Αναδρομικά πάνω από 6.000 ευρώ αναμένεται να πάρουν 115.000 συνταξιούχοι, που έμειναν εκτός επανυπολογισμού και δεν πήραν τις αυξήσεις συντάξεων με τα βελτιωμένα ποσοστά αναπλήρωσης που εφαρμόζονται από τα 30,1 έτη ασφάλισης και άνω, με το νόμο 4670/2020 (νόμος Βρούτση).
Οι αυξήσεις θα δοθούν από 1ης/10/2019 που ισχύει ο νόμος 4670 και ήδη τα αναδρομικά μετρούν για 36 μήνες και εκτιμάται ότι πολλοί από τους εν αναμονή για επανυπολογισμό συνταξιούχους, θα φτάσουν να πάρουν αναδρομικά για 40 μήνες.
Οι συνταξιούχοι που θα πάρουν τα περισσότερα είναι μετά τον Μάιο του 2016 (νέοι), οι οποίοι θα πάρουν την αύξηση και τα αναδρομικά σε μία δόση, ενώ οι παλαιοί (πριν τον Μάιο του 2016) θα έχουν μεν επανυπολογισμό, αλλά- βάσει νόμου- θα πάρουν αύξηση αν ξεπεράσουν την προσωπική διαφορά. Η, δε, αύξηση που θα προκύψει, αφού αφαιρεθεί το ποσό της προσωπικής διαφοράς, θα δοθεί σε 5 ετήσιες δόσεις, ενώ τα αναδρομικά θα είναι ουσιαστικά από το 1/5 της αύξησης.
Όλη η διαδικασία του επανυπολογισμού αφορούσε περίπου 1 εκατ. συνταξιούχους, είτε παλαιούς, είτε νέους, με 30,1 έτη ασφάλισης και άνω.
Στην εκκαθάριση των μητρώων, ωστόσο, προέκυψε ότι σε περίπου 115.000 συνταξιούχους, ο επανυπολογισμός είτε δεν έγινε καθόλου, είτε έγινε με σφάλμα.
Ο επανυπολογισμός για τις 115.000 συντάξεις θα γίνει, όπως αναφέρει το ένθετο «Ασφάλιση και Συντάξεις», από τις αρχές του 2023 στον ΕΦΚΑ, καθώς θα προηγηθεί μια ταξινόμηση των περιπτώσεων ανά κατηγορία, που θα επιτρέψει να ολοκληρωθεί η διαδικασία του επανυπολογισμού χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις.
Στους συνταξιούχους για τους οποίους εκκρεμεί ο επανυπολογισμός περιλαμβάνονται:
Συνταξιούχοι που βγήκαν με παράλληλη ασφάλιση από το 2016 και μετά. Πολλοί έχουν πάρει τη βασική σύνταξη από το Ταμείο με τα πιο πολλά χρόνια και εκκρεμεί ο επανυπολογισμός της σύνταξης, αλλά και ο υπολογισμός της προσαύξησης του ποσού σύνταξης για τα διπλά χρόνια ασφάλισης που είχαν ως το 2016.
Συνταξιούχοι με αίτηση μετά τον Μάιο του 2016 που πήραν τη δική τους οριστική σύνταξη ενώ έχουν και σύνταξη χηρείας (πριν ή μετά τη δική τους σύνταξη). Μάλιστα, σε περιπτώσεις θανόντων με 30 έτη ασφάλισης και άνω θα πρέπει να γίνει διπλός επανυπολογισμός, ένας για τη σύνταξη γήρατος και ένας για τη σύνταξη χηρείας. Οι συνταξιούχοι αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να ξέρουν ότι μετά τον επανυπολογισμό το άθροισμα των εθνικών συντάξεων που θα λαμβάνουν λόγω γήρατος και χηρείας δεν θα ξεπερνά τα 384 ευρώ.
Συνταξιούχοι από τη λίστα των 31.000 εκκρεμών συντάξεων που δεν πήραν ακόμη οριστική απόφαση, οπότε θα έχουν επανυπολογισμό με το νόμο 4670 σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση της οριστικής τους σύνταξης.
Συνταξιούχοι που αποχώρησαν πριν το νόμο Κατρούγκαλου (παλαιοί συνταξιούχοι) με ελλιπή στοιχεία για τον προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισής τους, των συντάξιμων αποδοχών τους κ.ά. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν περίπου 50.000 συνταξιούχοι στους οποίους ο αρχικός επανυπολογισμός που έγινε με το νόμο Κατρούγκαλου έβγαλε αποκλίσεις ετών και αποδοχών σε ποσοστό πάνω από 5%.
Συνταξιούχοι που αποχώρησαν μετά τον Μάιο του 2016, στη συνέχεια απασχολήθηκαν και όταν διέκοψαν την απασχόλησή τους η σύνταξη επανήλθε μεν χωρίς την ποινή της εργασίας, αλλά δεν έγινε επανυπολογισμός με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.
Πρώτα οι αυξήσεις και κατόπιν επανυπολογισμός με διορθώσεις
Οι συνταξιούχοι που έμειναν εκτός επανυπολογισμού θα λάβουν πρώτα τις αυξήσεις του 2023 στη σύνταξή τους και στη συνέχεια θα έχουν επανυπολογισμό και διορθώσεις, αν η αύξηση βγαίνει μεγαλύτερη στην επανυπολογισμένη σύνταξη.
Στους νέους μετά το 2016 συνταξιούχους, η «άσκηση» αυτή βγαίνει σχετικά εύκολα, ενώ στους παλαιούς θα χρειαστούν επιμέρους επανυπολογισμοί της προσωπικής διαφοράς μετά την αύξηση και της διαφοράς μετά τον επανυπολογισμό.
Για παράδειγμα, συνταξιούχος μετά τον Μάιο του 2016, που έχει ακόμη τη σύνταξη «Κατρούγκαλου» και παίρνει μικτά 1.100 ευρώ, εκ των οποίων τα 716 ευρώ είναι η ανταποδοτική και 384 ευρώ η εθνική σύνταξη.
Με μια αύξηση 7,5% για το 2023, η σύνταξη θα ανέλθει σε 1.182 ευρώ. Η σύνταξη αυτή θα επανυπολογιστεί όμως ως προς το ανταποδοτικό κομμάτι με τα ποσοστά του νόμου Βρούτση. Αυτό σημαίνει ότι η αρχική ανταποδοτική σύνταξη των 716 ευρώ θα αυξηθεί έστω κατά 50 ευρώ, οπότε η αρχική σύνταξη των 1.100 ευρώ θα γίνει 1.150 ευρώ και με την αύξηση 7,5% θα φτάσει στα 1.236 ευρώ. Ο συνταξιούχος λοιπόν που θα παίρνει τα 1.182 ευρώ με την αύξηση στην αρχική σύνταξη θα πρέπει να πάρει άλλα 50 ευρώ μετά τον επανυπολογισμό και ένα συμπλήρωμα αύξησης 4 ευρώ.
Ο νόμος 4670/2020 (νόμος Βρούτση), με τον οποίο βελτιώθηκαν τα ποσοστά αναπλήρωσης για τις συντάξεις από τα 30,1 έτη ασφάλισης και άνω, ισχύει από 1ης/10/2019 και μετά.
Όλες οι νέες αιτήσεις, από αυτή την ημερομηνία και μετά, διέπονται ως προς τον υπολογισμό σύνταξης από τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου 4670. Αντίθετα, όλες οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν από 13/5/2016 ως και 30/9/2019, διέπονται ως προς τον υπολογισμό σύνταξης από τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου).
Ο εν λόγω νόμος είχε μικρότερα ποσοστά από τα 30,1 έτη και άνω, συγκριτικά με το νόμο 4670 και για το λόγο αυτό, έγινε ο επανυπολογισμός των συντάξεων του νόμου Κατρούγκαλου με τα βελτιωμένα ποσοστά του νόμου Βρούτση.
Ο ίδιος επανυπολογισμός έγινε και σε όλες τις προ Κατρούγκαλου συντάξεις (παλιοί συνταξιούχοι), με αποτέλεσμα σε περίπου 200.000 συνταξιούχους να δοθούν αυξήσεις, γιατί ξεπέρασαν την προσωπική διαφορά που έπαιρναν από τον επανυπολογισμό που είχαν με το νόμο Κατρούγκαλου.
Περισσότερο κερδισμένοι από τον επανυπολογισμό θα βγουν οι νέοι -μετά τον Μάιο του 2016- συνταξιούχοι, διότι κατά κανόνα δεν έχουν προσωπική διαφορά και θα πάρουν καθαρή αύξηση σε μία δόση και για πολλούς μήνες.
Ο λόγος που οι νέοι συνταξιούχοι δεν έχουν προσωπική διαφορά είναι γιατί οι συντάξεις τους με το νόμο Κατρούγκαλου βγήκαν μικρότερες από των παλαιότερων συνταξιούχων και μόνον αν η μείωση ξεπερνούσε το 20% έπαιρναν ως προσωπική διαφορά ένα τμήμα της μείωσης και όχι ολόκληρο.
Στους παλαιούς συνταξιούχους, ωστόσο, δόθηκε ως προσωπική διαφορά όλο το ποσό της μείωσης που προκάλεσε ο επανυπολογισμός του νόμου Κατρούγκαλου. Οι παλαιοί συνταξιούχοι δηλαδή διατήρησαν το ίδιο ποσό σύνταξης (με ένα τμήμα ως προσωπική διαφορά), ενώ οι νέοι συνταξιούχοι έχουν ντε φάκτο μείωση ως 20% και, αν την ξεπεράσουν, τότε παίρνουν ένα μέρος της μείωσης ως προσωπική διαφορά.
Μάλιστα, από τις αιτήσεις του 2019 και μετά, δεν ισχύει καμία προστασία σύνταξης με προσωπική διαφορά, ακόμη και αν οι μειώσεις συντάξεων είναι 30% αντί 20%. Όλα αυτά τα προέβλεψε ο νόμος Κατρούγκαλου, που εν μέρει ήρθε να ανατρέψει ο νόμος Βρούτση δίδοντας με τον επανυπολογισμό αυξήσεις στις συντάξεις όσων έχουν από 30 έτη ασφάλισης και πάνω.