Η Μαίρη Χρονοπούλου ζει σ’ ένα υπέροχο σπίτι στην Παιανία, γεμάτο έπιπλα αντίκες, με συλλογές από μινιατούρες και ταμπακέρες, ενώ στον τεράστιο κήπο, η πισίνα τραβάει τα βλέμματα.
Σε συνέντευξή της στην Espresso, η ηθοποιός αποκαλύπτει τις πιο αγαπημένες γωνιές της, αλλά και το χρονικό της δημιουργίας του σπιτιού, ενώ θυμάται και εξιστορεί τις πιο δυνατές στιγμές που έζησε ως σήμερα μέσα σ’ αυτό, αφού είναι ο χώρος που την κάνει να αισθάνεται ασφαλής κι ευτυχισμένη.
«Τα ταβάνια του σπιτιού μου διαθέτουν δοκάρια. Είναι δοκάρια, τα οποία εγώ -μόνη μου, με το εργαλείο του βαρελά- τα έξυσα για να μην υπάρχουν σαράκια. Η βιβλιοθήκη μου, όμως, είναι από ράγες σιδηροδρόμου. Για όλη την κατασκευή του σπιτιού μεταχειρίστηκα μόνο πρωτογενή υλικά. Πουθενά δεν υπάρχει λούστρο, δηλαδή όλα τα μέρη του σπιτιού -όπου υπάρχουν ξύλα- είναι βαμμένα μόνο με μπογιές -ένα ειδικό είδος- που διώχνουν τα έντομα και δίνουν μόνο ένα ελαφρύ χρώμα στο ξύλο. Δηλαδή, δεν γυαλίζουν, δεν είναι λουστραρισμένα! Είναι σαν παλιά» , εξηγεί η Μαίρη Χρονοπούλου για το σπίτι της.
Και συμπληρώνει «προσπάθησα να μιμηθώ ένα σπίτι μιας παλαιότερης εποχής και νομίζω ότι το πέτυχα απόλυτα. Ειδικά στον σοβά, που τον άργησα, διότι άλλαξα τρεις σοβατζήδες για να πετύχω την αυθεντικότητα του παλιού. Όσο για τα πατώματα του σπιτιού είναι παλιές, μαρμάρινες, σφυρήλατες πλάκες παλιών αθηναϊκών πεζοδρομίων. Τότε τα πεζοδρόμια ήταν μαρμάρινα και σφυρήλατα. Προσπαθώ να σπάσω όλη αυτή τη σχετική αδρότητα του σπιτιού με μία ωραία συλλογή από ανατολίτικα χαλιά, που κατά καιρούς τα αλλάζουμε. Δίνουν χρώμα και μαλακώνουν τη σχεδόν άγρια απλότητα του σπιτιού. Τα έπιπλα… τα έχω καταργήσει, τουλάχιστον τα περισσότερα. Έχω χτίσει καναπέδες που είναι πολύ πιο κατάλληλοι στον χώρο. Όλα τα άλλα δωμάτια θα τα δείξουμε εν καιρώ».
Η Μαίρη Χρονοπούλου κάνει συλλογή χαρακτικών
Η Μαίρη Χρονοπούλου μιλάει και για την τέχνη που χαρακτηρίζει τους χώρους και τις γωνιές του σπιτιού της, υπογραμμίζοντας «το σπίτι μου είναι μια μικρή συλλογή χαρακτικών της Βάσως Κατράκη, που τη λατρεύω. Έχω και μία συλλογή από λαϊκούς πίνακες του Γεροσκουλά από την Κρήτη, καθώς και μία συλλογή από ξυλόγλυπτά του. Τα εικονίσματά μου είναι παμπάλαια. Άλλα οικογενειακά και δυο τρία δώρα που μου έχουν κάνει», ενώ ένας πίνακας μεγάλος βρίσκεται στον τοίχο, ακριβώς πάνω από την τραπεζαρία της και όπως πρόσθεσε «είναι ζωγραφισμένος από παιδάκια και τον βρίσκω θεϊκό».
Η ηθοποιός, όμως, διαθέτει ένα φετίχ που συνδέεται με τους χώρους του σπιτιού και δεν είναι άλλο από την εμμονή της με το λευκό, επισημαίνοντας «στο σπίτι μου βρίσκονται πάρα πολλά κηροπήγια, τα οποία χρησιμοποιώ κατά κόρον. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι δέχομαι κάποιον φίλο στο σπίτι χωρίς να έχω αναμμένα -παντού- λευκά κεριά. Γιατί λευκά; Είναι το φετίχ μου! Μ’ αρέσουν τα λευκά κεριά, τα λευκά λουλούδια… αγαπώ το λευκό».
Η Μαίρη Χρονοπούλου αναφέρεται στην τραπεζαρία του σπιτιού, όπου προσφέρει και απολαμβάνει τις υπέροχες σπεσιαλιτέ της με τους φίλους και προσκεκλημένους της, καθώς είναι τέλεια μαγείρισσα και οικοδέσποινα.
«Η τραπεζαρία μου είναι αντίγραφο ενός τραπεζιού του 1600, καθώς και οι καρέκλες της. Δεν χωράμε και πάρα πολλοί. Συνήθως τα καλέσματά μου -που είναι πάμπολλα τον χειμώνα- δεν ξεπερνούν τα οκτώ άτομα…», σημείωσε.
Εξαιρετικά εντυπωσιακό, ιδιαίτερη χρωματική νότα στο σπίτι της αποτελεί ένα πολύχρωμο επιπλάκι με συρταράκια, που βρίσκεται στην αρχή της μεγάλης σκάλας που οδηγεί στα επάνω δωμάτια του σπιτιού.
«Είναι ένα επιπλάκι που το είδα σε μια διαφήμιση και το αγόρασα. Και μετά το αγόρασαν όλες οι φίλες μου. Το αγόρασε πρώτη η κουμπάρα μου, η Μελίτα (μητέρα του Αλκη Κούρκουλου). Το επιπλάκι χωράει γύρω στα 500 CD. Είναι γεμάτο. Επίσης, έχω μανία και με τις παλιές κασέλες. Έχω πολλές. Και έχω κι ένα δωμάτιο γεμάτο βινίλια. Δίπλα στο σαλόνι μου. Εάν προσθέσω τις ώρες μουσικής μου, φτάνουν τις 20.000…», τόνισε η Μαίρη Χρονοπούλου.
Πολύ εντυπωσιακή, όμως, είναι και η κυρία είσοδος του σπιτιού, για την οποία αναφέρει «απλή, ξύλινη, σε παραδοσιακή γραμμή, όπως όλες οι πόρτες και όλα τα παράθυρα του σπιτιού. Πουθενά λούστρο ή πολυτέλεια. Σκέτη αδρότητα και απλότητα. Τον αγαπώ τον χώρο μου… Μικρές συλλογές, όπως παλιές ταμπακέρες, κι αλλά αγαπημένα μικροαντικείμενα χορταίνουν την αισθητική μου και το μάτι μου».
Εξωτερικά το σπίτι διαθέτει έναν υπέροχο κήπο, σχεδόν μαγικό, για τον οποίο τονίζει «υπάρχει ένας τεράστιος ελαιώνας με 200 ελιές και μόνο γύρω γύρω από το σπίτι μερικά παρτέρια με τριανταφυλλιές. Τίποτα το εξεζητημένο και το πολυτελές…».
Και συνεχίζει «αυτά τα φοινικάκια τα φύτεψα μικρά και τώρα ξεπέρασαν το σπίτι μου. Δυστυχώς ο ένας, που είναι θηλυκός, μου αρρωσταίνει. Ο αρσενικός μια χαρά τα πάει. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει με τους φοίνικες! Η πισίνα μου -είναι μάλιστα πολύ μεγάλη και βαθιά- όλο προβλήματα μου παρουσιάζει. Κουράστηκα! Και τα προβλήματά της, πιστέψτε με, είναι πολυπληθή και πολυέξοδα».
Η πισίνα, όμως, θεωρείται απαραίτητη για την υγεία της Μαίρης, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, αφού τη βοηθά να κινείται ευκολότερα, σημειώνοντας «η άσκηση με βοήθησε να ξαναπερπατήσω. Βέβαια, το νερό είναι κι αυτό επιβοηθητικό».
Η σχέση που έχει η Μαίρη Χρονοπούλου με το απέραντο αυτό κτήμα είναι εντελώς καρμική, αφού το θεωρεί αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής της. «Αυτό πάντως που αγαπώ στον χώρο μου είναι ο μεγάλος χώρος. Αν μου έλεγαν να διαλέξω ανάμεσα σε μία πολυτελέστατη έπαυλη, χτισμένη σε ένα στρέμμα, εγώ θα διάλεγα ένα μικρό κότατζ (εξοχικό σπιτάκι) σε μία μεγάλη έκταση όπως η δική μου, που είναι 9 στρέμματα. Λατρεύω την έκταση, τον μεγάλο χώρο και το χώμα. Το σπίτι μου έχει φωτογραφηθεί από πολλά περιοδικά που ασχολούνται με τον χώρο του σπιτιού, με πολύ ωραίες περιγραφές. Από τον καιρό που ήταν λευκό, με κόκκινα κεραμίδια και μετά, που το έκανα ώχρα με κίτρινα κεραμίδια. Αν δεν αλλάξουμε και κάτι, πλήττουμε. Το ίδιο και με την πισίνα. Ήταν θαλασσιά με σκίμερ. Την έσπασα και την έκανα από την αρχή με λευκά πλακάκια, με μπλε ρίγες, λευκό μάρμαρο γύρω γύρω και υπερχείλιση. Άλλοι καιροί, άλλες ευκολίες», εξηγεί.
Στον κήπο γύρω από την πισίνα της έχουν γίνει τα πιο μυθικά πάρτι της δεκαετίας του ’90, με προσωπικότητες, σταρ του κινηματογράφου, αλλά και αγαπημένους της φίλους.
«Τεράστια πάρτι -παλιά- με τα ωραιότερα μπαρ του κόσμου. Είχα για μπαρ βαμμένα καροτσάκια εργατών οικοδομής! Τα γέμιζα παγάκια, έβαζα ανάμεσά τους φώτα χριστουγεννιάτικα, αδιάβροχα… Κι εκεί μέσα στον πάγο έχωνα κρασιά, μπίρες και αναψυκτικά. Τα καροτσάκια γινόταν τα μπαρ μου. Ήταν παρτάρες. Σ’ αυτά τα πάρτι ποτέ μου μα ποτέ μου δεν μεταχειρίστηκα για τη μουσική τους δίσκους μου, που είναι εκατοντάδες, γιατί τους χρειαζόμουν για το “ψωμί” μου, που ήταν το ραδιόφωνο. Και δεν τους έφθειρα. Έπαιρνα πάντα dj. Η μουσική ήταν στο διαπασών, διότι μην ξεχνάς ότι έχουμε χιλιάδες στρέμματα, άχτιστα γύρω γύρω, και δεν ενοχλούμε κανέναν. Τώρα αυτά πέρασαν. Έπαιρνα επίσης κι έναν καλό ψήστη. Βέβαια, φτιάχναμε μια δυο τρεις σπεσιαλιτέ ταϊλανδέζικες ή κινέζικες, έτσι για να δείχνουμε πιο κοσμικές. Το ψωμί μου το ζύμωνα πάντα μόνη μου. Τώρα πια, δυστυχώς, δεν μου είναι τόσο εύκολο να τα κάνω όλα αυτά», αναπολεί.
Και καταλήγει «συμπαθητικά γευματάκια σε διάφορες βεράντες του σπιτιού, κουβεντούλα, καλαμπούρι και αγαπημένα τραγούδια, σε χαμηλότερη ένταση. Μεγαλώσαμε και ηρεμήσαμε! Εκτός αυτών, οι καλύτεροί μου φίλοι πια έχουν φύγει… Σχεδόν όλοι. Με πονάει πολύ αυτό!».