον φτάσουν στο χείλος του γκρεμού. Παρά την ανεπανάληπτη εμπορική επιτυχία των παραστάσεών του, τα υπέρογκα έξοδα ήταν πάντα περισσότερα. Μια από τις παραγωγές του που άφησαν εποχή και ταυτοχρόνως τον κατέστρεψαν οικονομικά ήταν το «Καζινό Ντε Παρί» (1963).
Ενα χολιγουντιανών προδιαγραφών υπερθέαμα με αυθεντικό παριζιάνικο καμπαρέ, αυτοκίνητα και αεροπλάνα πάνω στη σκηνή να πλαισιώνουν τα μπαλέτα. «Εκατόν δεκαοχτώ άτομα κάθε βράδυ να πληρώνονται. Τα ’χε βάλει η Ντιριντάουα κάτω με μολύβι και χαρτί και μου λέει.
‘‘Κάθε βράδυ φουλ να είσαι, θα χάνεις και τριάντα οχτώ χιλιάρικα’’», είπε χαρακτηριστικά ο Χατζηχρήστος για την παράσταση που τον έφερε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Ο θιασάρχης Χατζηχρήστος αναγκάζεται να βάλει ακριβό εισιτήριο και υποχρεώνει τους άρρενες θεατές του να προσέρχονται στο θέατρο με γραβάτα.
Το κοινό άρχισε σιγά σιγά να αναζητεί άλλες και φτηνότερες λύσεις διασκέδασης, στέλνοντας την παράσταση στα Τάρταρα και τον Χατζηχρήστο στο επιχειρηματικό φιάσκο.
Τότε ήταν που θα υποστεί το πρώτο του εγκεφαλικό και μάλιστα επί σκηνής.
Αυτή θα είναι εν πολλοίς η αρχή του τέλους για τον θεατρικό επιχειρηματία Χατζηχρήστο, που πλέον είναι βουτηγμένος στα χρέη. Κάτι που θα καταλήξει χρόνια αργότερα στο να χάσει το θέατρό του και να διαμένει πια σε δωμάτια ξενοδοχείων.
Ούτε τα δικαιώματα από τις κινηματογραφικές του δουλειές δεν μπορούσαν να τον σώσουν, καθώς τα έξοδα των θεατρικών του παραστάσεων ήταν πάντα περισσότερα. Πολύ περισσότερα: ««Πρέπει να μάθει όλος ο κόσμος κάτι που ίσως δεν ξέρει.
Ότι εγώ δεν παίρνω ούτε μία δραχμή παρόλο που οι ταινίες μου είναι σε συνεχή προβολή. Και έφτασε στο σημείο μέσα σε μία βδομάδα να παιχτούν τρεις ταινίες μου μαζεμένες. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι και κονομάνε, αλλά πάντως είναι άδικο για μένα.
Ο κόσμος μπορεί βλέποντας τις ταινίες μου να νομίζει ότι ο Χατζηχρήστος τα κονομάει χοντρά. Λάθος. Άλλοι τα κονομάνε και όχι εγώ. Και γι’ αυτό εκφράζω κάποιο παράπονο γι’ αυτή τη μεταχείριση. Τέλος πάντων»…
Η μεγάλη πορεία του Κώστα Χατζηχρήστου στο ελληνικό σινεμά αρχίζει το 1952 στην κωμωδία «Ο Πύργος των Ιπποτών». Σύντομα θα καθιερωθεί και στο μεγάλο πανί με την ενσάρκωση ουσιαστικά του «Θύμιου» του. Αυτού του κουτοπόνηρου επαρχιώτη που καταφτάνει στην πρωτεύουσα για να φέρει αναταραχή στα σαλόνια της αστικής τάξης.
Ο Χατζηχρήστος καθιερώνεται γρήγορα ως μεγάλος πρωταγωνιστής και οι 100 και πλέον ταινίες που έχει στο ενεργητικό του είναι η μεγάλη του παρακαταθήκη στο ελληνικό σινεμά. Ο ίδιος υπέγραψε μάλιστα την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και το σενάριο σε αρκετές εξ αυτών. Μάλιστα μετέφερε πολλές φορές στο πανί μεγάλες θεατρικές του επιτυχίες.
Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μερικές, θα μνημονεύσουμε «Τα Κωθώνια του Συντάγματος» (1956), «Οι Τρεις Ντετέκτιβ» (1957), «Τσαρούχι, Πιστόλι, Παπιγιόν» (1957). «Γερακίνα» (1958), «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα» (1959), «Να Ζήσουν τα Φτωχόπαιδα» (1959), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959). «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ο Θύμιος τα ’χει Τετρακόσια» (1960). «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα» (1962), «Ο κύριος Πτέραρχος» (1963), «Της Κακομοίρας» (1963) κ.λπ.
Παρά τη λάμψη, τη φήμη, τα χρήματα που έβγαλε και έχασε αλλά και τα αμέτρητα ειδύλλιά του, ο μεγάλος μας κωμικός πέρασε τα τελευταία χρόνια δύσκολα και βασανιστικά. Πλάι στην οικονομική του καταστροφή, δέχτηκε και το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής του, όταν έχασε εντελώς αναπάντεχα τη σύζυγό του Ελένη Πανταζή. «Ο θάνατος της τρίτης γυναίκας μου με έκανε κομμάτια. Άρχισα να πίνω χωρίς κανένα μέτρο. Ζούσα μόνο για να πίνω. Αρρώστησα. Χάθηκα από τη θεατρική ζωή. Έπινα συντροφιά με τον σκύλο μου». Την εποχή αυτή χάνει και το θέατρό του κι έτσι το ποτό είναι η μόνη παρηγοριά.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Χατζηχρήστος δεν είχε στα τελευταία του ούτε σπίτι για να μείνει, περνώντας τη στερνή αυτή περίοδο της ζωής του στο απρόσωπο και αφιλόξενο των ξενοδοχείων. Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις παραπονέθηκε μάλιστα. «Χαρτιά δεν ξέρω. Από ιππόδρομο δεν έχω ιδέα. Πού πήγαν όλα αυτά τα χρήματα;», αλλά και μετά. «Από τα χέρια μου πέρασαν πολλά χρήματα. Έπρεπε να κρατώ πισινή. Ούτε χαρτοπαίκτης ήμουνα, ούτε ιπποδρομιάκιας. Ήμουν αυτός που όταν τέλειωνε η παράσταση έπαιρνα όλο τον θίασο και πηγαίναμε να γλεντήσουμε όλοι μαζί».
Καταβεβλημένος και χτυπημένος πια από την επάρατη νόσο, θα αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή βρίσκοντας παρηγοριά στο ουίσκι, το οποίο θα τον αφήσει στο περιθώριο για αρκετά χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κάνει τη μεγάλη του επιστροφή. Τόσο στο θέατρο όσο και τον κινηματογράφο, αν και πια δεν είναι παρά σκιά του παλιού καλού εαυτού του. Αποτοξινωμένος τώρα με τη βοήθεια φίλων αλλά και της τελευταίας του συζύγου, θα εμφανιστεί σποραδικά στο σανίδι μέχρι το 1997, που είναι και η τελευταία του θεατρική σεζόν.
Τα χρόνια έχουν βαρύνει τον μεγάλο μας ηθοποιό, όπως και η μάχη με τον καρκίνο. Το κοινό γελάει μεν, αλλά διακριτικά, καθώς πλέον είναι φανερό ότι το θεατρικό του τέλος είναι κοντά…
Ο Κώστας Χατζηχρήστος άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Οκτωβρίου 2001 στην Αθήνα από λοίμωξη του αναπνευστικού, έπειτα από δύο μήνες που παρέμεινε στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Πριν εγκαταλείψει τον κόσμο, πρόλαβε να εκδηλώσει την πικρία και το παράπονό του.
«Δεν γελάω καθόλου. Ο Χατζηχρήστος της ζωής δεν έχει καμία συγγένεια με τον Χατζηχρήστο της σκηνής»…
O Κώστας Χατζηχρήστος με την πολυτάραχη ζωή του θα παραμείνει πάντα ο δικός Ζήκος, ο άνθρωπος με το χαμόγελο.
Ο απλός λαϊκός άνθρωπος.