Advertisement
LIFESTYLE

Κορμάρα, χαμογελαστή και υπέρλαμπτη: H Βικτώρια Χαραλαμπίδου 20 χρόνια μετά τις Νύφες εντυπωσιάζει με το νεο παρουσιαστικό της

11:15
Νίκη Μουλά

Η Βικτώρια Χαραλαμπίδου, που το 2004 είχε χαρακτηριστεί από τον Μάρτιν Σκορσέζε ως μία από τις καλύτερες ηθοποιούς παγκοσμίως, βλέποντας τις “Νύφες” του Παντελή Βούλγαρη, παραμένει ίδια 20 χρόνια μετά.

Η ταινία “Νύφες”, στην οποία η ηθοποιός είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της νεαρή μοδίστρας από τη Σαμοθράκη, είναι μια συγκινητική ιστορία γυναικών, που μπροστά στο καθήκον, στην παράδοση και στην οικογένεια, θυσίαζαν την αγάπη.

Advertisement

 

Όπως είχε υπογραμμίσει η ηθοποιός «η ταινία για εμένα άνοιξε πολλές πόρτες εκτός Ελλάδος. Είχα ένα υλικό που πολλοί καλλιτέχνες ακόμα στο εξωτερικό, δεν διέθεταν. Ήταν σχολείο, μου έδωσε τα εφόδια και τις βάσεις για τη μετέπειτα καριέρα μου. Μου έμαθε να εμπιστεύομαι στο ένστικτό μου και να πιστέψω σε μένα και στις δυνατότητές μου. Παρ’ όλα αυτά, έβλεπα να διαγράφεται μια συγκεκριμένη πορεία μπροστά μου».

Advertisement

 

Advertisement

Στις 19 Φεβρουαρίου του 2005, πήρε την απόφαση να αφήσει πίσω της την καριέρα της στην Ελλάδα, με συμμετοχές σε σπουδαίες θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές, για να ακολουθήσει τον Ελληνοαυστρατό σύντροφό της στην πατρίδα του.

 

Για τη ζωή της στην Αυστραλία, η Βικτώρια Χαραλαμπίδου είχε επισημάνει “βρέθηκα σε μια εντελώς καινούργια χώρα, στην οποία ήμουν άγνωστη, μεταξύ αγνώστων και είχε να ξεκινήσω από το απόλυτο μηδέν. Ήταν ένα χαστούκι στον εγωισμό μου, αλλά καλά που το δοκίμασα, με προσγείωσε, γιατί ως ηθοποιοί γενικώς, έχουμε μια έπαρση. Νομίζουμε ότι είμαστε αναντικατάστατοι. Αν ζούσα στην Ελλάδα, θα είχα περισσότερες ευκαιρίες, ήμουν πολύ πιο γνωστή. Ήμουν όμως τυχερή, γιατί με είδε και με εμπιστεύτηκε ο Νιλ Αρμφιλντ, σκηνοθέτης της τανινίας “Candy” στο θέατρο, Belvoir. Έπαιξα στο έργο “Stuff Happens” του Ντέιβιντ Χέιρ, μόλις δυο μήνες μετά τη μεγάλη μετακόμιση, με 14 σημαντικούς Αυστραλούς ηθοποιούς. Αυτό ήταν και το βάπτισμα του πηρός”.

Advertisement

 

Ίδια παραμένει η Βικτώρια Χαραλαμπίδου

 

Advertisement

 

 

900 Ελληνίδες ψάχνουν άντρα: Όταν ένα ολόκληρο καράβι με όμορφες νεαρές έπιανε λιμάνι στην Αυστραλία

 

Το 1958  η χώρα μας μάζευε τα κομμάτια της από τον εμφύλιο και την κατοχή. Η φτώχεια οδήγησε χιλιάδες Έλληνες να ξενιτευτούν σε χώρες όπως η Αυστραλία και η Αμερική. 

Η δεκαετία του 1950, ήταν η πιο δύσκολη στη νεότερη ιστορία της χώρας. Η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, κουβαλώντας πληγές από την Κατοχή, και τον Εμφύλιο. Η επαρχία μαστιζόταν από την ανεργία και τη φτώχεια.

Το δρόμο, για τη ξενιτιά πήρε πρώτος, ο αντρικός πληθυσμός. Χωριά ολόκληρα αδειάσανε για την Αυστραλία, την Αμερική, τα ορυχεία του Βελγίου, ακόμα και για τη Μέση Ανατολή. Πίσω έμειναν μόνο οι ηλικιωμένοι, και τα κopίτσια που δεν ήταν παντρεμένα.

Τα χρόνια περνούσαν, και τα άλλοτε κεφαλοχώρια, έμοιαζαν με ερειπωμένες πόλεις, μετά από φυσική καταστροφή. Οι Έλληνες μετανάστες δούλεψαν σκληρά, έκαναν περιουσίες, αλλά οι ντόπιοι δεν τους αποδέχτηκαν εύκολα. Οι κοπέλες από την Αυστραλία, απέφευγαν τους Έλληνες, τους θεωρούσαν επικίνδυνους και υπανάπτυκτους. Και κάπου εκεί το ελληνικό δαιμόνιο ανέλαβε δράση. Σύγχρονες προξενήτρες ανέλαβαν να παντρέψουν τους μετανάστες με φτωχά κopίτσια από την επαρχία.

 

Με μια φωτογραφία από την υποψήφια νύφη, η προξενήτρα δεχόταν προσφορές από τους υποψήφιους γαμπρούς. Έτσι ξεκίνησε το μεγαλύτερο προξενιό της ιστορίας.

Πως ξεκίνησαν τα προξενιά

Καράβια γεμάτα, με νέα κopίτσια ξεκινούσαν για την Αυστραλία. Το πολυήμερο ταξίδι, ήταν το διαβατήριό τους, για μια καλύτερη ζωή.

 

Μια βαλίτσα ρούχα και μια φωτογραφία του γαμπρού με τη καλύτερη προσφορά, αποβιβάζονταν στο λιμάνι. Εκεί τους περίμεναν, χιλιάδες καλοντυμένοι ξεριζωμένοι Έλληνες, που τις παραλάμβαναν και με ένα πρόχειρο χαρτί που υπόγραφαν, εξασφαλίζανε, την παραμονή τους, μέχρι την ημέρα του γάμου.

Μετά τα πρώτα καράβια, και τα γράμματα, που έφταναν πίσω στη πατρίδα, το φαινόμενο, πήρε μαζικές διαστάσεις. Εφημερίδες, έβαζαν τεράστιες αγγελίες, και έταζαν ονειρικούς γάμους στις νέες κοπέλες και τις οικογένειες τους.

Το 1957, στο Port Philip Bay της Μελβούρνης, έφτανε το γερασμένο ισπανικό πλοίο «Μπεγκόνια» που φιλοξενούσε στο κατάστρωμά του τις ελπίδες και τα όνειρα 900 Ελληνίδων νεαρών γυναικών, οι οποίες έφταναν στην Αυστραλία με μια βαλίτσα όνειρα, για ένα καλύτερο αύριο και την ελπίδα να συναντήσουν στην ξενιτιά τους μελλοντικούς συζύγους τους και να δημιουργήσουν μαζί τους τις δικές τους ελληνικές οικογένειες.

 

Μέσα στο πλοίο, στην τρυφερή ηλικία των οκτώ ετών, ήταν και ο γνωστός Ροδίτης εκπαιδευτικός Παναγιώτης Φωτάκης.

Μάλιστα, ο εκπαιδευτικός, εμπνευσμένος από την προσωπική του εμπειρία και κάνοντας τον προσωπικό του απολογισμό, αποφάσισε, μετά από 42 χρόνια, να προχωρήσει σε λεπτομερή έρευνα με σκοπό να βρει και να ενώσει όσες περισσότερες νύφες ή, μάλλον, νεραΐδες -όπως τις αποκαλεί ο ίδιος-, εκείνου του ταξιδιού, οι οποίες αποτέλεσαν για τον ίδιο μέρος των βιωμάτων και αναμνήσεών του.

Ο εκπαιδευτικός ξεκίνησε να συγκεντρώνει στοιχεία για να βρει τις 900 νύφες με τις οποίες έφτασε στην Αυστραλία, να δει τι απέγιναν και να καταγράψει την ιστορία τους, πιστεύοντας ότι «πρόκειται για μια συγκλονιστική ιστορία που δεν έχει ειπωθεί σε όλη της την έκταση».

Μεγάλο μέρος αυτών των γυναικών αποτελούσαν οι «αρραβωνιασμένες με φωτογραφία», κάποιες άλλες γνώριζαν ήδη τον γαμπρό, ενώ υπήρχαν και οι «ελεύθερες», τις οποίες αποκαλούσαν έτσι γιατί είχαν την ελευθερία να επιλέξουν μόνες τον σύντροφό τους, ενώ οι αρραβωνιασμένες ζούσαν με την αγωνία, αν ο άνθρωπος που άλλοι επέλεξαν γι’ αυτές θα ήταν καλός, νεαρός, δυνατός και όπως τον έδειχνε η φωτογραφία, που έκρυβαν σαν φυλαχτό στο στέρνο τους οι νεαρές ξενιτεμένες.

Για τις ελεύθερες γίνονταν ολόκληρες τελετουργίες και νυφοπάζαρα, μέσα από οικογενειακές συναντήσεις, γλέντια, κοινωνικές συνάξεις και εκκλησιασμούς, όπου παρατηρούνταν συνωστισμός και… παρέλαση υποψήφιων γαμπρών.

Για τις αρραβωνιασμένες υπήρχε μέριμνα αφού οι ίδιες είχαν τη δυνατότητα μέσα σε ένα μήνα να επιστρέψουν με το ίδιο εισιτήριο στην πατρίδα, εφόσον κάτι πήγαινε στραβά με το γάμο ή μετάνιωναν οι ίδιες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, πολλά προξενιά της εποχής πέτυχαν, ενώ άλλα προξενιά δεν «ανέβηκαν» ποτέ τα σκαλιά της εκκλησίας. Πολλές νύφες κατέληξαν μόνες και απογοητευμένες, άλλες συντετριμμένες έβαζαν τα κλάματα και άλλες επαναστατούσαν ενάντια στα «πρέπει» της εποχής.

Πολλές όμως -αν όχι οι περισσότερες- έσκυψαν σιωπηλά το κεφάλι και υπέμειναν τη μοίρα που άλλοι καθόρισαν για εκείνες.

«Δύσκολα τα πρώτα χρόνια. Ξένες σε ξένο τόπο, χωρίς γλώσσα, σε σκοτεινά μελαγχολικά σπίτια και όλα ανάποδα. Ιούνιος μήνας να βρέχει και να κάνει κρύο – πού ξανακούστηκε; Τα πρώτα είκοσι χρόνια είναι δύσκολα μας έλεγαν. Μετά συνηθίζεις. Τα είκοσι χρόνια έγιναν σαράντα και η μητριά Αυστραλία έγινε μάνα μας. Δόξα τω θεώ» είχε πει κάποτε μια από τις νύφες της εποχής, η κ. Χαρίκλεια.

 

 

 

TAGS:
Advertisement