ypogeio-parisi-i-istoria-gia-tis-katakomves-ta-katafygia-kai-ta-mystika-tis-kryfis-apagoreymenis-polis-38196
19:54

Υπόγειο Παρίσι: Η ιστορία για τις κατακόμβες, τα καταφύγια και τα μυστικά της κρυφής απαγορευμένης πόλης

19:54
Newsroom

Κατακόμβες του Παρισιού: Πρόκειται για μία χαώδη και απαγορευμένη πόλη. Μία πόλη, η οποία βρίσκεται κάτω από το Παρίσι. Είναι μια πόλη γεμάτη από κατακόμβες, σκελετούς και πάρτι. Πρόκειται για ένα θέμα που ανήκει στην urban μυθολογία. Με αφορμή του βιβλίου του ΜacFarlane «Υπογαία», επιχειρείται μια βουτιά στα βαθιά…

Κατακόμβες του Παρισιού: Η Ιλ-ντε-Φρανς

Μεγάλο μέρος της Ιλ-ντε-Φρανς βρίσκεται πάνω σε λουτήσιο ασβεστόλιθο που συσσωρεύτηκε κυρίως στη διάρκεια του Ηώκαινου. Όταν η περιοχή ήταν για περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια ένας τόπος με γαλήνιους όρμους και λιμνοθάλασσες με θαλασσινό νερό. Η θαλάσσια ζωή έθαλλε και πέθαινε σε αφθονία. Το έκανε, καθιζάνοντας στον πυθμένα ως ιλύς που τελικά συμπιέστηκε σε πέτρα.

Advertisement

Ο λουτήσιος ασβεστόλιθος είναι εξαίρετο οικοδομικό υλικό, με απόχρωση από το θερμό γκρι ως το κίτρινο «καραμέλας». Ανθεκτικό και εύκολο στο κόψιμο, με καθαρή επιφάνεια κοπής. Όλες οι πόλεις είναι προσθήκες σε ένα τοπίο που απαιτούν αφαίρεση από αλλού. Μεγάλο μέρος του Παρισού χτίστηκε από την ίδια του την υπογαία. Ήταν πελεκημένο πέτρα πέτρα από το βραχώδες υπόβαθρο και κουβαλημένο πάνω για τη λείανση και την τοποθέτηση.

Η υπόγεια λατόμηση άρχισε για τα καλά κατά τα τέλη του δωδέκατου αιώνα. Η ζήτηση του παρισινού ασβεστόλιθου αυξήθηκε όχι μόνο τοπικά, αλλά σ’ όλη τη Γαλλία. Με λουτήσιο ασβεστόλιθο χτίστηκαν τμήματα της Νοτρ Νταμ και του Λούβρου και, μεταφερμένος με φορτηγίδες του Σηκουάνα στο δίκτυο των ποταμών, έγινε κύριο εξαγώγιμο προϊόν της περιοχής.

Advertisement

Κατακόμβες του Παρισιού: Απομεινάρι εξακοσίων ετών

Το απομεινάρι 600 χρόνων λατόμησης είναι ότι, κάτω από τη νότια πλευρά της πάνω πόλης, υπάρχει η αρνητική της εικόνα. Ένα δίκτυο από πάνω από 200 μίλια στοών, δωματίων και αιθουσών, οργανωμένων σε τρεις κύριες περιοχές. Αυτές, απλώνονται μαζί κάτω από εννιά διαμερίσματα της πόλης. Αυτό το δίκτυο είναι τα vides de carrieres – «κενά των λατομείων», οι κατακόμβες.

Advertisement

Οι τεχνικές λατόμησης άλλαξαν εκπληκτικά λίγο με το πέρασμα του χρόνου. Φρέατα ανοίγονταν σε περίπου είκοσι μέτρα βάθος στις ασβέ- στολιθικές στρώσεις. Κι ύστερα στοές σκάβονταν οριζόντια αποκεί, ακολουθώντας τα γεωλογικά στρώματα. Όπου ανοίγονταν μεγαλύτερα δωμάτια, κολόνες από ασβεστόλιθο έμεναν αλατόμητες. Σκοπός ήταν να στηρίζουν τις οροφές. Η συνηθισμένη στοά σκαβόταν σε ύψος περίπου δύο μέτρων και φάρδος ενός. Όσο χρειαζόταν για να χωρέσει ένας άνθρωπος που έσπρωχνε μια χειράμαξα γεμάτη πέτρες.

Γενιές λατόμων ήλθαν και παρήλθαν, με τις ικανότητες να κληρονομούνται από πατέρα σε γιο και τον λαβύρινθο να εκτείνεται με το πέρασμα των αιώνων. Οι θάνατοι ήταν σχετικά σπάνιοι, καθώς η πέτρα δεν κατέρρεε εύκολα – όμως η καθημερινή έκθεση στη σκόνη του ορυκτού και το βαρύ φορτίο είχαν ως αποτέλεσμα κατεστραμμένα πνευμόνια και κορμιά. Για αιώνες, η λατόμηση ήταν κακά ρυθμισμένη και σε μεγάλο βαθμό αχαρτογράφητη.

Advertisement

Κατακόμβες του Παρισιού: Επιπτώσεις

Ύστερα, στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, η εκτεταμένη υποσκαφή άρχισε να έχει επιπτώσεις στην πάνω πόλη, προκαλώντας καταβόθρες από καθίζηση, γνωστές ως fontis, που λεγόταν πως ήταν διαβολικής προέλευσης. Τα κενά του λατομείου είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν στην επιφάνεια· η κάτω πόλη είχε αρχίσει να καταστρέφει τη δίδυμή της. Το 1774 μια fonti κατάπιε μέσα σε δευτερόλεπτα πεζοδρόμια, σπίτια, άλογα, άμαξες κι ανθρώπους.

Η τοποθεσία της καταβόθρας ήταν, απ’ όλα τα μέρη, η Rue d’Enfer – η Οδός Κολάσεως. Πολλές μικρότερες καταρρεύσεις ακολούθησαν και πανικός κυρίευσε την πόλη μπροστά στο άγνωστο μέγεθος τούτου του αόρατου κινδύνου. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ αντέδρασε γρήγορα, μετά την άνοδό του στον θρόνο, δημιουργώντας μια μονάδα επιθεώρησης για τα «Λατομεία Υπό τους Παρισίους και τα Πέριξ Πεδινά», με επικεφαλής έναν γενικό επιθεωρητή ονόματι Σαρλ-Αξέλ Γκιγιομό και με καθήκον της να ελέγχει τα λατομεία, με στόχο τη δημόσια ασφάλεια.

Ο Γκιγιομό ήταν που ξεκίνησε την πρώτη χαρτογράφηση του δικτύου, ώστε να συνενώσει τους υπάρχοντες χώρους και να ρυθμίσει την περαιτέρω λατόμηση. Καθιερώθηκε ένα σύστημα για τη δημιουργία ενός υπόγειου πολεοδομικού σχεδίου, όπου οι αίθουσες και οι στοές ονομάζονταν σε σχέση με τις οδούς από πάνω τους, δημιουργώντας έτσι μια κατοπτρική πόλη, με το έδαφος να είναι η γραμμή συμμετρίας. «Το Παρίσι έχει ένα άλλο Παρίσι από κάτω του» έγραφε ο Βίκιορ Ουγκό στους Άθλιους, «που έχει τις οδούς του, τα σταυροδρόμια του, τις πλατείες του, τα αδιέξοδά του, τις αρτηρίες και την κυκλοφορία του».

Κατακόμβες του Παρισιού: Παρακολούθηση για την εφαρμογή

O Γκιγιόμο ήταν αυτός που, στα μέσα της δεκαετίας του 1780, επέβλεψε την εφαρμογή της ιδέας να χρησιμοποιηθούν τα κενά των λατομείων ως αποθηκευτικοί χώροι. Κι αυτό που χρειαζόταν επειγόντως αποθήκευση ήταν οι νεκροί του Παρισιού. Τα πρώτα σημαντικά νεκροταφεία της πόλης, που ιδρύθηκαν κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βρίσκονταν στα νότια περίχωρα της τότε πόλης.

Advertisement

Όμως, καθώς το Παρίσι εξαπλωνόταν, οι περισσότεροι νεκροί θάβονταν σε κοιμητήρια μέσα στα όριά ίου, ιδιαίτερα στο κεντρικό Κοιμητήριο των Αγίων Αθώων Νηπίων [Saints-Innocents] κοντά στην κεντρική αγορά Λεζ Αλ. Το αποτέλεσμα με το πέρασμα των αιώνων ήταν ένας ολοένα μεγαλύτερος κορεσμός από νεκρούς. To Saints-Innocents έγινε τόπος ανάπαυσης εκατομμυρίων νεκρών.

Σε μια προσπάθεια μεγιστοποίησης του διαθέσιμου χώρου, παμπάλαια λείψανα ξεθάφτηκαν και τα οστά τους ταξινομήθηκαν και τοποθετήθηκαν σε στοές γνωστές ως charmers, χτισμένες μέσα στην έκταση του κοιμητηρίου. Η κύρια περιοχή του κοιμητηρίου επίσης ανυψώθηκε με χώμα μεταφερμένο από αλλού, σχηματίζοντας έναν χωμάτινο θόλο με ύψος ως δύο μέτρα πάνω από το προηγούμενο επίπεδο του εδάφους. Αλλά κι αυτό σύντομα γέμισε σηπόμενα πτώματα.

Κατακόμβες του Παρισιού: Τι έγινε κοντά στο Saints-Innocents

Οι νεκροί του Παρισιού ασκούσαν μεγάλη πίεση στους ζωντανούς του. Το 1780 ένας τοίχος υπογείου δίπλα στο Saints-Innocents υποχώρησε κάτω από το βάρος του μαζικού τάφου πίσω του, και οστά και χώμα χύθηκαν μέσα στον χώρο της κατοικίας. Μια ριζική λύση χρειαζόταν ξεκάθαρα – και τελικά έγινε φανερό ότι οι στοές των λατομείων θα μπορούσε να είναι αυτή η λύση, προσφέροντας έναν μεγάλης έκτασης τάφο.

Έτσι ξεκίνησε ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα επεισόδια στην παρισινή ιστορία. Το 1786 άρχισε η διαδικασία εκκένωσης των κοιμητηρίων της πόλης, των κρυπτών και των τάφων, και η μεταφορά των λειψάνων πάνω από 6 εκατομμυρίων πτωμάτων στην περιοχή του λατομείου που ήταν γνωστή ως Tombe-Issoire και σύντομα θα ονομαζόταν Les Catacombes, στην τότε Πεδιάδα του Μονρούζ. Προς τούτο θεσπίστηκε μια ζοφερή γραμμή παραγωγής, όπου συμμετείχαν σκαφτιάδες, καθαριστές, στοιβαχτές, οδηγοί, μεταφορείς και επιστάτες.

Κάθε νύχτα για χρόνια ολόκληρα, ιππήλατες νεκροφόρες μέ οστά ξεθαμμένων νεκρών, σκεπασμένα με βαριά μαύρα υφάσματα, και με προ- πορευόμενους πυρσοφόρους που ακολουθούνταν από ιερείς οι οποίοι έψαλλαν τη νεκρώσιμη ακολουθία, ποδοβολούσαν στις οδούς, από τα κοιμητήρια ως το Tombe-Issoire, όπου απέθεταν το περιεχόμενό τους. Κάτω στις στοές, εργάτες ξεχώριζαν τις σορούς, στοιβάζοντάς τες ανά οστά, ώστε να εξοικονομούν χώρο.

Κατακόμβες του Παρισιού: Στιγμιότυπα του Φελίξ Ναντάρ

Μορφές ελάσσονος λαϊκής τέχνης προέκυψαν κατά τη διευθέτηση τούτων των οστών: πυκνές σειρές από μηρούς, που οι αστραφτερές τους γραμμές χωρίζονταν από αράδες κρανίων τοποθετημένων όλων με τις οφθαλμικές κόγχες προς τα μπρος! Έναν αιώνα αργότερα ο φωτογράφος Φελίξ Ναντάρ θα χρησιμοποιούσε πρωτοπόρες φωτογραφικές τεχνικές χαμηλού φωτισμού σε τούτα τα οστεοφυλάκια. Μια από τις πλέον γνωστές του φωτογραφίες δείχνει έναν εργάτη να σέρνει ένα καρότσι με οστά. Είναι ανησυχητική εικόνα.

Οι τροχοί του καροτσιού είναι ξύλινοι, τα πλαϊνά του είναι καμωμένα από τραχιές σανίδες όπου τα νερά του ξύλου φαίνονται καθαρά. Το πρόσωπο του άντρα δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου, ασπρισμένο από το φλας, και φορά πλατύγυρο δερμάτινο καπέλο και φαρδιά λευκή πουκαμίσα, που, σαν το πανταλόνι του, είναι ραμμένη από κουρέλια. Πατάει πάνω σε κόκαλα -πλευρά και κνήμες- κι από τη στοίβα των οστών στο καρότσι λευκά κρανία κοιτούν πάνω από τον ώμο του προς τη στοά μπροστά.

Αργότερα ο Ναντάρ θα έμπαινε στο καλάθι ενός αερόστατου και θα φωτογράφιζε το Παρίσι από ψηλά, αναδεικνυόμενος έτσι επίσης σε πρωτοπόρο της φωτογράφισης από μεγάλο ύψος – ο πρώτος που τράβηξε ποτέ φωτογραφίες μιας πόλης από ένα κινούμενο «σκάφος» από πάνω της, καθώς και μες στις σκιές βαθιά από κάτω της. Η εναπόθεση των οστών στις κατακόμβες συνεχίστηκε σ’ όλη τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, όμως η λατόμηση σιγά σιγά έπαψε, καθώς τα καλύτερα ασβεστολιθικά κοιτάσματα εξαντλήθηκαν.

Κατακόμβες του Παρισιού: Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος

Από τη δεκαετία του 1820 τα κενά των λατομείων χρησιμοποιήθηκαν ως μανιταροχώραφα: νοτερά και σκοτεινά, πρόσφεραν τέλειους χώρους καλλιέργειας μυκήτων, με καβαλίνες ως λίπασμα. Ευπροσάρμοστοι λατόμοι μεταπήδησαν στην καλλιέργεια μανιταριών και μια υπόγεια Φυτοκομική Εταιρεία του Παρισιού ιδρύθηκε, με πρώτο πρόεδρό της έναν πρώην γενικό επιθεωρητή των ορυχείων. Το 1940 πλέον, υπήρχαν περίπου 2.000 μανιταροκαλλιεργητές που εργάζονταν κάτω από το Παρίσι.

Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η γαλλική αντίσταση κατέφυγε σε τμήματα των στοών τους μήνες μετά την κατάληψη του Παρισιού. Το ίδιο έκαναν πολίτες κατά τις αεροπορικές επιδρομές – όπως και αξιωματούχοι κι αξιωματικοί της κυβέρνησης του Βισί και της Βέρμαχτ, που κατασκεύασαν αντιαεροπορικά καταφύγια μέσα στον λαβύρινθο, κάτω από το έκτο διαμέρισμα.

Κατακόμβες του Παρισιού: Νέα εποχή

Μετά τον πόλεμο, η «λατρεία» των κατακομβών άρχισε να παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι έλκονταν σ’ αυτές με στόχο το κρύψιμο, το έγκλημα ή την απόλαυση. Αυτοί οι «χρήστες» του δικτύου έγιναν γνωστοί ως «cataphiles» – εραστές του κάτω. Το 1995, η πρόσβαση στο δίκτυο των κατακομβών κρίθηκε παράνομη, με εξαίρεση μια μικρή περιοχή εκτιθέμενων οστεοφυλακίων που παρέμειναν ανοιχτά για τουριστικούς σκοπούς.

Οι προσπάθειες αστυνόμευσης του χώρου επισημοποιήθηκαν: ειδική αστυνομία -που πήρε γρήγορα το παρατσούκλι «cataflic», δηλαδή «μπάτσοι των κατακομβών»- εκπαιδεύτηκε στη γεωγραφία του δικτύου. Τοίχοι χτίστηκαν φράζοντας κύριες υπόγειες οδούς και οι είσοδοι στο δίκτυο (στοές, πύλες, φρεάτια) συγκολλήθηκαν και σφραγίστηκαν. Αλλά οι «cataphiles» εξακολούθησαν να πηγαίνουν εκεί. Γιατί ο λαβύρινθος πρόσφερε έναν χώρο όπου οι υποκουλτούρες του Παρισιού μπορούσαν να αναπτυχθούν.

Έγινε-κι ακόμη είναι- αυτό που ο αναρχικός-θεωρητικός Χακίμ Μπέι αποκαλεί «Προσωρινή Αυτόνομη Ζώνη»: ένα μέρος όπου άνθρωποι μπορούν να παίρνουν διαφορετική ταυτότητα, να υιοθετούν νέους τρόπος ύπαρξης και σύνδεσης, να γίνονται ρευστοί κι άγριοι με τρόπους που στην επιφάνεια περιορίζονται. Ο ερχομός του διαδικτύου ενίσχυσε περαιτέρω την cataphilia. Φόρουμ και ιστότοποι επέτρεψαν στους κατακομβόφιλους να συλλέγουν και να μοιράζονται πληροφορίες για το δίκτυο.

Κατακόμβες του Παρισιού: Τα ψευδώνυμα

Οι κατακομβόφιλοι είχαν ψευδώνυμα του κάτω κόσμου στο διαδίκτυο -«Στυξ», «Χάρων»- και φετιχοποιούσαν την ψευτοκρυφή φύση των δραστηριοτήτων τους. Μια ανεπίσημη στολή του κατακομβόφιλου καθιερώθηκε: ψηλές γαλότσες, μικρό αδιάβροχο σακίδιο, φούτερ με κουκούλα και φακός κεφαλής. Οι σοβαροί κατακομβόφιλοι είχαν κλειδιά για καλύμματα φρεατίων στη ζώνη τους.

Υπήρχε ένας δρόμος με καφέ και πιτσαρίες, όπου ήταν-είναι- συνηθισμένο να βλέπεις δεκάδες ανθρώπους με σκούρες πράσινες γαλότσες, να περπατούν ή να κάθονται σε τραπέζια των καφέ, σαν σύνεδροι σε συνέδριο ψαράδων πέστροφας, θαρρείς, που έρχονταν από κάποιο μακρινό ποτάμι. Μια κοινή κουλτούρα εμφανίστηκε, με τους δικούς της κώδικες τιμής. Οι κανόνες ήταν λίγοι και καθαροί. Να σέβεσαι το παρελθόν των κατακομβών. Να παίρνεις μαζί σου έξω ό,τι βάζεις μαζί σου μέσα.

Πρέπει να μοιράζεσαι πόρους και αγαθά ακόμα και με αγνώστους. Απαγορεύονται η πώληση και η αγορά: ο αντιπραγματισμός ή η δωρεά είναι οι μόνοι αποδεκτοί τρόποι συναλλαγής. Πρέπει να προσφέρεις βοήθεια όπου είναι αναγκαίο. Να δημιουργείς με προσοχή – και να μην καταστρέφεις.

Κατακόμβες του Παρισιού: Πανεπιστήμιο κατακομβών

Κάποιοι από τους κατακομβόφιλους κατέβαιναν για να κάνουν πάρτι. Άλλοι, ωστόσο, γοητεύονταν από τις διαστρωματωμένες ιστορίες του χώρου. Ένα ανεπίσημο «πανεπιστήμιο» των κατακομβών ιδρύθηκε, αφιερωμένο στην αποκατάσταση, διατήρηση και χαρτογράφηση του δικτύου, και στην επίσημη αρχειοθέτηση των ιστοριών του.

Κάποια στιγμή, ένας πρόχειρος κινηματογράφος στήθηκε σε μια από τις αίθουσές του, και θεματικές ταινίες προβλήθηκαν για πολλές βδομάδες – Ο Άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή του Βερτόφ, το Eraserhead του Ντέιβιντ Λιντς-, ώσπου τον έκλεισαν οι cataflics. Νέα δωμάτια εξακολούθησαν να σκάβονται από κατακομβόφιλους και νέες πινακίδες προστέθηκαν σε στοές. Ομάδες εργασίας φτιάχτηκαν, για να προσθέσουν νέες στρώσεις στο παλίμψηστο των κατακομβών: μεγάλα γκράφιτι, νέα ανάγλυφα, ένα σπαθί βυθισμένο σε μια πέτρα, ή ψηφιδωτά με χιλιάδες πλακάκια.

Μεταξύ των πλέον, σημαντικών εμβλημάτων στις σύγχρονες κατακόμβες είναι ένα γλυπτό γνωστό ως Le Passe-Muraille (Ο τοιχοδιαπεραστής), από το ομώνυμο διήγημα του Μαρσέλ Εμέ, για έναν άνθρωπο που ανακαλύπτει ότι μπορεί να περνά μέσ’ από στέρεες επιφάνειες – μόνο και μόνο για να παγιδευτεί όταν οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν πάνω που βγαίνει μέσ’ από έναν τοίχο. Το γλυπτό δείχνει τον άνθρωπο σε τούτη τη στιγμή ταυτόχρονης απελευθέρωσης και παγίδευσης – με το πρόσωπο, τον κορμό και το ένα πόδι να έχουν βγει από την τοιχοδομή, και με την πλάτη και τα χέρια του εντοιχισμένα ακόμη. Είναι παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο κόσμους, μην ξέροντας αν θα συνεχίσει στον αέρα ή θα υποχωρήσει μες στην πέτρα.