Ο Χρήστος Θηβαίος γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου του 1963. Είναι ανηψιός του ηθοποιού Αντώνη Παπαδόπουλου.
Της: Έπη Τρίμη
Έγινε γνωστός με το συγκρότημα Συνήθεις Ύποπτοι, το οποίο δημιούργησε το 1994 με τον Αλέκο Βασιλάτο και τον Τάσο Λώλη. Οι Συνήθεις Ύποπτοι διαλύθηκαν το 2000 κι ο Θηβαίος συνέχισε σόλο καριέρα. Στη σόλο καριέρα του βρέθηκε στη σκηνή με κορυφαία ονόματα της Ελληνικής μουσικής: Μαρία Φαραντούρη, Χάρις Αλεξίου, Θάνος Μικρούτσικος, Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Αρλέτα, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Γιάννης Κότσιρας, Γιάννης Κούτρας, Μιλτιάδης Πασχαλίδης
Η τελευταία συνεργασία του Χρήστου Θηβαίου ήταν με το συγκρότημα Mr. Highway Βand όπου και έκαναν περιοδείες σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο από το 2011-2013.
Ο Χρήστος Θηβαίος είναι παντρεμένος με τη Μαρία Παυλοπούλου και έχει δύο παιδιά. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Μπολόνια, με καθηγητή τον διάσημο συγγραφέα Ουμπέρτο Έκο.
Ο Χρήστος Θηβαίος λέει για τον εαυτό του: “Γεννήθηκα στο Μεταξουργείο, κέντρο ακριβώς, στην οδό Αχιλλέως 30. Πήγα δημοτικό σχολείο, γυμνάσιο και λύκειο στο Μεταξουργείο. Μεγάλωσα σε εκείνους τους δρόμους και τις γειτονιές και το 1980 ο πατέρας μου και η μητέρα μου μετακόμισαν στα Εξάρχεια και από τότε μένω στα Εξάρχεια, μέχρι σήμερα. Γνώρισα όλους τους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, γιατί οι δικοί μου ήταν ηθοποιοί και γνώρισα και όλους τους τραγουδοποιούς των Εξαρχείων και μεγάλωσα μέσα σ’ αυτό το κλίμα. Ήμουν 18 ετών όταν ήρθαμε στα Εξάρχεια και τώρα είμαι 57. Τότε τα Εξάρχεια για εμάς τους Μεταξουργειώτες ήταν Κολωνάκι. Δεν είχε αυτή την επαναστατικότητα που πιστεύετε σήμερα. Ήταν μια μεγαλοαστική γειτονιά. Εμείς στο Μεταξουργείο ήμασταν τα παιδιά που ζούσαν σε ένα εργατικό κλίμα και σε μια πολύ πιο επαναστατική γειτονιά”.
“Τον μιμήθηκα άπειρες φορές τον Γιάννη Πάριο έχει πει ο Χρήστος Θηβαίος λέγοντας στη συνέχεια:” Στα 13 μου άρχισα να μαθαίνω κιθάρα, μόνος μου και να παίζω.
“Οι δικοί μου ήταν ηθοποιοί. Ήθελαν απλά να γίνω καθηγητής πανεπιστημίου. Εγώ προτίμησα να γίνω καθηγητής Φιλοσοφίας, το οποίο εμπεριείχε την έννοια του καθηγητή πανεπιστημίου. Γνώρισα τον Ουμπέρτο Έκο, δουλέψαμε τρία χρόνια, αλλά τελικά ανακάλυψα ότι εγώ θέλω στη ζωή μου να γράφω τραγούδια και να τραγουδάω.
Από τον Ουμπέρτο Έκο θυμάμαι το τρομερό του χιούμορ και τη φοβερή μεταδοτικότητά του στις γνώσεις. Όταν μου έδειξε για πρώτη φορά ότι πέρα από θεωρητικά βιβλία γράφει και μυθιστορήματα, που ήταν το “Όνομα του Ρόδου” τότε, και αργότερα όταν δουλέψαμε μαζί επάνω στο “Εκκρεμές του Φουκώ”, κατάλαβα ότι η ζωή μου δεν ήταν τόσο η μουσική, όσο η λογοτεχνία στη μουσική”.
Είμαι τυχερός όχι μόνο γιατί τα έζησα, αλλά γιατί τα θυμάμαι. Για παράδειγμα, ενώ ποτέ δεν αγαπούσα τη λαϊκή μουσική που ακουγόταν συνήθως στις παραστάσεις, με είχε μαγέψει το γεγονός ότι είδα μπροστά μου τον Τσιτσάνη μαζί με τη Χαρούλα Λαμπράκη. Μέσω των γονιών μου Νίκου Θηβαίου και Μαίρης Παπαδοπούλου γνώρισα τον κόσμο του θεάτρου και μέσω του θείου μου Αντώνη Παπαδόπουλου αυτόν του σινεμά. Θυμάμαι πάντα τον κ. Θανάση (Βέγγος), τον κ. Κώστα (Βουτσάς), την κ. Μάρθα (Καραγιάννη), τον κ. Βαγγέλη (Σειληνός), την κ. Δέσποινα (Στυλιανοπούλου) οι οποίοι ήταν η οικογένειά μου. Θυμάμαι έντονα και την κ. Γεωργία (Βασιλειάδου) γιατί δεν έχω ξαναδεί πιο ερωτευμένο ζευγάρι από εκείνη και τον άντρα της. Επίσης δεν μπορώ να ξεχάσω τον κ. Βασίλη (Αυλωνίτης), ο οποίος ήταν ο αγαπημένος της μητέρας μου. Θυμάμαι ότι από σκηνής έλεγε στον πατέρα μου: «Νίκο, ήρθε η Μαίρη. Ακούω το γέλιο της»..
Για τον Χρήστο Θηβαίο είναι κάτι το οποίο ήρθε και πέρασε. “Πρέπει να συζητάμε τα προβλήματά μας, ειδικά εμείς που είμαστε επώνυμοι. Τα συζητάμε και περνάνε” έχει κατά καιρούς πει. “Νομίζω ότι πιο μεγάλη σημασία έχει το να αποδεχτούμε τα λάθη μας, για να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας βασισμένοι πάνω στα λάθη που κάναμε. Και τα παιδιά μας να μας ξεπεράσουνε ως οι άρχοντες του αύριο.Πιστεύω, τελικά, μετά από τόσα χρόνια, ότι η θέση μας είναι τα τραγούδια μας, οι στίχοι μας και η μουσική μας”.
Την αίσθηση του φόβου την έχω ζήσει από μικρός, συγκεκριμένα από την περίοδο της χούντας με περιστατικά χαραγμένα στη μνήμη μου. Το πρώτο όταν βλέποντας τα τανκς να περνούν και τον πατέρα να μου λέει: «Αυτό δεν ξέρεις τι είναι, αλλά να θυμάσαι ότι είναι κακό». Το δεύτερο στις 17 Νοέμβρη, όταν οι δικοί μου είχαν παράσταση σε ένα στρατόπεδο στο Χαϊδάρι και ξαφνικά ακούσαμε από τα μεγάφωνα: «Όσοι αξιωματικοί φέρουν περίστροφο να πάνε στην πύλη». Μας γύρισαν στο σπίτι στον Άγιο Παύλο και θυμάμαι να κλείνουμε τα παράθυρα λόγω δακρυγόνων και να ανοίγουμε το ραδιόφωνο.
Ο καθένας πρέπει να έχει μια δουλειά και να βγάζει τα προς το ζην, με ένα αξιοπρεπές ωράριο που να του δίνει τον χρόνο να ονειρευτεί και να εφεύρει κάτι καινούργιο