Η αγαπημένη ερμηνεύτρια Χαρούλα Αλεξίου, μέσα από τις συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει έχει μιλήσει για τη ζωή της, την περιπέτεια της υγείας της με τον καρκίνο αλλά και τον χαμό της μητέρας της.
Η Χαρούλα Αλεξίου για την μάχη που έδωσε ενάντια στον καρκίνο, δήλωσε: «Έπαθα καρκίνο. Αλλά είπα: Όχι, δεν θα τον αφήσω να με νικήσει. Από αυτό έχασα και τη μητέρα μου… Ήμουν τυχερή, γιατί τον πρόλαβα. Κάνοντας τη μαστογραφία μου, όπως κάθε χρόνο, το διαπίστωσα. Αυτό που παίρνεις από ένα τέτοιο γεγονός είναι η ταπείνωση, γιατί ποτέ δεν πιστεύεις ότι θα το πάθεις κι εσύ. Όταν λοιπόν χάνεις το έδαφος κάτω από τα πόδια σου, βλέπεις ότι είσαι κι εσύ μια καρδούλα που έχει ανάγκη από φροντίδα.
Έχω ένα γιο που με προσέχει, με αγαπάει, με φροντίζει, τον καμαρώνω γιατί είναι πολύ δημιουργικός, είναι πολύ γλυκό παιδί και ξέρει τι θέλει. Είμαι άνθρωπος που μπορεί να κλάψει. Έχω νιώσει την μελαγχολία, την εσωστρέφεια σε στιγμές έντασης και κεφιού, σε πολλά live δικά μου. Νομίζω είμαι και μοναχική και εσωστρεφής. Όχι πολύ μοναχική, αλλά είμαι. Δεν θέλω να την κάνω φίλη μου την μοναξιά. Δεν μ’ αρέσει. Η μοναξιά είναι αρρώστια…
Δεν θα μπορούσα να ζήσω αν δεν είχα το χιούμορ, θα είχα αρρωστήσει. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τη δυνατότητα να γελάω, ακόμη και εις βάρος του ίδιου μου του εαυτού».
«Ήρθα στη ζωή το 1950 σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στη Θήβα και από τα οκτώ μου χρόνια ζω και εμπνέομαι στην Αθήνα. Το όνομά μου είναι Χαρίκλεια Ρουπάκα.
Οι ρίζες μου είναι «μπλεγμένες», με πατέρα αγρότη και μητέρα Μικρασιάτισσα. Γνώρισα από μικρή ηλικία τις δυσκολίες της ζωής και κατάφερα να τις εκφράσω αργότερα με τη φωνή μου και τους στίχους μου. Έχω πάρει το όνομα της γιαγιάς μου. Ζούσα σ’ένα σπίτι ανοιχτό για όλους. Το γλέντι και η χαρά αποτελούσαν καθημερινότητα για την οικογένεια μου.
Όλα όμως αλλάζουν όταν μόλις σε ηλικία 8 χρονών χάνω τον πατέρα μου, Θανάση.
Η μητέρα μου Ιφιγένεια, μια δυναμική γυναίκα, παίρνει εμένα και τον αδερφό μου και κατεβαίνουμε στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή. Εκεί, ανοίγει ένα μπακάλικο, το «μπακάλικο της χήρας» όπως το αποκαλούσαν πολλοί στη γειτονιά. Βοηθάω στο μαγαζί, και παράλληλα δουλεύω και σε ένα μεσιτικό γραφείο, ενώ ο αδερφός μου ταξιδεύει με τα καράβια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια.
Η μητέρα μου έπρεπε να εργάζεται σκληρά, αλλάζαμε συνεχώς σπίτι έστω και για 10 δραχμές φτηνότερο ενοίκιο…
Αργότερα, η μητέρα μου έχτισε ένα λυόμενο που ήταν μόνο τούβλα και έμπαζε από παντού. Ακόμα και τα παράθυρα ήταν μεταχειρισμένα. Όμως ήταν το πρώτο δικό μας απόκτημα και είμασταν ευτυχισμένοι μέσα σε αυτό.
Ήμουν ένα παιδί που όταν θα του έλεγε μια σκληρή κουβέντα η μάνα του, δεν θα αντιδρούσε, αλλά θα χαμήλωνε τα μάτια και θα έκλαιγε. Έχασα την μάνα μου, όταν ήμουν 28 χρονών. Τότε ένιωσα ότι ενηλικιώθηκα..
Ένα ακόμα γεγονός που μου κόστισε, ήταν ότι δεν κατάφερα να μορφωθώ στο βαθμό που ήθελα. Τελείωσα το πεντατάξιο σχολείο και αργότερα φοίτησα σε δραματική σχολή, επειδή ήθελα να είχα μια σπουδή…».
Τέλος, αναφορικά με το ξεκίνημα της στη μουσική, η ίδια έχει αναφέρει: «Ή πρώτη μου ηχογράφηση το 1970, ήταν ένα λαϊκό τραγούδι του Βασιλειάδη και του Πυθαγόρα, το ”Όταν πίνει μια γυναίκα”. Η ηχογράφηση αυτή προοριζόταν για τη Νανά Χάρμα, κόρη του Ντούο Χάρμα και καλή λαϊκή τραγουδίστρια. Εγώ μόλις είχα περάσει από οντισιόν στην τότε Οντεόν, το κορίτσι αυτό έλειπε στην Αμερική, αλλά το τραγούδι έπρεπε να γραφτεί ως flip side ενός δίσκου 45 στροφών. Έτσι είπαν «ας βάλουμε την καινούργια». Έγινε, σημείωσε επιτυχία και μετά απ’ αυτό το τραγούδι ακολούθησε η «Μικρά Ασία» του Καλδάρα.
Ο Μάκης Μάτσας ,διηγείται. «Θυμάμαι, σε μια από τις πρώτες ηχογραφήσεις της, όπως έβγαινα από το στούντιο της Columbia είδα τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να κοντοστέκεται, να παρακολουθεί για λίγο την ερμηνεία της και να με ρωτάει. «Ποια είναι αυτή που τραγουδάει;» Όταν του ανέφερα το όνομα Χαρούλα Αλέξιου, με τη γνωστή θυμοσοφία που τον χαρακτήριζε συνέχισε: «Αυτή η φωνή, να ξέρεις, έχει στασίδι στην Εκκλησία».
Ο Αχιλλέας Θεοφίλου ήταν, μέντοράς μου! Ο Αχιλλέας με έκανε να αγαπήσω το διάβασμα. Μέχρι τότε είχα την έφεση, αλλά ήμουν κι ένα παιδί απαίδευτο απ’ το σπίτι μου. Ο άνθρωπος αυτός είχε τη γαλλική κουλτούρα, ακούγαμε μαζί μουσική, με μύησε στον Μπρασένς και στον Μπρελ, διαβάζαμε ποίηση. Πολύ μεγάλος έρωτας! Του οφείλω πολλά!
Στο τραγούδι της «Μπαλάντα της Ιφιγένειας» περιέγραψα την ζωή πλάι στην μητέρα μου «… εσύ τον άντρα σου είχες χάσει κι εγώ είχα χάσει το γονιό μου και τότε μάνα καλέ μάνα τότε σε βάφτισα αρχηγό μου»….