Ο Κώστας Χατζηχρήστος, ήταν Έλληνας ηθοποιός, από τους σημαντικότερους κωμικούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
O Κώστας Χατζηχρήστος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1921. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη και μετά τους τουρκικούς διωγμούς εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Καβάλα κι ύστερα στη Θεσσαλονίκη.
Λίγο μετά τη γέννηση του Κώστα, η πολύτεκνη οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Παγκρατίου.
Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, καθώς ήταν το ενδέκατο παιδί προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, μετά την προτροπή της οικογενείας του, μπήκε στη στρατιωτική σχολή της Σύρου. Εκεί τον βρήκε η εισβολή των Ιταλών το 1940 και θα βρεθεί στο μέτωπο. Συνέχισε να μάχεται και στη γερμανική εισβολή.
Για κάτι που έκανε κατά των ναζί και πλέον δεν υπάρχει περίπτωση να μάθουμε, θα βρεθεί κυνηγημένος από τους Γερμανούς, να κρύβεται σε κάποια θεατρική παράσταση, αλλά όχι ανάμεσα στους θεατές. Το πηγαίο θεόσταλτο ταλέντο του, θα τον βάλει ανάμεσα στους ηθοποιούς, πάνω στη σκηνή, να αυτοσχεδιάζει όσο χρειάζεται μέχρι να φύγουν οι Γερμανοί. Ο Κώστας Χατζηχρήστος ανακαλύπτει ότι το ταλέντο του, η φύση του δεν είναι για στρατώνες, αλλά για το θεατρικό σανίδι.
Η οικογένεια είχε μετακομίσει στο Παγκράτι και πλέον μετά το τέλος της κατοχής άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα, αρχικά σε μπουλούκια και πολύ γρήγορα να υπηρετεί το βαριετέ στο θρυλικό θέατρο του Πειραιά «Μισούρι».
Στο «Βερντέν» ο Κώστας Χατζηχρήστος έκανε και την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο ρόλο του βλάχου Θύμιου, ένα ρόλο που εμπνεύστηκε ο αδελφός της συζύγου του, ο Κώστας Νικολαΐδης, της συγγραφικής τριάδας Νικολαΐδη – Ελευθερίου – Λυμπερόπουλου.
Ο Χατζηχρήστος που θα υπηρετήσει τον χαρακτήρα του «βλάχου» σχεδόν ως το τέλος της σταδιοδρομίας του, θα απογειωθεί όταν θα συστήσει το δικό του θίασο το 1952 και θα συνεργαστεί με την Καίτη Ντιριντάουα, μετέπειτα σύζυγό του και τον μπριλάντε κωμικό Κούλη Στολίγκα.
Η πρώτη του εμφάνιση ήταν στον «Πύργο των Ιπποτών» το 1952, ενώ το 1955 θα παίξει σε τέσσερις ταινίες, μεταξύ των οποίων στην «Γκόλφω» και στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας».
Παρά την τεράστια επιτυχία του και ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Χατζηχρήστος δεν παραμέρισε ποτέ το θέατρο.
Μάλιστα, το 1961 απέκτησε και τη δική του θεατρική στέγη, το περίφημο «Θέατρο Χατζηχρήστου» στο οποίο αποθεώθηκε από πλήθη θαυμαστών, αλλά ταυτόχρονα έμελλε να του δώσει τις μεγαλύτερες στεναχώριες και να τον καταστρέψει οικονομικά.
Ο Κώστας Χατζηχρήστος αποτελεί ακόμη παράδειγμα ηθοποιού, ενός απίστευτου ταλέντου, που αδικήθηκε κατάφωρα από το ελληνικό σινεμά. Αν εξαιρέσουμε τις πέντε – δέκα καλές ταινίες που γύρισε κυρίως την χρυσή πενταετία 1958-1963, ο Κώστας Χατζηχρήστος γύρισε πλήθος από κακές ταινίες, πολλές για να ξεπληρώσει τα χρέη του στο θέατρο.
Μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, πολλές από τις οποίες ήταν μεταφορά από το θέατρο αποτελούν: «Τα Κωθώνια του Συντάγματος» (1956), «Οι Τρεις Ντετέκτιβ» (1957), «Τσαρούχι, Πιστόλι, Παπιγιόν» (1957), «Γερακίνα» (1958), «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα» (1959), «Να Ζήσουν τα Φτωχόπαιδα» (1959), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ο Θύμιος τα ’χει Τετρακόσια» (1960), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα» (1962), «Ο κύριος Πτέραρχος» (1963) και «Της Κακομοίρας» (1963).
Ο Κώστας Χατζηχρήστος, μετά από τις στιγμές δόξας και μιας ζωής γλεντιού, κατέρρευσε όταν έχασε την γυναίκα του Ελένη Πανταζή, σε μικρή ηλικία, αλλά το μεγαλύτερο πλήγμα ήταν όταν έχασε το «Θέατρο Χατζηχρήστου».
«Ο θάνατος της τρίτης γυναίκας μου με έκανε κομμάτια. Άρχισα να πίνω χωρίς κανένα μέτρο. Ζούσα μόνο για να πίνω. Αρρώστησα. Χάθηκα από τη θεατρική ζωή. Έπινα συντροφιά με τον σκύλο μου».
Τελευταία του εμφάνιση εκείνη την περίοδο της απομόνωσής του ήταν στην επιθεώρηση «Ανδρέα προχώρα, σε θέλει άλλη χώρα».
Άφησε την τελευταία του πνοή το πρωινό της Τετάρτης, στις 3 Οκτωβρίου του 2001, έπειτα από νοσηλεία δυο μηνών σε νοσοκομείο με λοίμωξη του αναπνευστικού, σε ηλικία 80 ετών.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ