Το σύνδρομο Long Covid, που “χτυπάει” τις γυναίκες, έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και μάλιστα, σε φάση υλοποίησης περνάει η πρόταση για τη δημιουργία οργανωμένων ιατρικών δομών.
Αυτό προέκυψε μετά τη συνάντηση του υπουργού Υγείας Θάνου Πλεύρη με την πρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης Ατόμων που πάσχουν από τις μακροχρόνιες συνέπειες της Covid-19, Ελένη Ιασωνίδου.
Η Ελένη Ιασωνίδου κατέθεσε ολοκληρωμένη πρόταση σχεδιασμού ιατρικών δομών για ασθενείς που πάσχουν από τις μακροχρόνιες συνέπειες της Covid-19, με ασθενοκεντρική προσέγγιση, την οποία ο υπουργός Υγείας έκανε αποδεκτή και δεσμεύτηκε ότι τις επόμενες ημέρες θα γίνουν οι απαιτούμενες ενέργειες για την υλοποίησή της.
Στην Ελλάδα, από την αρχή της πανδημίας, έχουν καταγραφεί περισσότερα από 1.000.000 κρούσματα κορωνοϊού, με το 10% περίπου αυτών των ασθενών να υποφέρει από εμμένοντα συμπτώματα τουλάχιστον έξι μήνες μετά την αρχική νόσηση. Μάλιστα, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι ο αριθμός των πασχόντων από Long Covid θα συνεχίσει να αυξάνει όσο αυξάνονται τα κρούσματα του κορωνοϊού.
Το προφίλ των ασθενών με σύνδρομο Long Covid
Η Long Covid είναι ένα πολυσυστηματικό νόσημα. Η ένταση των συμπτωμάτων και το ποσοστό εμφάνισής τους ποικίλλουν ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσησης κατά την οξεία φάση. Ωστόσο, εάν οι ασθενείς χρειάστηκαν υψηλής ροής οξυγόνο ή νοσηλεία σε ΜΕΘ, ένα μέρος των συμπτωμάτων τους μπορεί να είναι απόρροια των συνδρόμων που σχετίζονται γενικότερα με τη νοσηλεία σε ΜΕΘ.
«Το σύνδρομο Long Covid φαίνεται πως αφορά περισσότερο τις γυναίκες μέσης ηλικίας. Το αυξημένο σωματικό βάρος, το κάπνισμα, τα χρόνια νοσήματα και ιδίως από την ψυχική σφαίρα, η σοβαρή νόσος COVID-19 και η ανάγκη νοσηλείας έχουν αναδειχθεί στις μελέτες ως παράγοντες κινδύνου. Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ο κοινωνικός αποκλεισμός όπως και άλλοι παράγοντες γενετικοί, κοινωνικοί ή πολιτισμικοί μπορεί να επηρεάζουν την ποικιλομορφία εμφάνισης των συμπτωμάτων και τη διάρκειά τους», είχε υπογραμμίσει η Επίκουρη Καθηγήτρια Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας της Γ’ Παθολογικής Κλινικής ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» και Επιστημονικά Υπεύθυνη του Ιατρείου Post-COVID Γαρυφαλλιά Πουλάκου.
«Σύμφωνα με βρετανική μελέτη, 1 στους 10 ασθενείς με ήπια συμπτώματα μπορεί να εμφανίσει το σύνδρομο Long Covid. Φαίνεται ότι τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, οι παχύσαρκοι και οι ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα (προϋπάρχουσα πνευμονική, καρδιαγγειακή, νεφρική νόσος, χρόνια νευρολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα) έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν παρατεινόμενη νόσο COVID», επισημαίνει, από την πλευρά της, η Επιμελήτρια ΕΣΥ, Υπεύθυνη Μονάδας COVID-19 στη Θεραπευτική Κλινική του Νοσοκομείου «Αλεξάνδρα» Ελένη Κορομπόκη.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν δημοσιευμένα δεδομένα για την επίπτωση της Long Covid στον ελληνικό πληθυσμό, ωστόσο, οι υπό εξέλιξη μελέτες καθώς και στοιχεία από τις βάσεις δεδομένων των ιατρείων Post-COVID των νοσοκομείων, αναμένεται να δώσουν σαφέστερη εικόνα.
Τα κυριότερα συμπτώματα είναι η κόπωση, η δύσπνοια, ο βήχας, η κεφαλαλγία, οι πόνοι στο θώρακα και οι μυαλγίες. Άλλα συχνά συμπτώματα είναι: διαταραχές γεύσης και όσφρησης (συχνά βασανιστική παροσμία, δηλαδή η εντύπωση ύπαρξης δυσάρεστων οσμών όπως καμένο λάστιχο ή σάπιο κρέας ή ψάρι), ορθοστατική ταχυκαρδία ή και υπόταση, διαταραχές ύπνου, αλωπεκία, βλάβες περιφερικών νεύρων όπως αιμωδίες (μούδιασμα), αίσθημα νυγμών (τσιμπήματα), ενδοκρινολογικές διαταραχές κυρίως του θυρεοειδούς ή σακχαρώδης διαβήτης, δερματικά εξανθήματα, απώλεια βάρους, ανορεξία, αρθρίτιδες, ημικρανίες, ίλιγγος, αίσθημα ζάλης, εφιδρώσεις, διαρροϊκές κενώσεις. Συχνές είναι και οι ψυχιατρικές και γνωσιακές διαταραχές όπως η μετατραυματική διαταραχή στρες, οι διαταραχές μνήμης και συγκέντρωσης, το άγχος και η κατάθλιψη.
Οι μηχανισμοί που εμπλέκονται στο σύνδρομο Long Covid είναι περίπλοκοι. Ενδεχομένως να σχετίζονται με τις κυτταροκίνες που εκλύονται από τον οργανισμό στη φάση της φλεγμονής κατά την οξεία νόσηση, ή με τη δράση του ίδιου του SARS-CoV-2 και την προσβολή κυττάρων σε ένα μεγάλο εύρος ανθρώπινων ιστών ή με τον μηχανισμό ανοσοθρόμβωσης που μπορεί να πυροδοτήσει ο κορωνοϊός σε μικρά αγγεία.
Η λειτουργία των Post-COVID ιατρείων στη χώρα μας ξεκίνησε κυρίως με πρωτοβουλία των γιατρών που είχαν νοσηλεύσει ασθενείς κατά την οξεία φάση, κρίνοντας αναγκαία την παρακολούθησή τους και μετά την έξοδο από το νοσοκομείο για εύλογο χρονικό διάστημα.
Τα περισσότερα νοσοκομεία που διαθέτουν κλίνες COVID-19 διαθέτουν και Post-COVID ιατρεία, για παρακολούθηση κυρίως των ασθενών που νοσηλεύτηκαν. Ενδεικτικά πρόκειται για τα νοσοκομεία Ευαγγελισμός, Σωτηρία, Αττικό, Σισμανόγλειο στην Αθήνα, ΑΧΕΠΑ, Παπαγεωργίου, Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία της Περιφέρειας. Οι ασθενείς που νόσησαν ήπια και δεν χρειάστηκαν νοσηλεία έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε αυτά τα ειδικά ιατρεία.
Η Γ’ Παθολογική Κλινική του ΕΚΠΑ στο «Σωτηρία», που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Κωνσταντίνου Συρίγου, λειτουργεί Ιατρείο Post-COVID από τον Μάιο του 2020, σε συνεργασία με τη 2η Πνευμονολογική Κλινική.
«Στους ασθενείς προγραμματίζεται ραντεβού σε 2-6 εβδομάδες μετά το εξιτήριο ανάλογα με τις ανάγκες τους και μετά σε 12 εβδομάδες για την τελική εκτίμηση της αναπνευστικής, καρδιαγγειακής, μεταβολικής, νευρολογικής, ψυχοκοινωνικής αποκατάστασής τους μέσα από μια ολιστική διεπιστημονική προσέγγιση. Κατά την αρχική αξιολόγηση αποφασίζεται αν χρειάζονται κάποιες επιπλέον εξετάσεις ή υπηρεσίες από τη βασική δέσμη που περιλαμβάνει καρδιογράφημα, αιματολογικές εξετάσεις, εκτίμηση της ποιότητας ζωής, ψυχικής υγείας και της νευρογνωσιακής κατάστασης. Σχεδόν όλοι οι ασθενείς υποβάλλονται σε αξονική τομογραφία 12 εβδομάδες μετά τη νόσηση και αν χρειαστεί σε πλήρη λειτουργικό έλεγχο της αναπνοής. Η ομάδα που διαχειρίζεται την φροντίδα τους αποτελείται από Πνευμονολόγο, Παθολόγο-Λοιμωξιολόγο, Νοσηλευτή-τρια, και Κοινωνική Λειτουργό. Υπάρχει σταθερή συνεργασία με καρδιολογικό ιατρείο και κατά περίπτωση μπορεί να γίνουν παραπομπές σε άλλες ειδικότητες π.χ. Κλινικό Ψυχολόγο, Ψυχίατρο, Νευρολόγο, Ρευματολόγο, Δερματολόγο», σημειώνει η Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, Επιμελήτρια ΕΣΥ στη Γ’ Παθολογική Κλινική ΕΚΠΑ του «Σωτηρία», Επιστημονικά Υπεύθυνη του Ιατρείου Post-COVID Ελένη Κάκαλου.
Από την πλευρά της, η κυρία Κορομπόκη τονίζει πως «είναι σημαντικός ο συμπληρωματικός εργαστηριακός έλεγχος για την αξιολόγηση της λειτουργίας του ήπατος, των νεφρών, των ενδοκρινών αδένων (θυρεοειδική λειτουργία), των λιπιδίων του αίματος, του σακχάρου και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, των δεικτών φλεγμονής, των μυοκαρδιακών ενζύμων, αλλά και αιματολογικών δεικτών (π.χ. πηκτικότητα), καθώς μπορεί να αναδείξει όψιμες βλάβες από διαφορετικά όργανα-στόχους του ιού, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν υπήρχαν αρχικά βλάβες κατά την οξεία φάση της νόσου».
Στην Ελλάδα το πλαίσιο είναι υπό διαμόρφωση. «Πριν από λίγους μήνες έγινε προσπάθεια καταγραφής των Post-COVID ιατρείων από το υπουργείο Υγείας και υπήρξε πρωτοβουλία εκπαίδευσης της ιατρικής κοινότητας στο σύνδρομο Long Covid, συμπεριλαμβάνοντας την ενότητα αυτή στις εκπαιδευτικές δράσεις που οργάνωσε ο Οργανισμός Διασφάλισης Ποιότητας Υπηρεσιών Υγείας (ΟΔΙΠΥ) σε συνεργασία με το ΕΚΠΑ. Η ιατρική κοινότητα, σε συνεργασία με την ελληνική ομάδα υποστήριξης ασθενών με Long COVID, πρέπει να ενημερώσουν το υπουργείο Υγείας για τα προβλήματα στη λειτουργία των Post-COVID ιατρείων, εξασφαλίζοντας την ασφαλιστική κάλυψη των διαγνωστικών εξετάσεων, αλλά και τη δωρεάν πρόσβαση σε θεραπείες αποκατάστασης όπου αυτή χρειάζεται, με ένδειξη τη νόσο αυτή», είχε αναφέρει ο Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και Πρύτανης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Θάνος Δημόπουλος.
Μέχρι στιγμής η αποκατάσταση σε ειδικά κέντρα καλύπτεται μόνο για όσους νοσηλεύτηκαν και έχουν σοβαρή υπολειπόμενη νόσο ή εμφανίζουν επιπλοκές λόγω παρατεταμένης νοσηλείας σε κλινική COVID ή σε ΜΕΘ. Επίσης, προγράμματα αναπνευστικής, κινητικής και ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης εφαρμόζονται σε μεγάλα νοσοκομεία αναφοράς, αλλά δίνεται προτεραιότητα σε ασθενείς μετά από σοβαρή νόσηση ή νοσηλεία σε ΜΕΘ.
«Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν δοθεί πόροι, ανθρώπινοι και οικονομικοί, ώστε να ενισχυθούν οι δομές παροχής υπηρεσιών υγείας και να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο βάρος που επιφέρει η πανδημία», συμπληρώνει η κυρία Πουλάκου.
Στη χώρα μας υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες στις δημόσιες δομές υγείας που εντάθηκαν λόγω της πανδημίας. Ενδεικτικά, κρίσιμες εξετάσεις όπως ο λειτουργικός έλεγχος της αναπνευστικής και καρδιαγγειακής λειτουργίας δεν διενεργούνται σε δημόσιες δομές της Περιφέρειας.
Ωστόσο, το υπουργείο Υγείας αναφέρει ότι προς το παρόν «οι εξετάσεις που απαιτούνται για την παρακολούθηση των ασθενών με παρατεταμένη νόσο, όπως και την αντιμετώπισή τους, καλύπτονται από το ασφαλιστικό σύστημα».