Η συγγραφέας Χρυσηίδα Δημουλίδου μίλησε στο Mykonos Post για το νησί των ανέμων, αλλά και για τις αλλαγές που έχει παρατηρήσει η ίδια στο πέρασμα των ετών.
Ερωτηθείσα η συγγραφέας για την πρώτη φορά που επισκέφθηκε τη Μύκονο, μεταξύ άλλων δήλωσε: «την επισκέφτηκα πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1976. Είχα πάει με αεροπλάνο, ένα ελικοφόρο YS11 και νομίζω την ερωτεύτηκα με το που την είδα από ψηλά, με τα κατάλευκα σπιτάκια της, όμοια με ζαχαρωτά. Όταν πάτησα το πόδι μου και με φύσηξε εκείνος ο μαγικός άνεμος που μου δημιούργησε μια μοναδική εφορία, κατάλαβα πως το νησί ήταν μαγικό(…)
Στα Ματογιάννια, το βράδυ, δεν είχε φώτα και περπατούσαμε σχεδόν στο σκοτάδι για να πάμε σε ένα ταβερνάκι που βρισκόταν σε μια αυλή με καλαμιές- δεν θυμάμαι ποιο ήταν- και μετά χορεύαμε σ’ ένα κλαμπάκι. Όταν το πρωί βγήκα έξω, μαγεύτηκα με τους ανθρώπους που είδα να περπατούν ημίγυμνοι με παρεό, πανέμορφοι ξένοι, άνδρες και γυναίκες, με μακριά μαλλιά, χαϊμαλιά στο λαιμό και ξυπόλητοι. Ήταν κάτι το οποίο είχε κάνει μόδα η Μπριζίτ Μπαρντό, που τότε κυκλοφορούσε δίχως παπούτσια στο Σαν Τροπέ και ήταν ιέρεια της μόδας.
Γινόμασταν όλοι μια μεγάλη παρέα και εκεί που έπαθα σοκ ήταν στην παραλία της Παράγκας που όλοι ήταν ολόγυμνοι, κάτι που δεν είχα ξαναδεί ποτέ και ούτε περίμενα να δω στην ζωή μου. Ένας παράδεισος με Αδάμ και Εύες, έτσι έγινα κι εγώ μια Εύα».
Στη συνέχεια αναφερόμενη στις αλλαγές που έχει παρατηρήσει στο νησί, η Δημουλίδου δήλωσε:
«Η Μύκονος που πρωτογνώρισα και λάτρεψα, δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή εικόνα της, που ίσως λόγω ηλικίας, δεν μου πάει πια. Τώρα αποζητώ κάτι πιο ήρεμο, το νησί είναι για νέους ανθρώπους που θέλουν να ξεφαντώσουν, κι εγώ αυτά τα βαριέμαι. Πέρα από αυτό με ενοχλεί που οι Έλληνες είναι εξαφανισμένοι, δεν την επιλέγουν. Βλέπετε, έχει γίνει πολύ σνομπ, πανάκριβη και ξένη προς τους Έλληνες, ακόμη και σε όσους κατοικούν εκεί.
Κάποτε πήγαινες μόνος και έβρισκες παντού παρέες, πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι και άσημοι, ήταν ένα, διασκέδαζαν όλοι μαζί στα ίδια μέρη και κανείς δεν έκανε επίδειξη ισχύος, χρήματος, ονόματος, ομορφιάς, ρούχων και επώνυμων τσαντών. Αφήστε που δεν είχαμε τσάντες, ότι χωρούσε στην τσέπη μας, δηλαδή μόνο χρήματα και το κλειδί του δωματίου.
Τώρα, ακόμη και Έλληνες που έχουν σπίτια, τους βρίσκεις με το σταγονόμετρο επειδή τα νοικιάζουν και όσοι δεν το κάνουν και διαμένουν σε αυτά, εμφανίζονται σπάνια, αυστηρά σε δικές τους παρέες. Οι πλούσιοι κάνουν παρέα μόνο με ομοίους τους και τα ελάχιστα πάρτι που γίνονται είναι αυστηρά πριβέ(…).
Η Μύκονος δεν ανήκει στους ‘Έλληνες αλλά στους βαθύπλουτους ξένους που ζουν στον δικό τους κόσμο χλιδής και επίδειξης χρήματος, κάτι που προσωπικά δεν μου αρέσει καθόλου, όχι επειδή δεν έχω τα χρήματά τους, αλλά επειδή οι συμπεριφορές τους είναι προκλητικές.
Έχω να πάω στην Ψαρρού κοντά στα 15 χρόνια και στην αγαπημένη μου Παράγκα και Super Paradise που κάποτε λάτρευα, πάνω από 10. Προτιμώ τις ήσυχες παραλίες, με φυσικό περιβάλλον. Στο νησί ερωτευόμασταν, κυρίως όμως διασκεδάζαμε. Tώρα, έχει γίνει πασαρέλα».