Η λιποθυμία της Μαρινέλλας πάνω στη σκηνή του Ηρωδείου κατά τη διάρκεια της μεγάλης της συναυλίας το βράδυ της Τετάρτης 25/09, σόκαρε το πανελλήνιο.
Η 86χρονη τραγουδίστρια κατέρρευσε, ενώ ερμήνευε το τραγούδι “Εγώ κι Εσύ (Τα λόγια είναι περιττά)”. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε σε ιδιωτικό θεραπευτήριο των βορείων προαστίων και σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν, η Μαρινέλλα υπέστη σοβαρό αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο και για αυτό νοσηλεύεται στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Στην εκπομπή “Super Κατερίνα” μίλησε η πολυαγαπημένη αδελφή της Μαρινέλλας, Λούλα Γρηγοριάδη, η οποία είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερη από τη σπουδαία ερμηνεύτρια.
«Είναι καλά τώρα. Είναι καλύτερα, είναι μια χαρά. Επειδή είμαι χειρουργημένη, δεν πήγα στη συναυλία, δεν ήμουν εκεί», είπε χαρακτηριστικά η κυρία Λούλα.
Μια απίθανη αποκάλυψη έκανε σήμερα ο Γιώργος Λιάγκας για τη Μαρινέλλα. Συγκεκριμένα, όπως χαρακτηριστικά τόνισε στο Πρωινό, όταν η σπουδαία ερμηνεύτρια βρισκόταν στο ιατρείο του Ηρωδείου, ζήτησε από τον γιατρό να την αφήσει να βγει και να πει ακόμα ένα τραγούδι.
«Ο Αντώνης Ρέμος ήταν συνέχεια στο πλευρό της Μαρινέλλας. Της μίλαγε συνέχεια αυτά τα 45 λεπτά πριν έρθει το ασθενοφόρο. Η Μαρινέλλα ήταν σε μια «νιρβάνα», αλλά είχε επικοινωνία. Και θα σας πω κάτι που πάλι ανατριχιάζω. Ξέρετε ποιο ήταν το μέλημα αυτής της γυναίκας που το έλεγε στον γιατρό και τον Αντώνη; “Τι θα γίνει τώρα με τη συναυλία;”, του έλεγε μάλιστα του γιατρού “δεν με αφήνεις να ανέβω, να πω ακόμα ένα κομμάτι;”. Αυτό που σας λέω το είπε στον γιατρό, τη Χαμένη Κυριακή ήθελε να πει.
Νόμιζε ότι είναι καλά ακόμα. “Να βγω να πω ένα κομμάτι και μετά να αποχωρήσω”. Και του Αντώνη του έλεγε “Αντώνη, τι θα γίνει με τη συναυλία; Τι θα κάνουμε τώρα;”. Και της έλεγε ο Ρέμος “κορίτσι μου, ησύχασε, θα τα κανονίσω όλα εγώ, θα γίνεις καλά και σε μερικές εβδομάδες, πριν χειμωνιάσει, θα επαναλάβουμε τη συναυλία”. Αυτοί είναι οι συγκλονιστικοί διάλογοι, για να καταλάβετε το μεγαλείο της γυναίκας», είπε ο Γιώργος Λιάγκας.
Η Μαρινέλλα δίνει μία δύσκολη μάχη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου, έπειτα από το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη κατά τη διάρκεια της συναυλίας της στο Ηρώδειο, το βράδυ της Τετάρτης 25 Σεπτεμβρίου.
Δίπλα της βρίσκονται η οικογένειά της και λίγοι κοντινοί φίλοι, οι οποίοι, ωστόσο, δεν έχουν τη δυνατότητα να την επισκεφτούν στη ΜΕΘ μέχρι στιγμής.
Ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι κοντά της από την πρώτη στιγμή είναι η κόρη της, Τζωρτίνα Σερπιέρη, και η εγγονή της, Μελίνα Δασκαλοπούλου. Οι δύο γυναίκες κάθονταν στις πρώτες θέσεις του αρχαίου θεάτρου για να απολαύσουν την ερμηνεία της μητέρας και γιαγιάς τους, χωρίς να φαντάζονται την απρόσμενη και δυσάρεστη εξέλιξη που θα επακολουθούσε λίγη ώρα αργότερα.
Η Τζωρτίνα Σερπιέρη είναι το μοναχοπαίδι της Μαρινέλλας και η μεγάλη της αδυναμία. Η σπουδαία ερμηνεύτρια μιλάει πάντα με λατρεία για την κόρη της, με την οποία έχει μία ιδιαίτερη και ξεχωριστή σχέση. Σε συνέντευξή της στη Lifo, τον περασμένο Ιούνιο, είχε δηλώσει:
«Το ωραιότερο πράγμα που έχω δει όλα αυτά τα χρόνια ήταν η γέννηση της κόρης μου, Τζωρτίνας. Ήταν στο Αρεταίειο, τον Ιούλιο του 1973. Όταν μου την έβαλαν στο στήθος, αποκοιμήθηκα. Εκείνα ήταν από τα πιο αξέχαστα λεπτά της ζωής μου. Όταν γίνεσαι μάνα αρχίζουν να σε κατακλύζουν οι υπαρξιακές ανησυχίες. Η ζωή σου παίρνει μια άλλη τροπή».
Η Μαρινέλλα και ο πατέρας του παιδιού της, Φρέντυ Σερπιέρη, αν και δεν παντρεύτηκαν ποτέ, διατηρούσαν φιλική σχέση μέχρι το τέλος της ζωή του, το 2016.
«Η Tζωρτίνα, ήταν καρπός του έρωτά μου με τον πρωταθλητή ιππασίας Φρέντυ Σερπιέρη, με τον οποίο ήμασταν μαζί τέσσερα χρόνια. Όταν γεννήθηκε η κόρη μας, εκείνος ήθελε να παντρευτούμε. Αποφάσισα, όμως, να μην ανταποκριθώ και του ζήτησα να παραμείνουμε δύο καλοί φίλοι, κάτι που τηρήσαμε μέχρι να φύγει από τη ζωή. Προκάλεσε σοκ το ότι δεν παντρευτήκαμε, αλλά δεν με ενδιέφερε ο κοινωνικός αντίκτυπος ούτε τι θα πει ο κόσμος που είχαμε αποκτήσει ένα παιδί εκτός γάμου», είχε αναφέρει η Μαρινέλλα στη Lifo.
«Τον αγαπάω πολύ, είναι εξαιρετικός άνθρωπος και αυτός και η γυναίκα του, η Σαμπίνα, ο γιος τους επίσης, που είναι πραγματικός αδελφός της κόρης μου», έχει πει σε άλλη συνέντευξη της.
Ο Φρέντυ Σερπιέρη γεννήθηκε στις 28 Απριλίου 1938. Ήταν δισέγγονος του Τζιανμπατίστα Σερπιέρη, ιδιοκτήτη των Μεταλλείων Λαυρίου, και τρισέγγονος του Γεωργίου Σκουζέ. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στη Γενεύη και από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την ιππασία, όπου διακρίθηκε ως πρωταθλητής Ελλάδας και βαλκανιονίκης. Επιπλέον, υπηρέτησε ως πρόεδρος της επιτροπής ιππασίας του ΣΕΓΑΣ και ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ιππασίας.
Ο Γιάννης Ξανθούλης, συγγραφέας και φίλος της Μαρινέλλας, ο οποίος έγραψε το βιβλίο «Μαρινέλλα – Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια» — μια ιδέα της κόρης της, Τζωρτίνας — σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Στούντιο 4», αναφέρθηκε σε ένα αστείο περιστατικό που είχε συμβεί μεταξύ τους, περιγράφοντας τη σχέση τους.
«Έζησε έναν μεγάλο έρωτα με τον Φρέντυ Σερπιέρη, της μεγάλης οικογένειας, λατομεία Λαυρίου κλπ. Από την Ιταλία φερμένη αυτοί, μεγαλοαστική οικογένεια. Τον γνώρισα κι εγώ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν τον παντρεύτηκε γιατί η Μαρινέλλα δεν ήταν πολύ του γάμου. Εκείνος βεβαίως την αγαπούσε, διατηρούσαν σχέσεις μέχρι πριν από λίγα χρόνια που έφυγε από τη ζωή.
Γι’ αυτό λέω το παιδί αυτό, η Τζωρτίνα, είναι ένα κοκτέιλ καταπληκτικό. Από τη μία είναι η μάνα «ηφαίστειο» και από την άλλη είναι ένας άκρως γαλαζοαίματο-αριστοκράτης πατέρας. Τότε ειπώθηκε και το περίφημο, το οποίο λίγο το λέμε σαν ανέκδοτο, η κυρία Σερπιέρη, η μαμά, έμεναν στην Ηρώδου του Αττικού, ήταν τενίστρια, είχε πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες, μία από τις πιο κομψές Αθηναίες, φίλη της Φρειδερίκης, η οποία όταν έμαθε ότι ο γιος της τα έχει με τη Μαρινέλλα του είπε «Βρε παιδάκι μου, τη Μαρινέλλα; Να έπαιρνες τουλάχιστον τη Δούκισσα. Νόμιζε ότι είναι τίτλος».
«Κοίταξε, δεν πήγαινα στο σχολείο της για να μου πουν οι καθηγητές πως πάει το παιδί και τέτοια, περίμενα να μπουν όλα τα παιδάκια στις τάξεις, να μην υπάρχουν άλλοι γονείς και πήγαινα στο γραφείο του διευθυντή και έρχονταν όλοι και μου έλεγαν τα διάφορα και επίσης έφευγα πάλι όταν δεν υπήρχαν παιδιά . Δεν πήγαινα ποτέ για να κάνω φανφαρονισμούς, και να κάνω «είμαι εγώ αυτή». Η κόρη μου δεν το έζησε αυτό. Θυμάμαι στο λύκειο πια, ήταν που έμαθαν, πέντε φιλαράκια ήτανε, ότι η μαμά της είναι η Μαρινέλλα. Κανένας δεν το ήξερε!».
Η Μαρινέλλα έχει δηλώσει δημόσια ότι δεν επιθυμούσε να ακολουθήσουν τα επαγγελματικά της βήματα η κόρη της και τα εγγόνια της. Σε μια συνέντευξή της στο ANT1 Live News, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της στο Θεό που δεν κληρονόμησαν τη φωνή της, διευκρινίζοντας τους λόγους πίσω από αυτήν την προτίμηση.
-Δεν θα ήθελα καθόλου. Έχεις δει ποτέ κανένα παιδί να προοδεύσει, έχοντας γονιό τραγουδιστή ή ηθοποιό;
–Είναι αυτή η κατάρα που λέμε του μεγάλου ονόματος;
-Γιατί όμως; Ας είναι καλύτερος από τον γονιό, όλοι, γιατί έτσι είμαστε, «Καλά ο πατέρας του ήταν σπουδαίος», ή «η μάνα του τι ωραία», ή ο μπαμπάς του τι ωραία τραγουδούσε και καταρρακώνονται τα παιδιά. Δηλαδή λες «γιατί ρε παιδί μου;» Βρίζει την ώρα και τη στιγμή που διάλεξε να γίνει ηθοποιός, που διάλεξε να γίνει τραγουδιστής και δεν πήγε να γίνει, ξέρω εγώ, γιατρός, δικηγόρος, Μαραγκός, ό,τι θέλεις. Αυτό δεν είναι ωραίο πράγμα και ευλογώ τον Θεό που δεν έγινε ούτε η κόρη μου, ούτε τα εγγόνια μου… Παναγία μου, τίποτα! Γιατί ο κόσμος δεν τον δέχεται. Πες μου έναν από το Χόλιγουντ, πολύ λίγοι… Στα εκατομμύρια ηθοποιών, τραγουδιστών 3,4, είναι αυτοί που ξεχώρισαν; Ο Ντάγκλας, η Μινέλι, πολλοί λίγοι.
Φωτογραφίες: NDP – Βιβλίο “Μαρινέλλα: Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια”, εκδ. Διόπτρα
Η Μαρινέλλα σε μία σπάνια συνέντευξη, μίλησε για την καριέρα της, αλλά και για την προσωπική της ζωή.
Η μεγάλη ερμηνεύτρια μίλησε για τα εφηβικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη, αλλά και για τα πρώτα της βήματα στο χώρο της μουσικού πενταγράμμου.
Η Μαρινέλλα μεταξύ άλλων δήλωσε: «Δεν έδωσα ποτέ καμία σημασία. Ζούσα για αυτό το παιδί και δεν με ενδιέφερε τίποτε. Ο κόσμος το ήξερε. Δεν βγήκα ποτέ να πω ποιος, πώς, τι. Ποτέ. Ήξερε ο κόσμος για μια σχέση που είχα. Δεν το έκρυψα, δεν μπήκα στο κουκούλι μου. Βγήκα και είπα “αυτή είμαι”. Με δέχτηκε ο κόσμος έτσι ακριβώς όπως ήμουν, με αγάπησε πιο πολύ, μπορώ να πω. Θάρρος ήθελε. Η κοινωνία τότε δεν μπορούσε να το δεχτεί. Θα μπορούσε να πει “σαν δεν ντρέπεται”. Ήθελε τόλμη. Ήμασταν δύο τότε που το τολμήσαμε. Εγώ και η Έλενα Ναθαναήλ».
«Γεννήθηκα στις 20 Μαΐου του 1938 στη Θεσσαλονίκη, όπου πέρασα και τα πρώτα 18 μου χρόνια. Κυριακή Παπαδοπούλου. Είμαι το τέταρτο και τελευταίο μέλος της οικογένειας. Οι γονείς μου πριν εγκατασταθούν στην Θεσσαλονίκη, ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη και κατάγονταν από τον Πόντο. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν φτωχικά, αλλά πολύ ζεστά.
Στα 17 μου, ήμουν ήδη μέλος του θιάσου της Μαίρης Λωράνς και μαζί με τον Κώστα Βουτσά και τη Μάρθα Καραγιάννη κάναμε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα. Από τα μπουλούκια, παρακολουθώντας την χορεύτρια Ντέπυ Φιλοσόφου, έμαθα χορευτικές κινήσεις και ειδικά να κινώ με χάρη τα χέρια μου που αργότερα, έγιναν σήμα κατατεθέν μου. Ένα βράδυ η τραγουδίστρια του θιάσου αρρώστησε και δεν ήταν σε θέση να εμφανιστεί στη σκηνή. Για να μην ακυρωθεί η παράσταση, εγω, που ήξερα απ’ έξω τα τραγούδια, προσφέρθηκα να την αντικαταστήσω. Από εκείνη την ημέρα, έγινα η βασική τραγουδίστρια του θιάσου» αποκάλυψε η τραγουδίστρια.
«Ο Στέλιος Καζαντζίδης με άκουσε να τραγουδώ το «Πικρό ψωμί» του Γιώργου Μητσάκη. Και με έκανε ταίρι του, στο πάλκο, αλλά και στη ζωή, έως το 1966. Τον Καζαντζίδη τον γνώρισα από τον Στέλιο Ζαφειρίου. Εγώ δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, δεν τον ήξερα. Μου λέει «Τραγουδάς ωραία, μπράβο! Σεκόντα ξέρεις να κάνεις»; Λέω «Ξέρω» και μετά μου λέει «Ψαρεύεις»; Λέω «Βεβαίως» και με ρωτά «Πάμε για ψάρεμα»; Ψαρέψαμε, δεν πιάσαμε τίποτε, αλλά μάλλον έπεσε ένα φλερτάκι εκεί θυμάμαι» εξομολογήθηκε.
«Στη δεκαετία που ακολούθησε, όργωσα την Ελλάδα, ξεκίνησα τα «σόου» ,χάρισα αγκαλιές ολόκληρες με αγαπημένα τραγούδια, είδα τη ζωή μου, τον γάμο μου, για οχτώ χρόνια, με τον Τόλη Βοσκόπουλο, αλλά και την τετράχρονη σχέση μου με τον Φρέντυ Σερπιέρη να γίνεται «βορά» των περιοδικών… Ουδέποτε πήρα στο τηλέφωνο δημοσιογράφο να πω “ξέρεις, έβγαλα καινούργιο δίσκο”. Με παρακαλάνε να δώσω συνεντεύξεις και τους λέω “πάμε να πιούμε ένα ούζο τώρα”. Εχω βρει το νόημα της ζωής εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Δεν με αγγίζει τίποτε. Δεν το λέω από εγωισμό» συμπληρώνει.
Στη συνέχεια η ερμηνεύτρια δήλωσε: «Τι να ζηλέψω; Χόρτασα η γυναίκα από όλα! Κρούω τον κώδωνα μήπως και ξυπνήσουν. Ας κοιτάξουν γύρω τους… Ποιες έμειναν και κράτησαν γερά στον χρόνο. Η Χαρούλα, η Γαλάνη, η Άλκηστις, η Βιτάλη, η Γλυκερία… Έμεινε καμιά που τα πέταγε; Ένα πράγμα δεν γίνεται: λίφτινγκ στις χορδές. Κατ’ αρχήν δεν ξοδεύομαι τσάμπα. Δεν καπνίζω τα τελευταία χρόνια. Δεν ξενυχτάω πολύ, εκτός και αν υπάρχει ανάγκη. Μου αρέσει να τρώω, να πίνω, να βγαίνω στα ταβερνάκια. Και το πιο σπουδαίο: δεν έχω άγχος».
Μιλώντας για την οικογένειά της, ανέφερε: «Με την αδελφή μου τη Λούλα, που ζούμε μαζί σχεδόν σαράντα χρόνια, από τότε που τα παιδιά μας ήταν μωρά, και με την οικογένεια της κόρης μου. Ολη η φαμίλια μαζί. Νιώθω προστατευμένη μ’ αυτό το «κουκούλι» γύρω μου. Είμαι καλά.
Κοιτάω την κόρη μου κοιτάω τα εγγόνια μου κοιτάω τον γαμπρό μου κοιτάω τα ανίψια μου. Όλοι είμαστε μία οικογένεια. Εκανα δύο γάμους, είχα και δυο-τρεις μεγάλες σχέσεις. Γνώρισα τον πατέρα της Τζωρτζίνας, γεννήθηκε εκείνη, με τον Φρέντι (σ.σ. Σερπιέρη) μείναμε καλοί φίλοι. Αν κάνεις τη σούμα, βγαίνουν πολλά χρόνια. Από τότε που το παιδί μου έγινε 11-12 ετών, είπα: Δεν σε παίρνει πια, κορίτσι μου, τελείωσαν οι άντρες για σένα. Δεν ήθελα η κόρη μου να με βλέπει μια με τον έναν γκόμενο και μια με τον άλλο, ούτε να διαβάζει για τους έρωτές μου στα περιοδικά.
Είμαι χορτάτη. Ερωτεύτηκα, με ερωτεύτηκαν, έκανα έρωτα, ευχαριστήθηκα, το φόρεσα αυτό το «κοστούμι». Κάτσε να κάνω την αφαίρεση… Τριάντα χρόνια είμαι χωρίς άντρα. Δεν λέω ότι δεν με φλέρταραν από τότε, αλλά όλα είναι στο μυαλό μας. Οπως πέταξα ένα πρωί τα τσιγάρα μου από το παράθυρο, εγώ που κάπνιζα πέντε πακέτα τη μέρα, όπως σταμάτησα να τρώω κρέας, έτσι έγινε και με τους άντρες. Τέρμα!».
«Δεν νιώθω μόνη. Είμαι πανευτυχής. Έχω κάνει τις επιλογές μου… Έχω ζήσει μεγάλους έρωτες. Είμαι χορτασμένη. Πολύ αγάπησα, πολύ με αγάπησαν, πολύ ερωτεύτηκα, πολύ χτυπήθηκα, πολύ πόνεσα. Δεν έκανα τίποτε λίγο. Ο έρωτας δεν έχει ηλικία. Αν είναι να έρθει, ας έρθει. Αλλιώς να προσπεράσει. Δεν βγήκα στη γύρα ποτέ. Κατ’ αρχήν τώρα δεν με κοιτάνε πια, τελείωσε. Πάει και αυτό το θέμα, κλείσαμε…».