Για την σπουδαία Ελένη Ανουσάκη οι συστάσεις είναι περιττές. Η αγαπημένη ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα μετρώντας πολλές επιτυχίες.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Η Ελένη είναι η κόρη της σπουδαίας πρωταγωνίστριας και ιδεολόγου Μαλαίνας και του τενόρου Ευάγγελου Ανουσάκη, με καταγωγή από την Κίσσαμο Χανίων, έχει γαλήνη με τον εαυτό της.
Δηλώνει φιλόζωη και μάλιστα έχει σελίδα που δείχνει την αγάπη της στα τετράποδα με κάθε τρόπο. Όποτε χρειάζεται, και το μαθαίνει εκείνη, κάποιο τετράποδο βοήθεια, εκείνη ενημερώνει τόσο τη σελίδα της στο Facebook όσο και το blog της.
Η Ελένη Ανουσάκη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1950. Ήταν το μωρό που κρατούσε η Ελένη Χατζηαργύρη στην ταινία «Αμάρτησα για το παιδί μου», στο οποίο πρωταγωνιστής ήταν ο πατέρας της.
Στα δεκαέξι της μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με τον χαρακτηρισμό εξαιρετικό ταλέντο.
Εμφανίστηκε στην ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» και την έδιωξαν από τη σχολή. Λίγο καιρό όμως αργότερα, αναιρέθηκε η απόφαση που είχε πάρει ο τότε διευθυντής, Θάνος Κωτσόπουλος και έτσι επανήλθε.
Την ίδια περίοδο, αποδέχτηκε την πρόσκληση της FOX και πήγε στην «Τσινετινά» για σπουδές, με δασκάλους τους Κάρολ Ριντ, Ρεξ Χάρισον, Ρίτσαρντ Μπαρντ, Μόνικα Βίτι κ.ά. Η Ελένη Ανουσάκη δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της, έπαιξε όμως στην ταινία του Κ. Ριντ «Αγωνία και Έκσταση».
Η ηθοποιός ακολούθησε μία σημαντική πορεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Όμως, τη δεκαετία του ΄80 άρχισε να πολιτεύεται με το ΠΑΣΟΚ, εξελέγη βουλευτής και ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια όμως έχει αποστασιοποιηθει.
Το 2007-2008 έπαιξε στη σειρά «Υπέροχα πλάσματα» υποδυόμενη την θεία Καραμέλα, την θεία του Billy.
Η Ελένη Ανουσάκη είχε πει σε συνέντευξή της: Με φώναζαν Λένα. Θλίψη; Καμία! Δεν άφηναν η μάνα μου και οι θείες μου, που μεγάλωνα μαζί τους, να φτάσει τίποτα δηλητηριώδες σε μένα! Καταλάβαινα τα πάντα, αλλά ζούσα ευτυχισμένα, χαϊδεμένα, προστατευμένα. Η μάνα μου, δε, πήγε εξορία, αλλά στις φυλακές Αβέρωφ. Τα Σαββατοκύριακα ετοιμαζόμουν όλο χαρά και πήγαινα να τη βρω, σαν κάτι κανονικό. Κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι. Είχε μια άλλη πολιτική κρατούμενη το αγοράκι της μαζί της. Η μάνα μου το λάτρευε. Δεν το ήθελα. Ζήλευα. Ήθελα να αγαπάει μόνο εμένα σε όλο τον κόσμο.
Και οι θείες μου εμένα να αγαπάνε μόνο. Μπροστά μου δεν χάιδευαν τα ξαδέλφια μου, ούτε τα φιλούσαν. Μόνο εμένα. Πήγαινα σε ένα σπουδαίο ιδιωτικό σχολείο, που έκανε παιδαγωγική δουλειά ουσίας. Έφευγαν τα παιδιά όλα διακοπές. Μόνο εγώ έμενα εκεί με μια υπέροχη δασκάλα γαλλικών, ήταν η αδελφή της Φλωρέττας Ζάννα. Έρημο το σχολείο, χωρίς παιδικές φωνές και εγώ μικρή και εκείνη μεγάλη μέσα στα μοναχικά κτίρια.
Κάποια φορά δεν έτρωγα καθόλου. Σαν για να την τιμωρήσω, λες και έφταιγε που ήμουν εγώ εκεί. Απελπίστηκε. Χρησιμοποίησε όλους τους τρόπους για να με κάνει να φάω. Με σκαμπίλισε, από απόγνωση… Έφαγα! Μια φορά μόνο τα χρειάστηκα για τα καλά. Είχαν καταδικάσει τη μαμά σε θάνατο. Πήγα να τη δω επισκεπτήριο. Δεν έκλαιγε, δεν έκανε υστερίες, δεν με έκανε να σπάσω. Πολύ απλά έβγαλε από την τσέπη της και μου έδωσε ένα δώρο, που ‘χε φτιάξει μόνη της. Δυο πουλάκια μαζί, τυλιγμένα σε μια χαρτοπετσέτα. Με φίλησε… Αυτό ήταν… Μετά οι θείες μου και η λατρεμένη μου ξαδέλφη με είχαν πάντα σε συζήτηση. Διαφωνούσαμε όλες μαζί για μια ερμηνεία στο θέατρο, ένα βιβλίο, μια άποψη!
Η μία ήταν σπουδαία μοδίστρα της Σανέλ. Μου έραβε κομμάτια μοναδικά, που κρατάω ακόμα. Στο σπίτι μας μπαινόβγαινε όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος. Ο Καζαντζάκης, ο Λουντέμης, φυσικά ο Μάνος Κατράκης που έπαιζε μαζί με τη μαμά. Κάποτε πήγαμε σε ένα σπίτι, που δεν είχε μάντρα από πίσω και αφήνανε έντυπα παράνομα για τον Χαρίλαο Φλωράκη.
Μια εποχή στον από πάνω όροφο έμενε ένας αστυνομικός, ο κύριος Λάκης. Ήξερε ποιοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Ποτέ δεν κάρφωσε τη μαμά μου. Όλο «χαίρετε, κυρία Μαλαίνα μου» και «καλησπέρα, κύριε Λάκη μου» ήταν!
Ο άνδρας μου πολλές φορές μου λέει να μη συζητάω για τα παλιά. Και εγώ το αποφεύγω, εδώ που τα λέμε. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι! Η ιστορία κύλησε, χάσματα ενώθηκαν και άλλα ρήγματα γεννήθηκαν ξανά.
Η Ελένη Ανουσάκη είχε πει: Παιδάκι έδωσα στα εξαιρετικά ταλέντα στο Εθνικό. Στα 16 μου έπαιζα στο σινεμά. «Κόκκινα φανάρια» και «Μικροί, μεγάλοι εν δράσει»! Το όνομά μου ήταν στους τίτλους μεγαλύτερο από της δασκάλας μου, της Μαίρης Αρώνη. Με διέγραψαν! Εκείνη -ωραίος άνθρωπος!- έλεγε «τι μας φταίει το παιδί! Ήταν εξαιρετικό!».
Το 1964 το Φεστιβάλ βρέθηκε στο επίκεντρο για τις ωραίες παρουσίες, αλλά και τις «σκανδαλώδεις» εμφανίσεις, που προκάλεσαν ακόμα και την παρέμβαση του εισαγγελέα. Οι εφημερίδες σχολίασαν την παρουσία δύο καλλονών της εποχής. Της Κορίνας Τσοπέη, η οποία το προηγούμενο καλοκαίρι είχε στεφθεί Μις Υφήλιος, φέρνοντας για πρώτη φορά τον τίτλο στην Ελλάδα και της «συναδέλφου» της Μπόμπι Τζόνσον (Μις Η.Π.Α). Η Κορίνα Τσοπέη και Μπόμπι Τζόνσον στη ΔΕΘ «Θα αποτελέσει γεγονός η άφιξη στη Θεσσαλονίκη, για να παρευρεθεί στο Φεστιβάλ, της Μις Υφηλίου Κ. Τσοπέη, η οποία θα συνοδεύεται και από τη Μις Αμερική. Η οργανωτική επιτροπή του Φεστιβάλ ετοιμάζει υποδοχή κατά τρόπο αμερικάνικο. Μεγάλη πομπή αυτοκινήτων θα συνοδεύει τις δύο καλλονές, κατά τη διαδρομή τους από το αεροδρόμιο στην πόλη», έγραφε το ρεπορτάζ. Οι κοπέλες τράβηξαν την προσοχή με την ομορφιά τους και το κομψό τους στυλ….
Την παράσταση στις στήλες των κοσμικών όμως, έκλεψε η ηθοποιός Ελένη Ανουσάκη, η οποία πραγματοποίησε μια πολύ τολμηρή εμφάνιση, για την εποχή. Η ηθοποιός, που ξεχώριζε εκτός από το υποκριτικό της ταλέντο και για την εξωτερική της εμφάνιση, φόρεσε ένα μαύρο φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ, το περίφημο «φόρεμα τόπλες».
Το ρούχο, που ακόμα και σήμερα θα χαρακτηριζόταν τολμηρό, το 1964 προκάλεσε την παρέμβαση του εισαγγελέα, ο οποίος μέσω αστυνομικών, προειδοποίησε την ηθοποιό ότι θα συλλαμβάνονταν για προσβολή της δημοσίας αιδούς. «Η ατμόσφαιρα είχε πάρει μια τέτοια διονυσιακή τροπή, που ο Εισαγγελεύς αναγκάστηκε με τρόπο να συστήσει στην ορχήστρα να παύσουν οι ημίγυμνες αυτές επιδείξεις», έγραψαν οι εφημερίδες.
Μάλιστα για να αποφευχθούν περαιτέρω αντιδράσεις που θα δημιουργούσαν σκάνδαλο, οι αστυνομία, εμπόδισε την είσοδο στην Ανουσάκη. Η ηθοποιός συμμορφώθηκε στις υποδείξεις των αρχών και την επόμενη ημέρα ντύθηκε πιο σεμνά. Οι φωτορεπόρτερ της εποχής είχαν προλάβει να την απαθανατίσουν και οι φωτογραφίες της με το τόπλες φόρεμα δημοσιεύτηκαν, χωρίς όμως να δοθεί συνέχεια στο θέμα.
«Το τόπλες της Ανουσάκη αντικαταστήθηκε με κλειστό μαύρο φουστάνι και με μακριά μανίκια», έγραφε το ρεπορτάζ, ενώ άλλο δημοσίευμα παίνευε το καλλίγραμμο σώμα της ηθοποιού: «ένα καλοστημένο, άγουρο ακόμη νεανικό κορμί που δεν είχε λόγους να ντραπεί να δείξει την ομορφιά του». Το σκάνδαλο αποφεύχθηκε αλλά ο εισαγγελέας είχε … κέφια Η περίπτωση της Ανουσάκη δεν ήταν η μοναδική για την οποία παρενέβη ο Εισαγγελέας στη συγκεκριμένη διοργάνωση. Τρεις ημέρες νωρίτερα δημιουργήθηκε θέμα με την προβολή του ντοκυμαντέρ «Οι Εληές» του Δημήτρη Κολλάτου, καθώς ορισμένες σκηνές του θεωρήθηκαν υπερβολικά τολμηρές. «Ο εισαγγελέας θα προβεί σε αυτεπάγγελτη δίωξη εναντίον της οργανωτικής επιτροπής του φεστιβάλ, διότι επέτρεψε την προβολή του φιλμ, παρά το γεγονός ότι είχε απορριφθεί και από τις δύο επιτροπές του Υπουργείου προεδρίας», έγραψε η εφημερίδα Ελευθερία. Ωστόσο, η ταινία είχε επίσημη άδεια από επιτροπή στην Αθήνα. Τελικά «Οι Εληές» κέρδισαν το πρώτο βραβείο καλύτερης ταινίας μικρού μήκους και η Ελένη Ανουσάκη συνέχισε χωρίς κανένα πρόβλημα την καριέρα της στον κινηματογράφο, το θέατρο και αργότερα στην πολιτική….
Η Ελένη Ανουσάκη ήταν παντρεμένη με τον σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας Δημήτρη Παπακωνσταντή από το 1964. Δεν το ήξερε το κοινό. Δεν νομίζω πως αφορούν στα αλήθεια οι ζωές των άλλων κανέναν, είχε πει η ηθοποιός.
Η Ελένη Ανουσάκη κάνει πολύ σπάνιες εμφανίσεις και της αρέσει να μιλά μέσα από τα κείμενά της. Προτιμά να διατηρεί χαμηλό προφίλ παρά να αναφέρονται τα δημοσιεύματα διαρκώς σε εκείνην. Παρακολουθεί την επικαιρότητα και έχει άποψη αλλά αυτό που την ενδιαφέρει είναι οι Έλληνες να ορθοποδήσουν.
Κάνει σπάνιες εμφανίσεις στο θέατρο για να παρακολουθήσει παραστάσεις που την ενδιαφέρουν. Πιστεύει στους νέους ανθρώπους και θεωρεί ότι πρέπει να παλέψουν για να επιβιώσουν. Και βέβαια αυτό που την ενδιαφέρει είναι να φύγει η μελαγχολία από τους Έλληνες, μία μελαγχολία που δημιουργήθηκε από πολλά λάθη, όπως λέει.