Η Δήμητρα Κατσαφάδου είναι η πολυβραβευμένη χημικός που δημιούργησε από το μηδέν μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρείες καλλυντικών στην Ελλάδα.
«Το 2016 νοίκιασα το πρώτο μου μαγαζί στην Αγίου Ιωάννου στην Αγία Παρασκευή. Τότε ήμουν στο ταμείο ανεργίας και έμενα σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μενίδι με 200 ευρώ τον μήνα γιατί με είχε λυπηθεί μια γιαγιά», ανέφερε αρχικά σε συνέντευξή της στο περιοδικό ΟΚ.
Μιλώντας η Δήμητρα Κατσαφάδου για τα πρώτα της βήματα στην επιχείρηση, δήλωσε: «Είχα ήδη αρχίσει να πουλάω τις κρέμες που έφτιαχνα μόνη μου σε ένα καζάνι για τις φίλες μου, εκείνες τις έδιναν στις δικές τους φίλες, τους άρεσαν πολύ και τις ξαναζητούσαν. Πάω λοιπόν στον ιδιοκτήτη του μαγαζιού εκείνου και του λέω: “Δεν έχω στον ήλιο μοίρα, τώρα ξεκινάω. Βοήθησέ με, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να σ’ τα δίνω τα 500 ευρώ τον μήνα”. Μου λέει τότε αυτός “εσύ μια μέρα αυτό το μαγαζί θα το αγοράσεις”. Ό,τι λεφτά έβγαζα φρόντιζα πρώτα να εξοφλώ αυτό τον άνθρωπο και μετά όλα τα άλλα».
«Μια μέρα έρχεται μια κοπελίτσα, χημικός, και μου λέει: “Είμαι από την Ελευσίνα και θέλω να δουλέψω για εσάς”. Ένα κατατρεγμένο κορίτσι και αυτή, όπως ήμουν κι εγώ. “Βρε, Αθηνά μου” της λέω “εγώ μπορώ να δώσω μόνο έναν βασικό μισθό, ούτε τα έξοδα μετακίνησης δεν θα καλύπτεις, δεν σε παίρνω!”. Εκείνη όμως επέμενε, με είχε δει στο Facebook όπου είχα αρχίσει να ψιλοακούγομαι από τα live που έκανα και με είχε πιστέψει. Αυτό το κορίτσι-διαμάντι σήμερα είναι μέτοχος της La Vie En Rose καi ηγείται της επιχείρησης στην Κύπρο» πρόσθεσε.
Ρώτα με καλύτερα αν γέλασα ποτέ. Κάθε μέρα έκλαιγα. Κανείς δεν ήταν μαζί μου τότε, όλοι ήταν απέναντι. Είναι πολύ στενόχωρο να σου έχει γυρίσει την πλάτη η οικογένεια. Εκ των υστέρων, όμως, κατάλαβα ότι αυτές οι κακοποιητικές συμπεριφορές, αυτός ο συναισθηματικός εκβιασμός, με έκαναν να τα καταφέρω. Αν δεν είχα αυτή τη μανιάτικη οικογένεια, δεν θα είχα πεισμώσει τόσο πολύ τότε.
Μα μου έχουν πει να διδάξω στο πανεπιστήμιο κοσμετολογία! Με έχουν βραβεύσει κιόλας και δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο με είχαν αγκαλιάσει οι φοιτητές. Μπορεί η οικογένειά μου να με είχε απορρίψει, αλλά η οικογένεια που διάλεξα εγώ με αγάπησε πολύ περισσότερο.
Έχω τρομερή αδυναμία στον μπαμπά μου, είναι ένα μάλαμα. Η οικογένειά μας ήταν μητριαρχική, εκείνος ακολουθούσε τις προσταγές της μάνας. Και η μάνα μου βέβαια τώρα χαίρεται πιο πολύ από όλους. «Μου έβγαλες το λάδι, όμως, βρε μάνα» της λέω. «Με ξεζούμισες!».
Ναι. Ουσιαστικά αυτός ο γάμος ήταν ένα εισιτήριο για την απελευθέρωσή μου. Δεν ήταν λανθασμένη επιλογή ο άντρας μου, ήταν όμως βιαστική. Τον λάτρεψα. Τότε περνούσε καρκίνο, ήταν ανοσοκατεσταλμένος βέβαια, αλλά δεν είχε πάρει ακόμα τα πάνω του. Λίγο μείναμε μαζί, έναν χρόνο κράτησε η σχέση συνολικά. Άσε που την ημέρα του γάμου τελευταία στιγμή έφτασα.
Ήμουν στο αμάξι με τη φίλη μου που οδηγούσε και της έλεγα «κάνε αναστροφή, πνίγομαι, δεν θέλω να πάω». Αισθανόμουν ότι μια μεγάλη πλευρά μου δεν το ήθελε αυτό το πράγμα. Ήθελα να αφοσιωθώ στο παιδί μου, το La Vie. Ούτε πρόβα νυφικού είχα κάνει.
Ναι, είναι φανταστικό παιδί. Τώρα πλέον έχει γυμναστεί πολύ, έχει γίνει κούκλος.
Δεν ξέρω τι θα γινόταν σήμερα. Τότε ο καθένας έδωσε κάτι πολύτιμο στον άλλο. Ο Γιώργος με βοήθησε να ξεφύγω από την οικογένειά μου. «Άνοιξε τα φτερά σου» μου έλεγε.
Πολύ. Ο πρώτος μου έρωτας με σημάδεψε. Με αυτό τον άνθρωπο ήμασταν ξανά μαζί μετά από πολλά χρόνια. Η μητέρα μου ευθύνεται για αυτό τον έρωτα. Τότε διάβαζα για τις Πανελλαδικές και ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του. Εκείνη λοιπόν, για να μην απογοητευτώ και παρατήσω τη μελέτη, μου έστελνε κάθε μέρα λουλούδια και αρκουδάκια και καλά από εκείνον – από τότε αν μου φέρει άντρας αρκουδάκι, θα του το πετάξω στο κεφάλι!
Τα σημειώματα εκείνα έγραφαν «μη σταματάς, συνέχισε. Εγώ». Αυτό συνεχιζόταν για δύο χρόνια επειδή έδωσα δύο φορές εξετάσεις γιατί ήθελαν να περάσω στην Ιατρική – τελικά και τις δύο φορές πέρασα στο Χημικό. Να τον βλέπω έξω τον άνθρωπο και να μη μου ρίχνει βλέμμα. Και να αναρωτιέμαι «αφού με θέλει γιατί δεν μου μιλάει;». Όταν πια μπήκα στο πανεπιστήμιο, μου λέει η μάνα μου «εγώ σ’ τα έστελνα, αυτός δεν σε θέλει».
Μου έμεινε ένα απωθημένο μαζί του που έπρεπε να ολοκληρωθεί. Τα φτιάξαμε για λίγο τότε και μετά ξανασμίξαμε αμέσως μετά τον γάμο μου. Όταν χωρίσαμε, είχα στενοχωρηθεί τόσο πολύ που δεν ήθελα να βγαίνω από το σπίτι. Πάθαινα σοβαρές κρίσεις πανικού, είχα κατάθλιψη. Μπορεί να φαίνομαι δυναμική αλλά είμαι πολύ ευαίσθητη. Η κατάθλιψη είναι σαν ένα σκουλήκι που σε τρώει από μέσα σου.
Ακριβώς το αντίθετο. Εκείνη την περίοδο είχα τις μεγαλύτερες εμπνεύσεις μου. Όταν σκέφτηκα να βάλω ζωντανό μύκητα στην κρέμα, ήμουν στα πατώματα. Με έλεγαν τρελή τότε. Για αυτή την εφεύρεση πήρα παγκόσμια πατέντα. Εκείνη την περίοδο μου έλεγες «πάμε μέχρι τη Ραφήνα» και ήταν σαν να μου έλεγες να πάμε στην Αλεξανδρούπολη. Ήμουν διαλυμένη συναισθηματικά. Και επειδή κάθε χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος κι εγώ είχα χάσει λίγα χρόνια πριν τον καλύτερό μου φίλο, μου έξυσε τις πληγές.
Εκεί με βοήθησε πολύ ο αδελφός μου ο Νικόλας. Απομακρυνόμασταν δυο χιλιόμετρα από την Αγία Παρασκευή κι εγώ έκλαιγα με μαύρο δάκρυ, του φώναζα «σε παρακαλώ, γύρισέ με σπίτι». Και εκείνος μου απαντούσε «όχι, θα τα καταφέρεις».
Φυσικά. Πήρα και αγωγή. Ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος πρέπει κιόλας να σου ταιριάζει. Εγώ έπεσα σε έναν φανταστικό. Του έλεγα «γιατρέ, δεν μπορώ να πάω ούτε μέχρι απέναντι, νομίζω ότι έχω τρελαθεί». Και εκείνος μου έλεγε «όποιος κάθεται σε αυτή την καρέκλα είναι καλός άνθρωπος. Δεν είσαι τρελή, είσαι παραπάνω ευαίσθητη».