Εμπενίζερ Σκρουτζ: Είναι ίσως από τους πιο γνωστούς χαρακτήρες που δημιούργησε ποτέ ο Κάρολος Ντίκενς στην νουβέλα «Η χριστουγεννιάτικη Ιστορία».
Το όνομα του Σκρούτζ έγινε συνώνυμο του γερο τσιφούτη, που μισούσε υπερβολικά τα Χριστούγεννα. Όπως και όσους χαίρονταν τις γιορτές. Εκμεταλλευόταν τον υπάλληλό του μέχρι τη μέρα που τον επισκέφτηκαν τα τρία πνεύματα από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Διδάσκοντας του ένα πολύτιμο μάθημα. Το τι θα πει συμπόνια και γενναιοδωρία. Παρόλο που μπορεί να φαίνεται εξωπραγματικός και βγαλμένος καθαρά από την φαντασία ο χαρακτήρας ηταν βασισμένος στον Τζον Μέγκοτ.
Ο «πραγματικός Σκρουτζ», όπως χαρακτηρίζουν βρετανικά ΜΜΕ τον Τζον Μέγκοτ, γεννήθηκε το 1714. Ο πατέρας του, Ρόμπερτ Μέγκοτ ήταν πλούσιος ζυθοποιός στο Λονδίνο, αλλά πέθανε όταν ο Τζον ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Λίγο αργότερα έχασε και τη μητέρα του, που του άφησε ένα ποσό 100.000 λιρών (σημερινής αξίας περίπου 10 εκατ. δολαρίων). Λέγεται ότι κι εκείνη ήταν τόσο τσιφούτα που παρά τα λεφτά της πέθανε από την πείνα!
O Tζον Μέγκοτ (1714-1789) άλλαξε το επώνυμό του σε Ελβς για να κληρονομήσει τον άτεκνο ζάπλουτο, τσιφούτη θείο του. Ο βαρωνέτος σερ Χάρβεϊ Έλβς, που πέθανε το 1763 αφήνοντάς του ένα κτήμα αξίας άνω των 250.000 λιρών (πάνω από 23 εκατ. δολάρια σήμερα).
Ιστορίες για τη διαβόητη τσιγκουνιά του Ελβς αναφέρουν ότι προτιμούσε να κοιμάται στο σκοτάδι για να σπαταλήσει κεριά, έτρωγε με τους υπηρέτες του στην κουζίνα για να μην αναγκαστεί να ανάψει κι άλλη φωτιά στο τζάκι του σαλονιού του και ξοδέψει ξύλα. Πολλες ηταν οι ιστορίες που ακούγονταν.
Ο Ελβς ντυνόταν με κουρελιασμένα ρούχα, ακόμη κι όταν έπεφτε για ύπνο και συχνά τον περνούσαν στο δρόμο για ζητιάνο και του έδιναν ελεημοσύνες, τις οποίες αποδεχόταν με ευχαρίστηση. Φορούσε μια παλιοπερούκα, που βρήκε πεταμένη σ’ έναν φράκτη κι απέφευγε να νοικιάζει άμαξες για τις μετακινήσεις του, ακόμη κι όταν έβρεχε, προτιμώντας να κάθεται με βρεγμένα ρούχα περιμένοντας να στεγνώσουν για να μην κάψει ξύλα στο τζάκι.
Λέγεται ότι κάποτε βγήκε για βόλτα στο σκοτάδι, έπεσε και τραυματίστηκε και στα δύο πόδια του. Όταν πήγε στον γιατρό, του ζήτησε να περιθάλψει μόνον το ένα πόδι, παζαρεύοντας την αμοιβή του. Έβαλε στοίχημα ότι το άλλο πόδι θα γιάνει πρώτο και μετά από 15 μέρες το κέρδισε. Ηταν πανευτυχής που κατάφερε να αποφύγει να πληρώσει τον γιατρό.
Ο Ελβς εξελέγη βουλευτής στο βρετανικό κοινοβούλιο το 1772 εκπροσωπώντας το Μπέρκσιρ, αφού ξόδεψε μόλις 18 πένες για τα έξοδα της εκλογής του. Λόγω της νέας του θέσης στη Βουλή των Κοινοτήτων έπρεπε να παρευρίσκεται συχνά στις συνεδριάσεις της στο Λονδίνο, αλλά για να αποφεύγει τα περιττά έξοδα και τα διόδια πήγαινε με το άλογό του κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο. Αλλά ακόμη και ως βουλευτής κυκλοφορούσε ρακένδυτος κι έτρωγε πολύ λιτά. Εγκατέλειψε την έδρα του μετά από 12 χρόνια, απηυδισμένος, όπως έλεγε, από τις εξοργιστικές οικονομικές απαιτήσεις της θέσης του.
Όταν πέθανε το 1789, ο άνθρωπος που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον διασημότερο, ίσως, τσιφούτη της παγκόσμιας λογοτεχνίας άφησε μισό εκατομμύριο λίρες (κάπου 1 δισ. σημερινής αξίας) στους δύο νόθους γιου του.