Η Καίτη Γκρέυ (πραγματικό όνομα: Αγγελική Καλαϊτζή κατάγεται από τη Σάμο ενώ ήρθε στον κόσμο το 1924. Η τραγουδίστρια και ηθοποιός γεννήθηκε τον προηγούμενο αιώνα, πριν από σχεδόν έναν αιώνα. Μικρή σημασία έχει.
Της: Έπη Τρίμη
Αυτό που θα μείνει στον αιώνα τον άπαντα είναι οι ερμηνείες της, τραγουδιών που το άγγιγμα του χρόνου δεν θα καταφέρει ποτέ να πλήξει. Τραγούδια που στην εποχή τους πρωτοάγγιξαν τις ψυχές των ανθρώπων, εκφράζοντας τον πόνο και τα βάσανά τους, τις αγωνίες τους. Τραγουδώντας τους έρωτές τους, θρηνώντας τον χωρισμό και την απώλεια, συνόδευσαν τις χαρές και τις λύπες τους. Τραγούδια διαχρονικά, που με την αξεπέραστη φωνή και εκφραστικότητα της Κυρίας Γκρέυ έγιναν και θα γίνονται δάκρυα στο κλάμα μας και χαμόγελο στα χείλη μας, μεράκι στις στροφές και ώπα στα γλέντια μας. Τραγούδια που κατάχτησαν επάξια την αθανασία.
Η Καίτη Γκρέυ ήταν για πέντε χρόνια αρραβωνιασμένη με τον Στέλιο Καζαντζίδη, και έπειτα με τον Ανδρέα Μπάρκουλη.
Επίσης είχε δεσμό με τον εφοπλιστή Νίκο Λαιμό, αλλά και με τον ηθοποιό Κώστα Καρρά. Η τραγουδίστρια παντρεύτηκε δύο φορές με τον Νίκο Ηλιάδη, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Φίλιππο (1947) και τον Βασίλη (1950), και με τον χρυσοχόο Μιχάλη Παπαναστασόπουλο. Εγγονή της είναι η τραγουδίστρια Αγγελική Ηλιάδη.
Όπως γράφει το «Έθνος», η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού παρά την προχωρημένη της ηλικία περιγράφει στην εφημερίδα με γλαφυρό τρόπο και λεπτομέρειες τα όσα έζησε με τον γόη της εποχής.
«Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε με τον Μπάρκουλη, με έκλεψε… Ήταν το 1959. Δουλεύαμε και οι δύο στη Θεσσαλονίκη. Μια μέρα ήρθε ο ηθοποιός Κώστας Κακαβάς στο ξενοδοχείο όπου μέναμε και με ρώτησε αν είχα δεσμό με τον Μπάρκουλη. Εγώ αρνήθηκα και θυμωμένη τον ρώτησα ποιος του το είπε αυτό. Κι εκείνος μού απάντησε: ”Ο Μπάρκουλης”. ”Να πας να του πεις ότι δεν είναι άντρας” φώναξα έξαλλη», λέει η Καίτη Γκρέυ.
Και συνεχίζει: «Το επόμενο βράδυ ήμουν στο μαγαζί όπου τραγουδούσα, με πλησίασε ένας σερβιτόρος και μου είπε πως απέξω με περιμένει ο Μπάρκουλης. Πήγα. Στάθηκα έξω απ’ το παράθυρο του ακριβού σπορ αυτοκινήτου του και τον ρώτησα γιατί λέει αυτά τα ψέματα για μας τους δυο. Εκείνος ευγενικά και πάντα μιλώντας μου στον πληθυντικό, μου ζήτησε να μπω μέσα στο αυτοκίνητο για να μιλήσουμε ήρεμα αφού γύρω γύρω υπήρχε κόσμος και μας άκουγε.
Όταν μπήκα, έβαλε μπρος τη μηχανή κι έφυγε. Τρόμαξα. Πάνω στο παρμπρίζ είχε μια σοκολάτα. Με το ένα χέρι οδηγούσε και με το άλλο με τάιζε σοκολάτα. Με πήγε σε μια ερημιά και εκεί μου εξομολογήθηκε, για πρώτη φορά, πως ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί μου. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Όταν λίγες μέρες μετά έφυγα για την Αθήνα, με έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και μου έλεγε πως με ήθελε συνέχεια κοντά του. Λίγο καιρό αργότερα μου είπε πως θα έρθει να με ζητήσει από τη μάνα μου. Και το έκανε. ”Αμα σε θέλει η κόρη μου, κι εγώ σε θέλω” του απάντησε εκείνη και έτσι αρραβωνιαστήκαμε».
Δύο χρόνια έμειναν μαζί. Ο Μπάρκουλης είχε αναπτύξει μια εξαιρετική σχέση με τα παιδιά της Καίτης Γκρέυ κι εκείνα του έδειχναν μεγάλη αδυναμία: «Μέχρι σινεμά τούς είχε φέρει στο σπίτι για να βλέπουν ταινίες, επειδή τότε δεν είχαμε τηλεόραση. Τα έπαιρνε με το αυτοκίνητο, τα πήγαινε για παιχνίδι και για σουβλάκια» θυμάται η ίδια. Παρ’ όλα αυτά, με τον καιρό οι καβγάδες τους για θέματα της καθημερινότητας άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονοι. Μέχρι που ένα βράδυ η Καίτη Γκρέυ του ζήτησε να φύγει οριστικά.
«Όταν γνωριστήκαμε, ο Ανδρέας ήταν χορτασμένος. Δεν μου έδωσε ποτέ το δικαίωμα να ζηλέψω, δεν τον έπιασα ποτέ με άλλη γυναίκα. Εκείνος μπορεί να με ζήλευε λίγο, εγώ όχι. Ήταν πιστός. Οι λόγοι που χωρίσαμε είχαν να κάνουν με τις συνήθειες που είχε στην καθημερινότητά του και στον τρόπο που αντιμετώπιζε τα πράγματα. Ήταν λίγο άμυαλος», λέει.
Η σχέση αυτή όμως δεν είχε κάνει τον κύκλο της. Ο Μπάρκουλης δεν ξέχασε ποτέ την Καίτη Γκρέυ. Γι’ αυτό και όταν εκείνη γύρισε από το εξωτερικό, όπου δούλεψε για αρκετό καιρό, την πλησίασε και πάλι. Είχαν περάσει 15 ολόκληρα χρόνια από τον χωρισμό τους. Η Καίτη Γκρέυ θυμάται πολύ καλά την πρώτη συνάντηση που έφερε την επανασύνδεση:
«Με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να πάμε για φαγητό. Δέχτηκα. Πήγαμε πρώτα για φαγητό και μετά στα μπουζούκια που τραγουδούσε η Γιώτα Γιάννα. Ο Ανδρέας ζήτησε από ένα παιδί να τραγουδήσει την επιτυχία του Κόκκοτα ”Σ’ αγάπησα για μια φορά ακόμα”. Μου κράταγε σφιχτά το χέρι και μου είπε: ”Θέλω αυτό που δεν κάναμε πριν από τόσα χρόνια να το κάνουμε τώρα. Να παντρευτούμε. Πέρασαν πολλές γυναίκες από τη ζωή μου αλλά δεν σήμαιναν τίποτα για μένα”. Κι εγώ του απάντησα: ”Ανδρέα, τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει. Πρέπει να τα ρωτήσω πρώτα”. Πράγματι τα ρώτησα κι εκείνα συμφώνησαν. Ο Ανδρέας ήταν ο μόνος άνδρας που είχαν αγαπήσει και δέχονταν να είναι κοντά μου. Περιμέναμε να βγει το διαζύγιό του για να παντρευτούμε. Θα μας πάντρευαν ο Κώστας Ρηγόπουλος και η Κάκια Αναλυτή».
Όλα κυλούσαν καλά για τους δυο τους μέχρι που συνέβη ένα σοβαρό γεγονός που εκείνη την εποχή είχε απασχολήσει για καιρό την κοινή γνώμη. Κατά τη διάρκεια της χούντας ο Ανδρέας Μπάρκουλης συνελήφθη στο θέατρο όπου έπαιζε, μετά το τέλος της παράστασης, έχοντας στην κατοχή του μικροποσότητα χασίς, και προφυλακίστηκε. Για την Καίτη Γκρέυ οι στιγμές αυτές ήταν πολύ δύσκολες: «Ένα βράδυ ετοιμαζόμασταν να κάνουμε πάρτι για τον αδελφό του επειδή είχε πάρει το πτυχίο του από τη Νομική. Ο Ανδρέας όμως δεν εμφανίστηκε. Το πρωί τηλεφώνησα ανήσυχη στον Κώστα Ρηγόπουλο και τον ρώτησα αν γνώριζε κάτι. Εκείνος μου είπε να πάρω το αυτοκίνητο και να πάω στο σπίτι του Νίκου Παγκράτη στην Κυψέλη.
Όταν έφθασα αλαφιασμένη, είδα τον Κώστα Ρηγόπουλο, τον Γιώργο Μούτσιο και την Κάκια Αναλυτή με τα μάτια πρησμένα απ’ το κλάμα. Μου είπαν ότι συνέλαβαν τον Ανδρέα το προηγούμενο βράδυ. Σοκαρίστηκα. Δεν μπορούσα να μείνω μαζί του όταν ήξερα ότι είχε τέτοιες κακές συνήθειες. Είχα δυο παιδιά στην εφηβεία. Φοβόμουν. Οι κοινοί μας φίλοι με πίεσαν πολύ να μην τον αφήσω. Μου έλεγαν πως με αγαπούσε πολύ και ότι θα δεν θα τα κατάφερνε μακριά μου. Κι ο ίδιος όμως, μέσα από το κρατητήριο, μου έγραψε ένα γράμμα που έλεγε: ”Καίτη μου, αν με αφήσεις θα πεθάνω… Έχεις τον λόγο μου, δεν θα ξαναμπλέξω…”. Εγώ όμως ήμουν αμετάπειστη. Τον αγαπούσα αλλά έπρεπε να κοιτάξω το καλό των παιδιών μου».
Η Καίτη Γκρέυ γεννήθηκε στο χωριό Μυτιληνιοί της Σάμου και έχει τρία αδέρφια. Υιοθετήθηκε από την οικογένεια Καλαϊτζή και μεγάλωσε στον Πειραιά.
Η Καίτη Γκρέυ μιλάει με απέραντη αγάπη για τη θετή της μάνα έχοντας πει: «Δεν παύω να λέω ότι την αγάπησα όσο τίποτα στον κόσμο τη μανούλα μου τη θετή, γιατί ήτανε ένας γλυκός άνθρωπος, ήτανε η γυναίκα που με δίδαξε να ζω τίμια, να ζω καλά, να είμαι πονόψυχη, ν’ αγαπώ όλο τον κόσμο, δεν ήτανε πλούσια αλλά είχε τόσα πολλά χαρίσματα, που για μένα έμεινε ανύπαντρη σε όλη της τη ζωή…»
Και η ίδια ρίχνεται στη βιοπάλη δουλεύοντας καθαρίστρια σε χρυσοχοείο, εργάτρια στην επεξεργασία της ελιάς, σε υφαντουργείο, σε μοδιστράδικο, οικιακή βοηθός, πωλήτρια σε ζαχαροπλαστείο, ώσπου μια συνάντηση θ’ αλλάξει τη ρότα της ζωής της, χαρίζοντας στο λαϊκό τραγούδι μια από τις πιο εμβληματικές φωνές του.
Στο καφενείο «Πανελλήνιο» όπου βρίσκεται με μια φίλη της, από τα γνωστά στέκια καλλιτεχνών τότε, συχνάζει ο Τζίμης Μακούλης, τραγουδιστής του ελαφρού τραγουδιού και διάσημος αστέρας της εποχής. Η «Κικίτσα», όπως τη φωνάζουν, τον λατρεύει και ο λόγος που βρίσκεται εκεί είναι για να τον δει από κοντά. Η συναρπαστική παρουσία της προσελκύει το διάσημο χορευτικό ζευγάρι «Ντούο Ρεξ» που της προτείνει να ασχοληθεί με το χορό και να τους ακολουθήσει. Διστάζει, όμως η φίλη της την παροτρύνει λέγοντάς της ότι δεν έχει τίποτα να χάσει, παρά μόνο να ωφεληθεί. Δέχεται και αρχίζουν τα εξαντλητικά μαθήματα χορού και οι πρόβες, κάθε που σχόλαγε από το ζαχαροπλαστείο όπου δούλευε. Βγάζει τις πρώτες τις καλλιτεχνικές φωτογραφίες. Μια νέα ζωή, με ελπιδοφόρα χρώματα, φαίνεται να ανοίγεται μπροστά της. Μια ζωή που κρύβει εκπλήξεις. Οι εξελίξεις ακολουθούν καταιγιστικές.
Οι χορευτικές επιδόσεις της δεν αρκούν για την εξασφάλιση του μεροκάματου, το κυνήγι του οποίου απαιτεί ο καλλιτέχνης να είναι πολυτάλαντος. Με την αιτιολογία ότι το τραγούδι θα τη βοηθούσε να κερδίσει χρόνο και παρουσία στη σκηνή, της ζητούν να την ακούσουν να τραγουδάει και τη δοκιμάζουν σε τραγούδια της Σοφίας Βέμπο. Το ακατέργαστο ακόμα μέταλλο της φωνής της, η γοητεία και η άνεση που βγάζει πίσω από το μικρόφωνο, ξετρελαίνουν τον μαέστρο και πιανίστα Μεταξά. Μέσα σε ένα μήνα η εκκολαπτόμενη ερμηνεύτρια δημιουργεί από το μηδέν ρεπερτόριο από σχεδόν σαράντα τραγούδια. Το ίδιο διάστημα παίρνει από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών άδεια ηθοποιού ως εξαιρετικό ταλέντο.
Αρχικά έγινε ηθοποιός στα μπουλούκια της Ρίτας Τσάκωνα και αργότερα τραγούδησε ελαφρό τραγούδι με τον Γιάννη Βέλλα καθώς και άλλους καλλιτέχνες του είδους. Πρότυπό της υπήρξε ο Τζίμης Μακούλης. Το πρώτο της τραγούδι το ηχογράφησε το 1952 και ήταν η δημιουργία του Γιώργου Μητσάκη “Το μαράζι”. Μετά την επιτυχία που σημείωσε, κατάφερε να γίνει το πρώτο όνομα στα μεγαλύτερα κέντρα της εποχής αλλά και να γραμμοφωνήσει όλους τους μεγάλους συνθέτες της εποχής της.
Ερμήνευσε τις πρώτες εκτελέσεις τραγουδιών συνθετών όπως: Μάρκος Βαμβακάρης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιώργος Μητσάκης, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Κώστας Βίρβος, Θόδωρος Δερβενιώτης, Μπάμπης Μπακάλης, Γιώργος Ζαμπέτας και Πάνος Τζαβέλλας.
Συνεργάστηκε με γνωστούς καλλιτέχνες όπως: Ρόζα Εσκενάζυ, Στράτος Παγιουμτζής, Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Πόλυ Πάνου, Μαίρη Λίντα, Γιώτα Λύδια, Αντώνης Ρεπάνης, Στράτος Διονυσίου, Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Ελένη Βιτάλη, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Πάνος Γαβαλάς, Ρίτα Σακελλαρίου, Σπύρος Ζαγοραίος, Δήμητρα Γαλάνη, Εκείνος & Εκείνος, Χρήστος Δάντης, Στέφανος Κορκολής και Αντώνης Βαρδής.
Για ένα μεγάλο διάστημα βρέθηκε στα μεγαλύτερα κέντρα της Αμερικής, της Αυστραλίας, του Καναδά και της Γερμανίας γνωρίζοντας τον Έλβις Πρίσλεϊ, τον Τζίμι Χέντριξ, τη Ρίτα Χέιγουορθ, τη Μαρία Κάλλας, τον Σταύρο Νιάρχο και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Στη δεκαετία του ΄60 ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη τραγουδίστρια έχοντας νυχτοκάματο που ξεπερνούσε ακόμα και τις 8.000 δραχμές. Αυτό αναγνωρίστηκε και από τα ελληνικά δικαστήρια σε μια δικαστική μάχη που υπήρχε με ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου της εποχής. Ηχογράφησε περισσότερα από 1.500 τραγούδια, μέχρι και το 1996, οπότε και αποσύρθηκε από τη δισκογραφία και τα νυχτερινά κέντρα.
Το 1995 ο Κώστας Φέρρης υπογράφει συμβόλαιο με τον ΑΝΤ1 για τη μεταφορά της θρυλικής ζωής της στην μικρή οθόνη. Ωστόσο αυτό δεν έμελλε να επιτευχθεί εξολοκλήρου μιας και το κόστος του προϋπολογισμού δεν έφτασε και για τα 26 επεισόδια που είχε υπογραφεί η σύμβαση. Τα γυρίσματα έγιναν σε Ελλάδα, Τουρκία και Αίγυπτο ενώ το τραγούδι των τίτλων “Εγώ σε νίκησα ζωή” με ερμηνευτή τον Γιάννη Πάριο δε βγήκε ποτέ στη δισκογραφία.
Το 2006 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της, με τίτλο Έτσι όπως τα έζησα. Έπαιξε σε 19 ταινίες ως ηθοποιός και τραγουδίστρια. Σήμερα έχει αποσυρθεί από το τραγούδι και τη δημόσια ζωή μένοντας στη Νέα Σμύρνη.