Από σαράντα κύματα έχει περάσει η Ελευθερία Αρβανιτάκη, σε μια ζωή γεμάτη δυσκολίες, ανατροπές αλλά και επαγγελματική καταξίωση.
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1957 στην Καλλίπολη του Πειραιά με καταγωγή από την Ικαρία και τους Παξούς και με την υπέροχη, ερωτική φωνή της έχει καταφέρει να καθιερωθεί στο ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα ως μια εξαιρετικά συγκροτημένη καλλιτέχνις. Είναι μια τραγουδίστρια που ξεχωρίζει για την ευαισθησία και την ποιότητά της. Ένα από τα γνωρίσματά της, εκτός από την μελωδική της φωνή, είναι τα υψηλά standards της και η σταθερότητα στις ερμηνείες και τις εμφανίσεις της. Δεν είναι τυχαίο ότι το κοινό αγαπάει τις live εμφανίσεις της και την ακολουθεί πάντα είτε στα μαγαζιά όπου εμφανίζεται είτε στις καλοκαιρινές περιοδείες και συναυλίες.
«Τον έχασα όταν ήμουν 10 ετών κι αυτό καθόρισε την ύπαρξή μου. Και ξέρεις από αυτό το σημείο και πίσω δεν έχω μνήμη. Τα έσβησα όλα για να μπορέσω να προχωρήσω. Δεν τον θυμάμαι σχεδόν καθόλου. Έλειπε άλλωστε συνέχεια.
Ήταν ηλεκτρολόγος, είχε ένα κατάστημα που πουλούσε ηλεκτρικά είδη στην Εμμανουήλ Μπενάκη και ταυτοχρόνως εργαζόταν και στη ΔΕΗ. Κάποια στιγμή έχασε το μαγαζί του και έπειτα τιμωρήθηκε λόγω αριστερών πεποιθήσεων από τη ΔΕΗ. Αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα και πήγε να εργαστεί σε ένα μεγάλο εργοστάσιο στο Κονγκό. Εκεί κατά τη διάρκεια της επανάστασης τον γλίτωσαν οι υπηρέτες του και επέστρεψε στην Ελλάδα. Έπειτα από ένα χρόνο νόσησε από καρκίνο και πέθανε».
Κάποιες αναμνήσεις αδρές έρχονται στο μυαλό της όταν βλέπει τις φωτογραφίες που έβγαζαν με τη μαμά της και τον αδελφό της – σε φωτογραφείο – για να τις στείλουν στον πατέρα της. «Ήταν μία μεγάλη απώλεια. Σκλήρυνα πάρα πολύ. Έγινα αγοροκόριτσο. Ήταν τότε που διαπίστωσα ότι κάποιες γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η μητέρα μου, εξαρτιόντουσαν οικονομικά από τους άντρες τους. Έβλεπα μάλιστα να ζουν οι γυναίκες αυτές πάρα πολύ άσχημα αλλά επειδή δεν είχαν διέξοδο παρέμεναν σε γάμους χωρίς ευτυχία. Πώς θα φύγεις από έναν τέτοιο γάμο όταν δεν έχεις χρήματα να ζήσεις μόνη σου; Η πρώτη λοιπόν απόφαση που πήρα τότε ήταν, ότι εγώ δεν θα εξαρτηθώ ποτέ από άλλο άνθρωπο».
«Θα έχω πάντα τα δικά μου τα χρήματα, θα έχω τη δική μου ελευθερία και τον δικό μου λόγο». Καθόλου ξένοιαστες σκέψεις όπως θα έπρεπε να έχει ένα 10χρονο κοριτσάκι. Κάπως έτσι άρχισε μία εφηβεία πάρα πολύ δύσκολη. «Έβγαλα το λάδι της μάνας μου. Μια άλλη ζωή! Στα 18 μου νοίκιασα σπίτι στην Αθήνα χωρίς να το γνωρίζει η μητέρα μου. Δούλευα τότε ως γραμματέας λογίστρια σ’ ένα λογιστικό γραφείο».
Όνειρό της ήταν να γίνει αρχαιολόγος, κι έτσι δεν ήταν σίγουρη ακόμα αν θα επέλεγε το τραγούδι. Πάνω ακριβώς που σκεφτόταν να μετακομίσει στην Ιταλία για να σπουδάσει αρχαιολογία, η Οπισθοδρομική την πείθει στις αρχές της δεκαετίας του 1980 να μην κάνει αυτό το βήμα και να αφιερωθεί στη μουσική. Το 1981 συμμετείχε στο δίσκο του Βαγγέλη Γερμανού, με τίτλο τα Μπαράκια. Το δίσκο συνυπέγραφε ο Διονύσης Σαββόπουλος, με τον οποίο γνωρίστηκε η Αρβανιτάκη και έκανε τα πρώτα δειλά της βήματα επί σκηνής.
«Ήθελα να σπουδάσω αρχαιολογία στην Ιταλία. Αλλά ως γνωστόν γνώρισα τα παιδιά, την “Οπισθοδρομική Κομπανία” και ξεκίνησε η διαδρομή μου στο τραγούδι».
Η Οπισθοδρομική Κομπανία με τη φωνή της Ελευθερίας έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες και πολλούς δίσκους, που τους οδήγησαν σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η Ελευθερία θα μείνει στην Οπισθοδρομική Κομπανία για 5-6 χρόνια περίπου, ενώ ταυτόχρονα γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινό και συμμετέχει σε πολύ σημαντικούς δίσκους άλλων δημιουργών, όπως το “Κέντρο Διερχομένων” του Νίκου Μαμαγκάκη, στο δίσκο “Με τα φεγγάρια χάνομαι” του Γιώργου Ζήκα, και άλλους.
Έχει άραγε μετανιώσει έστω και μία φορά που δεν επιχείρησε να κάνει παράλληλα σπουδές στην αρχαιολογία; «Όχι, καθόλου. Τότε παίζαμε πέντε μέρες την εβδομάδα και πάρα πολλές ώρες. Φυσικά η μητέρα μου αντέδρασε γιατί φοβόταν. Μου έλεγε “πού πας να μπλέξεις με τη νύχτα, τα ναρκωτικά, τις κακές παρέες”. Την καταλαβαίνω απολύτως τώρα.
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη έχει καταφέρει να ξεχωρίσει και για έναν ακόμα λόγο: την πολύ χαμηλών τόνων προσωπική ζωή και παρουσία της. Η ίδια προσπάθησε με μεγάλη επιτυχία να κρατήσει την προσωπική της ζωή μακριά από την κακή δημοσιότητα, κάτι που γενικά δεν συνηθίζεται στους ανθρώπους με τόσο μεγάλη προβολή και φήμη.
«Ίσως να τα έλεγα και εγώ στα παιδιά μου αν επέλεγαν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Έχω δύο παιδιά – από δύο γάμους – κι αισθάνομαι πολύ τυχερή μητέρα. Η Αντιγόνη είναι από τον πρώτο μου γάμο και ο Λεωνίδας είναι από τον δεύτερο. Η κόρη μου ζει στο Λονδίνο. Έχει τελειώσει ανθρωπολογία, έχει κάνει μάστερ στις διεθνείς σχέσεις και εργάζεται σε έναν οργανισμό ο οποίος είναι κάτω από την ομπρέλα του “save the Children”. Της αρέσει πολύ η δουλειά της. Ήταν και ο γιος μου στην Αγγλία – σπούδασε football manage».
Αισθάνθηκε απογοήτευση που δεν ενέπνευσε στα παιδιά της την επιθυμία να ασχοληθούν με τη μουσική; «Τους πήρα δάσκαλο να κάνουν πιάνο, έρχονταν και έβλεπαν τις παραστάσεις μου, αλλά επέλεξαν να φτιάξουν δικούς τους δρόμους.
Ο φόβος μου ήταν πάντα μην τα καπελώσω. Γι’ αυτό και στο σπίτι μου όπως έχεις δει δεν υπάρχουν φωτογραφίες και χρυσοί δίσκοι στους τοίχους. Σπίτι είμαι κανονική μαμά και έχω πολύ καλή σχέση και με τα δύο μου παιδιά. Με την Αντιγόνη επικοινωνώ καθημερινά. Η μεγάλη επιτυχία μου ως μητέρα είναι ότι χτίσαμε την επαφή μας πάνω σε διάλογο». Μιλά με αγάπη και για τον πρώην σύζυγό της τον εικαστικό, Γιώργο Χατζημιχάλη. «Είναι ο πατέρας του παιδιού μου, τον θαυμάζω, τον θεωρώ εξαιρετικό καλλιτέχνη και διανοούμενο. Έχουμε μείνει 23 χρόνια μαζί, δεν θα μπορούσα να τον μισήσω. Θα ήταν σαν να μισώ τον εαυτό μου. Έχουμε δύο παιδιά μαζί – γιατί και την Αντιγόνη την γνώρισε από δύο ετών».
Τι κρατάει άραγε τους ανθρώπους μαζί και τι τους απομακρύνει; «Η χημεία σίγουρα τους δένει. Και έπειτα εκεί που περνάει ο χρόνος και κινούμαστε παράλληλα αρχίζει και ανοίγει η ψαλίδα. Φυσικά δεν ξέρεις πότε θα συμβεί αυτό» λέει με ήρεμη φωνή, ήχος ανθρώπου που δεν θέλει να κραυγάσει τίποτα. Χωρίς εκκωφαντικό θόρυβο, για την ακρίβεια χωρίς παραπανίσιες κινήσεις και φιοριτούρες περπάτησε τον δρόμο της πετυχημένης διαδρομής της: «Είχα στόχο και ήξερα τι θέλω να κάνω και πώς θα το πετύχω από μικρή. Τελειώνοντας με την “Οπισθοδρομική Κομπανία” αποφάσισα να σταματήσω το τραγούδι. Είπα τελείωσε το παρεάκι μου, τελείωσα και εγώ».
Τι φοβήθηκε και ήθελε να εγκαταλείψει το τραγούδι μετά μάλιστα από μια τόσο επιτυχημένη πορεία με ένα γκρουπ που ανανέωσε το ενδιαφέρον του φιλόμουσου κοινού για το ρεμπέτικο και έκανε μόδα τις κομπανίες; «Ότι θα είμαι μόνη μου, ότι δεν θα έχω την ομάδα μου. Το να ξεκινήσει κανείς να δουλεύει στον χώρο με ένα group είναι πολύ μεγάλο σχολείο. Μου έδωσε καταρχάς συντροφικότητα και κυρίως την ομορφιά να παίρνουμε τις αποφάσεις όλοι μαζί. Εγώ δεν ήθελα μεγάλη ευθύνη και το να ξεκινήσεις μία σόλο καριέρα έχει ένα βάρος».
Ένας άνθρωπος έκαμψε τις αντιστάσεις της και την έβαλε ξανά στον κόσμο της μουσικής: «Ήρθε στο σπίτι μου ο Χρήστος Νικολόπουλος και μου είπε: «Έλα να τραγουδήσουμε μαζί». Αρνήθηκα και προσπάθησε να με πείσει λέγοντάς μου πόσο ωραία θα είναι, πόσο θα με προσέξει και φυσικά ότι είχα το ελεύθερο να κάνω ό,τι θέλω. Του είπα ναι και τραγούδησα ξανά, χάρη στον Χρήστο. Έβγαινα με ένα άσπρο κοστούμι στο κέντρο “Νταλίκες” και έλεγα κομμάτια όπως το “Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου”. Ένα βράδυ ήρθε και μας άκουσε ο Σταμάτης Σπανουδάκης και έτσι συνεχίστηκε η ιστορία μου στη μουσική – η δεύτερή μου δηλαδή περίοδος».
Οι καλλιτεχνικές επιλογές της ήταν μετρημένες και αναρωτιέμαι αν ήταν βάσει σχεδίου ή επιθυμιών. Την ίδια στιγμή που διατυπώνω την ερώτηση σκέφτομαι ότι δεν έχει καμία σημασία αλλά η Ελευθερία Αρβανιτάκη είχε αρχίσει ήδη να μου απαντά. «Όταν έκανα το “Μένω εκτός” έλεγαν από την εταιρεία μου “τι ωραίος δίσκος που όμως δεν θα έχει επιτυχία γιατί ήταν εκτός εποχής”.
Επίσης, όταν ετοιμάζαμε τον δίσκο “Τραγούδια για τους μήνες” δεν τον πίστευε κανένας παρά μόνο εγώ, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γκανάς. Και οι άνθρωποι της πιάτσας έλεγαν ότι κάνουμε έναν μαγικό δίσκο αλλά που δεν θα είχε επιτυχία. Αλλά οι επιλογές μου δικαιώθηκαν. Τη μεγαλύτερη δικαίωση την πήρα με το άλμπουμ “Μένω εκτός” γιατί ήταν μία παραγωγή δική μου.
Βρήκα τους συνθέτες, τους στιχουργούς, τον ενορχηστρωτή, το έστησα όλο. Ήταν στις καλύτερες στιγμές και η Λίνα Νικολακοπούλου και ο Νίκος Αντύπας. Έψαχνα πάντα να κάνω ένα πολύ σεβαστό ρεπερτόριο και υπήρχαν άνθρωποι που θαύμαζα πολύ το έργο τους και ήθελα να μπω στον κόσμο τους, όπως για παράδειγμα το Νίκο Ξυδάκη ή, όπως είπα, το Δημήτρη Παπαδημητρίου. Θυμάμαι σαν τώρα μου έβαλε να ακούσω το «Δεύτερη ζωή δεν έχει». Άλλαξε ο κόσμος μου, ο τρόπος που έβλεπα τη ζωή μου. Συνειδητοποίησα πόσο πρέπει να ζεις τη στιγμή. Πόσο πρέπει οι επιλογές σου να σε εξυψώνουν. Του είπα σε παρακαλώ πολύ περίμενέ με να κάνω “Τα κορμιά και τα μαχαίρια” και ξεκινάμε. Ήταν μια μοναδική εμπειρία η συνεργασία μαζί του».
Η συζήτηση στρέφεται γύρω από το ρεπερτόριό της και τις επιλογές που έκανε. Στις επιλογές της υπάρχουν στιγμές εσωστρέφειας και εξωστρέφειας: «Ναι υπάρχουν και τα δυο όπως το να επιδιώξω κάτι πιο εμπορικό, σαν το “Πόσο ακόμα να σ’ αγαπώ δίχως σώμα” του Μιχάλη Γκανά. Και κάποια άλλη στιγμή έκανα το “Γρήγορα η ώρα πέρασε” με τον Νίκο Ξυδάκη. Σε μία τέτοια δουλειά αναγνωρίζεις το βάρος και την αξία του ανθρώπου με τον οποίο συνομιλείς. Στην πορεία των χρόνων δεν λείπω από κανένα δίσκο του. Ο Νίκος θέλει να ερμηνευτούν τα κομμάτια του όπως τα ονειρεύεται κι εγώ επιθυμώ να ακολουθήσω τη μουσική και την αφήγηση. Σαφώς στη διαδρομή μου υπήρξαν στιγμές για τις οποίες αμφέβαλα. Έχω κάνει όμως και εξαιρετικές συνεργασίες με τραγουδίστριες και με τραγουδιστές και η όποια επιφύλαξη είχα διαλύθηκε».
Με τον Σταμάτη Σπανουδάκη κάνουν το δίσκο Κοντραμπάντο, που αποτέλεσε κάτι πολύ διαφορετικό από ο,τι είχαμε συνηθίσει μέχρι τότε, και κάνει το ευρύτερο κοινό να αναγνωρίσει την πολύ τρυφερή και ερωτική φωνή της σε πιο δυτικούς ήχους. Λίγο αργότερα ακολουθεί μια ακόμα εξαιρετική συνεργασία με τον Κραουνάκη, το 1987 με το δίσκο Τανιράμα.
Το 1991 έρχεται μια ακόμα καθοριστική στιγμή: ο δίσκος “Μένω Εκτός” είναι ίσως ακόμα και σήμερα ο πιο αγαπημένος δίσκος της μεγάλης τραγουδίστριας. Στο Μένω Εκτός συνεργάζεται με τη Λίνα Νικολακοπούλου, ενώ οι συνθέτες των τραγουδιών είναι ανάμεσα στους πιο σημαντικούς της εποχής, όπως ο Νίκος Αντύπας, ο Χρήστος Νικολόπουλος και ο Αρμένιο Ara Dinkjian που χαρίζει κορυφαία τραγούδια, όπως το Δυνατά Δυνατά και το Μένω Εκτός.
Το τραγούδι “Ίδιο μακό” του δίσκου είναι ένα από τα πιο όμορφα ερωτικά τραγούδια που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ.
Λίγο αργότερα θα κάνει και δεύτερο δίσκο με τον Αρμένιο συνθέτη, «Τα κορμιά και τα μαχαίρια» (1994), με στίχους από τον Μιχάλη Γκανά και τη Λίνα Νικολακοπούλου.
Κάπως έτσι παγιώνεται στη συνείδηση του κοινού ως μια έντεχνη τραγουδίστρια του έρωτα, μια άποψη που έρχεται η ίδια πάλι να ενισχύσει με το δίσκο της “Τραγούδια” για τους μήνες, στον οποίο τραγουδά στίχους μεγάλων ποιητών όπως η Σαπφώ, η Πολυδούρη, ο Ελύτης, ο Καβάφης.
Από τα τέλη του 1990 και μετά συνεργάστηκε με πολλούς ξένους δημιουργούς και ερμηνευτές, όπως η Cesaria Evora από το Πράσινο Ακρωτήρι με την οποία εμφανίστηκαν το Μάη του 1999 στην Αθήνα ερμηνεύοντας και ηχογραφώντας μαζί το υπέροχο ερωτικό τραγούδι «Sodade».
Ο χρόνος προσφέρει τα δώρα της γενναιότητας αλλά φέρνει και τις σκοτεινές πλευρές του. «Η μεγαλύτερη ανασφάλεια που έχω είναι ο χρόνος, αν και μου έχει φερθεί καλά. Εχω μπει σε καινούργια περίοδο στη ζωή μου. Τον φοβάμαι. Έχω συμβιβαστεί και ξέρω ότι δεν μπορώ να τραγουδάω για πάντα. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Έχουν υπάρξει στιγμές που ήθελα να σταματήσω. Θα αφήσω το σώμα μου να μου το πει». Σαφώς και γίνεται αναφορά στην απόφαση της Χάρις Αλεξίου να εγκαταλείψει το τραγούδι. «Για μένα η Χαρούλα είναι η Χαρούλα. Είναι η ιστορία της ελληνικής μουσικής η οποία δεν φθίνει, την ακούμε συνέχεια και είναι πάντα εδώ».
Είστε ευτυχισμένη; «Μεγάλη κουβέντα». Είστε χαρούμενη; «Επίσης μεγάλη κουβέντα». Αν σας ζητούσα να μου περιγράψετε την συναισθηματική σας κατάσταση ποια αυτή την στιγμή τι θα μου λέγατε; «Μπερδεμένη».
Αναρωτήθηκα πόση τόλμη απαιτεί για μια σταρ σαν κι εκείνη μια τέτοια παραδοχή. Και την ίδια στιγμή ήρθαν ξανά να λόγια του Μάνου Χατζιδάκι: «Η Ελευθερία Αρβανιτάκη είναι μια μοναδική περίπτωση λαϊκής τραγουδίστριας. Είναι ευγενής και παραδοσιακή. Δεν μεγαλώνει, δεν γίνεται πιο μικρή. Υπήρξε Ελευθερία από την αρχή».
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη όμως έχει και πολύ σημαντική παρουσία σε συναυλίες στο εξωτερικό συμμετέχοντας σε φεστιβάλ τζαζ και εθνικ μουσικής, όπως το πολύ διάσημο WOMAD στην Αγγλία, στο φεστιβάλ SFINKS του Βελγίου, στο διεθνές φεστιβάλ τζαζ του Μοντρέ στην Ελβετία, στο φεστιβάλ World Music της Νέας Υόρκης, στο φεστιβάλ Mainz στη Γερμανία, και κυρίως στην Ισπανία, όπου η Αρβανιτάκη είναι εξαιρετικά αγαπητή.
Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας της στο εξωτερικό, ήταν η συνεργασία της με τον εξαιρετικό Αμερικανό συνθέτη Philip Glass που τον γνωρίσαμε από την υπέροχη μουσική του σε ταινίες όπως οι “Ωρες” (The Hours). Η Ελευθερία Αρβανιτάκη συμμετείχε στο έργο του Ωρίων και έδωσε μαζί του συναυλίες στην Αυστραλία, την Αμερική και το Μεξικό. Ένα από τα κορυφαία ελληνικά τραγούδια, το Τζιβαέρι, περιέχεται στο δίσκο Ωρίων, σε διασκευή του συνθέτη.
Έχει δώσει πολλές συνεντεύξεις σε ξένα περιοδικά, και άρθρα για τη φωνή και τη μουσική της έχουν φιλοξενηθεί σε πολύ μεγάλες εφημερίδες. Ο οδηγός Rough guide to World Music, έχει συμπεριλάβει το “Μένω Εκτός” σε ένα από τα 100 κορυφαία άλμπουμ όλων των εποχών στη διεθνή μουσική, και ένα από τα πιο ερωτικά άλμπουμ της Ευρώπης.
Τα τραγούδια της έχουν συνοδεύσει πολλούς έρωτες, αλλά μας έχουν παρηγορήσει επίσης μετά από πολλές αποτυχημένες σχέσεις και ερωτικές απογοητεύσεις.
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη με την ερωτική της φωνή υπήρξε πάντα σήμα κατατεθέν για πολλές γενιές, και δεν μας κάνει καθόλου εντύπωση ότι στις συναυλίες της εμφανίζονται άνθρωποι όλων των ηλικιών, να τραγουδούν με μια φωνή τα υπέροχα, τρυφερά ερωτικά τραγούδια της ερμηνεύτριας που συγκινεί με την παρουσία της.