Το κοριτσάκι με τα σπίρτα: Η πιο συγκινητική Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Η ιστορία «Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, γραμμένη πριν από 177 χρόνια, παραμένει ένα από τα πιο συγκλονιστικά Χριστουγεννιάτικα διηγήματα. Μέσα από τις εικόνες της πείνας, του κρύου, αλλά και της φαντασίας, ο Άντερσεν μας δίνει ένα μάθημα ανθρωπιάς, ελπίδας και συμπόνιας.
Η ιστορία διαδραματίζεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μια παγωμένη νύχτα όπου ένα φτωχό κοριτσάκι, ξυπόλυτο και ξεσκούφωτο, περιπλανιέται στους δρόμους προσπαθώντας να πουλήσει σπίρτα. Η φτώχεια και η αδιαφορία της κοινωνίας την έχουν αφήσει ολομόναχη να παλεύει με το κρύο και την πείνα.
Το κοριτσάκι, μη μπορώντας να επιστρέψει σπίτι λόγω του φόβου της τιμωρίας, βρίσκει καταφύγιο σε μια γωνιά. Εκεί, με τα χεράκια της ξυλιασμένα, αποφασίζει να ανάψει ένα σπίρτο για να ζεσταθεί.
Κάθε σπίρτο που ανάβει φέρνει στη μικρή εικόνες φαντασίας, γεμάτες θαλπωρή και ζεστασιά.
Στην κορύφωση της ιστορίας, το κοριτσάκι ανάβει ένα ακόμα σπίρτο και βλέπει τη γιαγιά της, τον μοναδικό άνθρωπο που της είχε φερθεί με αγάπη. Από τον φόβο ότι θα τη χάσει, ανάβει όλα τα σπίρτα, παρακαλώντας να την πάρει μαζί της.
Η γιαγιά εμφανίζεται πιο όμορφη και χαμογελαστή από ποτέ, παίρνοντας τη μικρή στην αγκαλιά της. Μαζί ανεβαίνουν ψηλά, στον Παράδεισο, όπου δεν υπάρχει πια πόνος, πείνα ή δυστυχία.
Το επόμενο πρωί, το άψυχο κορμάκι του κοριτσιού βρίσκεται στη γωνιά του δρόμου, με τα καμένα σπίρτα στα χέρια της. Οι περαστικοί πιστεύουν ότι απλώς προσπαθούσε να ζεσταθεί, αγνοώντας τις υπέροχες εικόνες και τα συναισθήματα που έζησε λίγο πριν φύγει από τον κόσμο.
Το «Κοριτσάκι με τα Σπίρτα» είναι κάτι περισσότερο από μια χριστουγεννιάτικη ιστορία. Είναι μια υπενθύμιση για την αδικία, την εγκατάλειψη και την ανάγκη για ανθρωπιά. Το όνειρο και η ελπίδα της μικρής δεν σβήνουν με τη φλόγα των σπίρτων· συνεχίζονται πέρα από τον υλικό κόσμο, σε έναν χώρο όπου κυριαρχεί η αγάπη και η γαλήνη.
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα – Η Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: Έκανε κρύο και είχε αρχίσει να νυχτώνει. Ένα φτωχό κοριτσάκι γύριζε στους δρόμους. Είχε χάσει τις παντόφλες τις. Διέσχιζε τρέχοντας το δρόμο για ν’ αποφύγει δυο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του.
Τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Κρατούσε ένα ματσάκι σπίρτα, ενώ στην τσέπη της ποδιάς είχε κι άλλα. Κανένας δεν είχε αγοράσει ούτε ένα σπίρτο. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα. Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα μαλλιά της. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα. Η μυρωδιά της ψητής χήνας έβγαινε από μερικά σπίτια. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Δεν τολμούσε να γυρίσει στο σπίτι. Ίσως ο πατέρας της την έδερνε. Τα χεράκια του κοριτσιού ήτανε ξυλιασμένα. Πήρε ένα σπίρτο από το μάτσο και το ‘τριψε στον τοίχο. Έβγαλε μια φωτεινή, ζεστή φλόγα, όμως, σχεδόν αμέσως, η φλόγα έσβησε.
Έτριβε και δεύτερο σπίρτο στον τοίχο, που άναψε. Μέσα από το φως, το κοριτσάκι μπορούσε να δει τι γινότανε μέσα στο σπίτι. Το τραπέζι ήταν στρωμένο και είχε πάνω του μία ψητή χήνα. Όμως, εκείνη τη στιγμή έσβησε το σπίρτο και η μικρή βρέθηκε πάλι δίπλα στον κρύο τοίχο.
Άναψε τρίτο σπίρτο. Πάλι άστραψε η φλόγα. Τώρα, βρέθηκε κάτω από ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εκατοντάδες κεράκια φώτιζαν τα πράσινα κλαδιά του, όπου ήτανε κρεμασμένες μικροσκοπικές κούκλες. Η μικρή τέντωσε τα χέρια της να τις αγγίξει, αλλά εκείνη τη στιγμή το σπίρτο έσβησε.
Όμως, τα χριστουγεννιάτικα κεράκια ανέβηκαν ψηλά. Η μικρή τα έβλεπε σαν να ήταν αστέρια στον ουρανό. Ένα από αυτά έπεσε, αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά.
Έτριψε κι άλλο σπίρτο στον τοίχο. Όταν άναψε, είδε να στέκεται μπροστά της, η αγαπημένη της γιαγιά. «Γιαγιάκα μου!» φώναξε η μικρή. «Αχ, πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα χαθείς κι εσύ μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως χάθηκε η ζεστή φωτιά στη σόμπα και το υπέροχο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και το πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο!» Κι άρπαξε όλα τα υπόλοιπα σπίρτα και τ’ άναψε για να μη χαθεί η γιαγιά της.
Τα σπίρτα έκαναν μια μεγάλη φλόγα. φώτισαν τα πάντα γύρω της σαν να ήτανε μέρα. Η γιαγιά της ήταν ψηλή και καλοντυμένη. Πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της και πετάξανε μαζί, χαρούμενες κι οι δύο, ψηλά, πολύ ψηλά. Πετάξανε εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε βάσανα. Βρέθηκαν στον Παράδεισο.
Το άλλο πρωί βρέθηκε το κοριτσάκι κουρνιασμένο στη γωνία. Τα μάγουλά της ήταν ρόδινα, τα χείλη της χαμογελαστά. Όμως, το κρύο της τελευταίας νύχτας του παλιού χρόνου είχε ξυλιάσει το κορμάκι της. Ο ήλιος της Πρωτοχρονιάς έλαμψε πάνω από το άψυχο παιδί.
«Προσπαθούσε να ζεσταθεί το κακόμοιρο!», έλεγε ο κόσμος. Όμως, κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τα υπέροχα πράγματα που είχε δει. Η μικρή και η γιαγιά της χαιρόντουσαν την ωραιότερη Πρωτοχρονιά τους.