Ο Χρήστος Συριώτης σε συνέντευξή που παραχώρησε στο περιοδικό “ΕΓΩ”, μίλησε για τον καρκίνο, για τις οδυνηρές στιγμές που έζησε και την πίστη που τον βοήθησε να κερδίσει την ασθένεια.
«Ήμουν στην 50ή χημειοθεραπεία, από το σύνολο των 60 που έκανα. Είχα πάθει θρόμβωση από τις θεραπείες και αναγκάστηκα να μεταφερθώ από το σπίτι ξανά στο νοσοκομείο, γιατί είχα λιποθυμικές τάσεις. Είχαν πέσει πολύ τα λευκά μου αιμοσφαίρια. Οι γονείς μου ήταν πάνω μου. Οι πόνοι ήταν φρικτοί. Κάποια στιγμή, είδα τον πατέρα μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να κλαίει. Του είπα: “Δεν αντέχω άλλο! Θέλω να πεθάνω”. Μου απάντησε λοιπόν: “Μην τολμήσεις να το ξαναπείς αυτό”.
Εκείνη την ώρα ψέλλισα: “Θέλω τότε να ξαναγυρίσω πίσω, να βρεθώ στη μήτρα της μητέρας μου, να ξαναγεννηθώ”. Όταν συνήλθα πήρα μολύβι και χαρτί και ξεκίνησα να γράφω. Η πρώτη φράση που βγήκε ήταν:
“Τι κοιτάτε ρε; Και εσείς έτσι ήσαστε στην κοιλιά της μάνα σας, γυμνοί και μόνοι”. Έβαλα αυτό το πλάσμα, που είναι μέσα στη μήτρα να μιλάει. Δεν βλέπει, αλλά ακούει και αισθάνεται ότι συμβαίνει».
Ερωτηθείς αν αισθάνθηκε «γυμνός» απέναντι στον καρκίνο, ο Χρήστος Συριώτης απάντησε «όχι, για να νικήσεις τον καρκίνο, πρέπει να τον ονοματίσεις, να τον κοιτάξεις κατάματα και να δεις τους ανθρώπους που σε αγαπούν και σε στηρίζουν. Ήταν απίστευτη η αγάπη των ανθρώπων που με στήριξαν και η δύναμη που μου έδωσαν.
Πολλοί φίλοι μου λένε “είσαι ήρωας”. Δεν είμαι ήρωας. Δεν είμαι τίποτα. Στον καρκίνο δεν έχεις άλλη επιλογή. Έφτασα στο σημείο να πω ότι δεν αντέχω άλλο, ότι δεν μπορώ να κάνω άλλο κύκλο θεραπείας, ότι δεν μπορώ να βάλω άλλη χλωρίνη μέσα μου. Έβλεπα τα φάρμακα που έμπαιναν στον οργανισμό μου σαν χλωρίνη, σαν μπουγάδα. Καίνε τα σωθικά σου, τα μάτια σου, τον ιδρώτα σου, τα έντερά σου. Είναι τρομερό συναίσθημα. Δεν περιγράφεται. Δεν άντεχα».
Ο Χρήστος Συριώτης είχε καρκίνο στον έναν όρχι. «Ναι, κάποια στιγμή ψηλάφισα κάτι. Αν δεν είχα αποτανθεί σε γιατρό, σήμερα μπορεί να μη ζούσα. Δεν υπάρχει ενημέρωση γύρω από την ανάγκη αυτοεξέτασης στους όρχεις».
Απαντώντας στην ερώτηση πώς αισθάνθηκε όταν τον ενημέρωσαν ότι πάσχει από καρκίνο, υπογράμμισε «όταν έγινε ο υπέρηχος και άκουσα ότι είναι καρκίνος, σκέφτηκα να αυτοκτονήσω. Έβλεπα το παράθυρο ανοιχτό και σκεπτόμουν να πέσω από κάτω. Σας το λέω αληθινά. Όταν μου είπε ο ακτινολόγος στο υπέρηχο τη λέξη “καρκίνος”, πριν πάω στο γιατρό για να με καθησυχάσει, ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Αποφάσισα να μιλήσω για αυτό, παρ’ όλες τις κατηγορίες που δέχθηκα ότι “διαφημίζω” την αρρώστια μου. Ναι τη διαφημίζω με σκοπό να ενημερώσω ότι ο καρκίνος λέγεται καρκίνος και όχι επάρατη νόσος. Προλαμβάνεται και σώζεσαι!».
Όσον φορά την περίοδο που ξεκίνησε τις χημιοθεραπείες, επεσήμανε «εκείνη την περίοδο, κάναμε υπερεντατικές πρόβες με τον Πέτρο Φιλιππίδη στην “Ειρήνη”. Του είπα μια μέρα, ότι θέλω να πάω στο γιατρό, γιατί ψηλάφισα κάτι. Έκανα τον υπέρηχο και δύο ημέρες μετά, ζήτησα από το γιατρό μου να χειρουργηθώ. Έκανα αφαίρεση του όρχεως και, δύο ημέρες μετά, ζήτησα από το γιατρό μου να χειρουργηθώ. Έκανα αφαίρεση του όρχεως και την τέταρτη μέρα, συνέχισα κανονικά
τις πρόβες.
Έκανα βέβαια συνεχώς εξετάσεις. Μερικούς μήνες αργότερα, είχε και πέντε μεταστάσεις στους παραόρτιους λεμφαδένες και είχαν εμφανιστεί και δύο όζοι στον πνεύμονα. Πάλι η πρόληψη με έσωσε. Ξεκίνησα τις επιθετικές θεραπείες και εξαφανίστηκε. Ήταν γολγοθάς. Η περίοδος των θεραπειών είναι κάθοδος στην κόλαση. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σας το περιγράψω. Είχα φτάσει να κάνω 40 εμετούς την ημέρα. Ήμουν συνέχεια με ορούς».
Τέλος, ο Χρήστος Συριώτης εξομολογήθηκε πως βρήκε τη δύναμη να παλέψει και να νικήσει τον καρκίνο, σημειώνοντας «προσωπικά, δεν έχω σχέση με θρησκείες, πίστεψα όμως στον Θεό και με βοήθησε. Ο Άγιος Εφραίμ μου έδωσε δύναμη και οφείλω τώρα, όσο μπορώ από τη θέση μου να δώσω δύναμη και κουράγιο. Η αγάπη των άλλων με στήριξε. Άλλαξα πολύ. Τώρα ας πούμε, δεν έχω να πληρώσω τίποτα. Χρωστάω παντού. Αν αυτό μου συνέβαινε πριν ένα χρόνο, θα ήμουν άρρωστος, που δεν έχω να βάλω ούτε βενζίνη στο αυτοκίνητό μου. Τώρα πια σκασίλα μου. Ζω! Λέω πολύ εύκολα τις αλήθειες μου. Αγαπώ τη θάλασσα, τον ήλιο, τη ζωή, τους φίλους, τα γέλια, τους γονείς μου, τα αδέλφια μου».