Η είδηση του θανάτου του Έλληνα μουσικοσυνθέτη Γιάννη Σπανού σκόρπισε θλίψη στον καλλιτεχνικό χώρο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 60΄, όπου επέστρεψε στην Ελλάδα από το Παρίσι, όπου έζησε και δούλεψε για χρόνια, συνεργάστηκε με μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Σταμάτης Κόκοτας, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Βίκυ Μοσχολιού, η Αλέκα Κανελλίδου, η Τάνια Τσανακλίδου, η Αρλέτα κ.ά..
Σε συνέντευξή του Γιάννη Σπανού στο People, που παραχώρησε τον Ιούλιο του 2017, είχε αναφερθεί στα παιδικά χρόνια που έζησε στο Κιάτο, στην 15ετή παραμονή του στο Παρίσι, στην επιστροφή στην Ελλάδα, στη διαφωνία που είχε πάντα με την Αρλέτα, στα νυχτοπερπατήματα με τον αείμνηστο Μητροπάνο, στην συναρπαστική μουσική του διαδρομή και τον λόγο που δεν απέκτησε οικογένεια και παιδιά.
“Όλα πήραν ένα δρόμο από μόνα τους. Δεν επιδίωξα ποτέ δόξα και προβολή. Έκανα πάντα αυτό που αισθανόμουν και ποτέ μου δεν προκάλεσα. Προσωπικά, έκανα μια ενδοσκόπηση για να καταλάβω ποια είναι τα όριά μου. Ακόμα και σήμερα είμαι πολύ προσεκτικός όταν μιλάω.
Δεν θα έλεγα ποτέ για τον εαυτό μου πως είμαι σπουδαίος. Πλάι στον κορυφαίο Γάλλο πιανίστα, συνθέτη και φίλο μου, Michel Legrand, έμαθα τι σημαίνει να είσαι μεγάλος μουσικός και να μη μιλάς καθόλου για αυτό.
Αυτός είναι και ο λόγος που τσακωνόμασταν με τη φίλη μου, την Αρλέτα, γιατί επιμένει πως είμαι ανόητος, καθώς θωρεί πως δεν προωθώ τον εαυτό μου και δεν δείχνω ποιος είμαι.
Έβλεπε τους άλλους καλλιτέχνες που ήταν πιο εξωστρεφείς και τα έβαζε με μένα! Πάντα γινόταν έξαλλη που διατηρούσα χαμηλούς τόνους. Με την Αρλέτα υπεραγαπιόμαστε.
Τη γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και μαζί με τον Γιώργο Παπαστεφάνου τής δώσαμε το τραγούδι “Μια φορά θυμάμαι”, που κυκλοφόρησε το 1966 και έχει διασκευαστεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Είναι ένα αυθόρμητο τραγούδι.
Με μια κιθάρα, τη μουσική μου, το στιχάκι του Γιώργου και τη μαγευτική φωνή της Αρλέτας έγινε επιτυχία. Εκεί κρύβεται η πραγματική δύναμη της τέχνης. Στην απλότητα”.
“Ύστερα από έξι δεκαετίες στο χώρο της μουσικής. Χωρίς φίλους δεν θα μπορούσα να ζω. Με όσους συνεργάστηκα είμαστε κολλητοί, ποτέ δεν έδωσα τραγούδια κατά παραγγελία. Με τον Δημήτρη Μητροπάνο διασκεδάζαμε μέχρι το πρωί.
Πάντα έκανα παρέα με ανθρώπους που μου ταίριαζαν και η παρέα μας δεν περιοριζόταν μόνο στο στούντιο την ώρα της ηχογράφησης. Το ξενύχτι με το ποτό ήταν πάντοτε συνυφασμένα και πιστεύω πως με το συχωρεμένο τον Μητροπάνο είχαμε γυρίσει όλα τα στέκια της Αττικής”.
Αναφερόμενος στους λόγους που δεν απέκτησε οικογένεια, είχε δηλώσει ότι ερωτικά ήταν αδύνατο να συνυπάρξει με άλλον άνθρωπο και εξαιτίας της μουσικής βίωσε συνειδητά τη μοναξιά.
«Δεν το μετανιώνω. Ο μουσικός μου κόσμος ήταν μια απαγορευμένη ζώνη. Ακόμα και οι συνεργάτες μου δεν έμπαιναν μέσα στη μουσική μου. Αν είχα κάποιον άνθρωπο στο σπίτι μου, δεν θα μπορούσα να κάνω μουσική. Αυτό ήταν μια συνειδητή επιλογή» .
Ωστόσο, παραδέχεται πως κάποια στιγμή αφέθηκε σε ένα μεγάλο έρωτα. «Έτυχε ένας έρωτας να με αποπροσανατολίσει, αλλά για λίγο. Το πάθος μου για τη μουσική δεν με άφηνε να υποδουλωθώ σε τίποτα».
Χρειάστηκε μόλις ένα καλοκαίρι, ώστε ο Γιάννης Σπανός να κάνει φροντιστήριο, να δώσει εξετάσεις και να περάσει στην Νομική Σχολή Αθηνών. «Ο πατέρας μου ήθελε να γίνω επιστήμονας.
Ήταν το όνειρό του. Μέσα σε τρεις μήνες κατάφερα να περάσω στη Νομική. Μόλις γράφτηκα στην σχολή τους ανακοίνωσα πως επιστρέφω και πάλι στο Παρίσι να συνεχίσω με τις σπουδές μου και παράλληλα να ζήσω το δικό μου όνειρο. Όπως καταλαβαίνεις, δεν πήρα ποτέ το πτυχίο της Νομικής». Με την επιστροφή του στο Παρίσι , παίζει σε μπουάτ και γράφει μουσική για γαλλικά τραγούδια.
Μετά από μία πενταετία, θα διακόψει την αναβολή του για να κάνει το στρατιωτικό του στην Ελλάδα. «Στον στρατό προσπαθούσα να περνάω απαρατήρητος και έκανα το κορόιδο γιατί ήξερα πως τους καλλιτέχνες τους θεωρούσαν ψώνια και τους κυνηγούσαν.
Όταν, όμως, μπήκα στο γραφείο του διοικητή και με ρώτησε αν είμαι μουσικός, δεν μπορούσα να πω ψέματα. Δεν ήξερε καν τι είναι το πιάνο! Του εξήγησα πως είναι ένα πράγμα μακρόστενο που έχει άσπρα και μαύρα πλήκτρα. ‘’Δηλαδή ακορντεόν;’’ ήταν η επόμενη ερώτησή του.
Τελικά, όχι μόνο δεν με έβαλε στην στρατιωτική μπάντα, αλλά μου έκανε μετάθεση στις διαβιβάσεις».
Απολύθηκε μετά από δυο χρόνια, επιστρέφει στο Παρίσι, όπου και ξεκινάει η καριέρα του.
Στη γαλλική πρωτεύουσα θα γνωρίσει σπουδαίους ανθρώπους, όπως την ερμηνεύτρια Ζιλιέτ Γκρεκό, τον ηθοποιό και παραγωγό ταινιών Μισέλ Πικολί, την Εντίθ Πιάφ, θα κάνει μουσική σε πολλά τραγούδια και θα τιμηθεί με το βραβείο της γαλλικής ακαδημίας Charles Cross.
«Το παράξενο και μοιραίο της υπόθεσης ήταν η επιστροφή μου στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή, αισθάνθηκα πως ότι ήταν να πάρω, το πήρα. Σιγά σιγά, άρχισε να χαλάει το γαλλικό τραγούδι, καθώς έμπαινε το αμερικάνικο και κάπως έτσι αποφάσισα να γυρίσω. Αυτό που πρέπει να τονίσω ήταν πως όλα αυτά τα χρόνια που ζούσα στο εξωτερικό, πάντα ερχόμουν τα καλοκαίρια καθώς είχα ήδη κάνει τις πρώτες μου συνεργασίες με τον στιχουργό Κώστα Παπαστεφάνου».