Κάποιες φορές, αν όχι τις περισσότερες, η αντίσταση των Ελλήνων εναντίων των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών, δεν γράφτηκε στα βιβλία, αλλά στα βουνά της ελληνικής υπαίθρου, που μετατράπηκαν σε φρούρια τρανά, προκειμένου να μην περάσει ο εχθρός, ο κατακτητής.
Της: Έπη Τρίμη
Κάπως έτσι, σαν τραγούδι του ανέμου, σαν σκοπός ρουμελιώτικος, ήταν και η ζωή του Πατέρα Ανυπόμονου, του πάτερ Γερμανού! Στις 14 Μαΐου του 1943 ο Άρης Βελουχιώτης βρισκόταν στην περιοχή δυτικά του χωριού Κουκουβίτσα στην Γκιώνα και στρατολογούσε τους πρώτους αντάρτες που θα αποτελούσαν τον πυρήνα της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης της χώρας κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Εκεί στην Κουκουβίτσα πήγε να βρει τον Άρη ο ηγούμενος του μοναστηριού Αγάθωνος Φθιώτιδας, Γερμανός. Τον ηγούμενο κυνηγούσαν οι κατακτητές επειδή ήταν πρόεδρος της κοινότητας Δαδιού και άνηκε στο ΕΑΜ.
Για την ακρίβεια οι Ιταλοί είχαν εντοπίσει ότι οι ανακοινώσεις της κοινότητας Διαδιού, και οι προκηρύξεις του ΕΑΜ της περιοχής που καλούσαν σε αντίσταση και σαμποτάζ, γράφονταν από την ίδια γραφομηχανή που ήταν ελαττωματική και κάποια συγκεκριμένα γράμματα έβγαιναν στραβά. Και η γραφομηχανή αυτή ήταν της κοινότητας και την είχε ο πρόεδρος στο σπίτι του.
Ο αντάρτης καλόγερος ζήτησε από τον Άρη Βελουχιώτη να ενταχθεί στον ΕΛΑΣ και να πολεμάει στο πλευρό του. Ο Άρης του λέει αμέσως το «ναι». Στις πρώτες μάχες με τους Γερμανούς και με τους Ιταλούς, ο ιερέας είναι από τους πρώτους που ρίχνονται στη φωτιά.
Από τη μια κρατάει τον σταυρό και από την άλλη το όπλο. Πολεμάει σε κάθε μάχη με λύσσα χωρίς να περιμένει, χωρίς να κάνει υπομονή. Ο Άρης του αλλάζει το όνομα. «Παππούλη μην είσαι ανυπόμονος» του είπε. Έτσι ο Γιώργος Δημάκος από το Αγριδάκι Γορτυνίας που όταν χειροτονήθηκε ηγούμενος έλαβε το όνομα Γερμανός, από εκείνη τη στιγμή και μετά θα ονομαστεί «πατέρας Ανυπόμονος» ή «παπά – Ανυπόμονος».
Μέχρι το τέλος του Άρη Βελουχιώτη ο παπά – Ανυπόμονος θα πολεμήσει τους ναζί κατακτητές και τους συνεργάτες τους από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, δίπλα στο πλευρό του αρχηγού του. Τον ακολούθησε παντού. Σε κάθε μάχη. Ήταν μαζί του στη Ρούμελη, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο.
Και όταν η ομάδα του Άρη έμπαινε και απελευθέρωνε τα χωριά ένα προς ένα, ο παπα – Ανυπόμονος, ξεζωνόταν τα άρματα και τα φυσεκλίκια, άνοιγε τις εκκλησιές και λειτουργούσε.
Ο «παπάς του Άρη» όπως τον έλεγαν, του χάρισε στην πρώτη συνάντηση τους έναν ασημένιο σταυρό, που ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ κουβάλαγε πάντα μαζί του ως το τέλος του. «Θα φοράς πάντα το καλυμμαύχι. Το σταυρό δε θα τον βγάλεις ποτέ», του έλεγε ο Άρης. «Μα δεν με βολεύει. Να βάλω μαύρο σκουφί όπως όλοι;» απαντούσε ο πατέρας Ανυπόμονος «Όχι! Θα φοράς καλυμμαύχι». Ο πατέρας Ανυπόμονος διορίστηκε τότε Στρατιωτικός Ιερέας του Γενικού Αντιστασιακού Στρατηγείου.
Μετά τα χρόνια του εμφυλίου που δίχασαν την Ελλάδα και τους Έλληνες, ο πάτερ Γερμανός γύρισε στο μοναστήρι του, στον Αγάθωνα, όπου και μόνασε. Φυσιογνωμία που δεν περνούσε απαρατήρητη δίπλα στον καλόγερο Βησσαρίωνα, τον εξομολογητή του μοναστηριού, που πρόσφατα αγιοποιήθηκε, δημιούργησε μια μοναστική πολιτεία πρότυπο.
Ο Αγάθωνας, «κουρνιασμένος» μέσα στην αγκαλιά της Οίτης, έλαμπε από την πάστρα, το νοικοκυριό, την φιλοξενία. Με τους κήπους του, να ευωδιάζουν από βασιλικό, μέντα, Θυμάρι, τσάι και λιβάνι. Λουκούμι και ελληνικό καφέ μετά την λειτουργία τις Κυριακές και τσικουδιά αλλά και ουίσκι, μόνο για τους επισκέπτες, στο αρχονταρίκι με το μαντεμένιο τζάκι, τα κρύα βραδιά του χειμώνα, που χτυπούσαν την αψιδωτή πόρτα του μοναστηριού.
Και είχε «μέσα» του όλα τα ζώα της Κιβωτού, που το γλυκό χάραμα πάσχιζαν ποιο θα υπερτερήσει, έναντι του άλλου! Πέρδικες και φασιανούς, ελάφια και πάπιες, αηδόνια και γαλόπουλα!
Η ανυπομονησία του «πατέρα Ανυπόμονου», του αντάρτη παπά, τον έκανε να επανασχεδιάσει το μοναστήρι με κελιά για τους επισκέπτες, να ιδρύσει το μουσείο Φυσικής Ιστορίας Οίτης, να το «βάλει» στον χάρτη των εξεχόντων θρησκευτικών προσκυνημάτων, ανά την Ελλάδα.
Ούτε η αρρώστια του, που κράτησε κρυφή, τον εμπόδισε να βάλει «φρένο» στον ανυπόμονο χαρακτήρα του που τον «μοίραζε» απλόχερα στον φίλο, τον συνοδοιπόρο, στον συμπατριώτη του.
Ο θεράπων ιατρός του, καρδιολόγος Παναγιώτης Ιακωβής, ακόμη θυμάται με νοσταλγία εκείνη την οδυνηρή συνάντηση τους «Ένιωσα υπερήφανος όταν το Στρατιωτικό Ασθενοφόρο τον έφερε από τη Λαμία στο 401 μετά από την ακαριαία παρέμβαση του τότε Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη στο τηλέφωνό μου και στην παράκλησή μου» γιατί όπως πίστευε « Ίσως ,έτσι, η Πολιτεία εμπράκτως έδειχνε την αναγνώρισή της στον μεγάλο αγωνιστή».
«Έπρεπε» συμπληρώνει ο Παναγιώτης Ιακωβής «Να του δείξουμε την ευγνωμοσύνη της Πατρίδας για όσα έδωσε» και συμπληρώνει «Ήταν, όντως, μεγάλος. Όσοι στεκόμασταν δίπλα του, καμαρώναμε που αναπνέαμε τον ίδιο αέρα με τον παπά Ανυπόμονο».
Όσο για τις ιστορίες, εκείνες, που δεν γράφτηκαν σε κάποιο χαρτί, όπως προαναφέραμε, συνεχίστηκαν στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου «Καθόμουν με τις ώρες δίπλα του και άκουγα τις ιστορίες του και αντί να τον θεραπεύω εγώ, με θεράπευε αυτός με τα λόγια του» μας εκμυστηρεύεται ο Παναγιώτης Ιακωβής και συμπληρώνει «του χρωστώ, το θάρρος την επιμονή και την αυτοπεποίθηση που τόσο μου έλειπαν ως χαρακτήρα. Με σμίλεψε σαν γιο του. Κι όταν ξεψύχησε στα χέρια μας στη Λαμία, στην Κλινική Κατσάνου, (Μητέρα) ο Τόπος μας έγινε φτωχότερος».
Ο θρυλικός πατέρας Ανυπόμονος έφυγε από τη ζωή το 2004 σε ηλικία 92 ετών.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η εκκλησία τον αναγνώρισε ως ήρωα, και ως έναν από τους ελάχιστους κληρικούς που συμμετείχε στον αγώνα εναντίον του κατακτητή με τα όπλα και τις σφαίρες.
Η πολιτεία επίσης, τον τίμησε ως σύμβολο της Αντίστασης. Το 2000, η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε έναν τόμο με τίτλο «Μνήμες και Μαρτυρίες από το ’40 και την Κατοχή» με αναφορές στη δράση του παπά – Ανυπόμονου τον καιρό της Κατοχής.
Ευχαριστώ τον έγκριτο δημοσιογράφο Θοδωρή Στέφο για τις πληροφορίες