Πείραμα φυλακών Στάνφορντ: Το 1971 τοποθετήθηκε μία ξεκάθαρη αγγελία στις εφημερίδες. Συγκεκριμένα, η αγγελία ανέφερε «Προσφέρονται δεκαπέντε δολάρια ανά ημέρα σε φοιτητές, προκειμένου να πάρουν μέρος στο Πείραμα των Φυλακών του Στάνφορντ». Βάσει των χρημάτων ενός φοιτητή ήταν πολύ καλά.
Μάλιστα, περισσότεροι από εβδομήντα άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Εξ αυτών, ο καθηγητής ψυχολογίας Φιλίπ Ζιμπάρντο επέλεξε 24. Βασικά κριτήρια υπήρξαν το να μην έχει κανένας τους ψυχολογικά ή ιατρικά προβλήματα. Επιπλέον, έπρεπε να διαθέτουν λευκό ποινικό μητρώο. Αυτό, διότι σκοπός ήταν να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα «δείγματα» για επιστημονική παρατήρηση.
Το σκεπτικό του δόκτορος ήταν απλό. Οι «ηθοποιοί» θα χωρίζονταν, κατόπιν ρίψης κέρματος (κορώνα ή γράμματα), σε δύο 12άδες. Η μία εξ αυτών θα ήταν οι φυλακισμένοι και μία οι δεσμοφύλακες.
Το πείραμα είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει 14 ημέρες. Θα λάμβανε χώρα στη «φυλακή» του υπογείου του κτηρίου της Επιστήμης της Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Το όλο σκηνικό έμοιαζε με μια αθώα έρευνα. Σε αυτή οι φοιτητές θα έπαιζαν τους ρόλους τους. Δηλαδή, θα έπαιρναν τα χρήματά τους και ο καθένας θα συνέχιζε τη ζωή του μακριά από της φυλακής τα σίδερα.
Έμοιαζε, όμως. Γιατί στην πραγματικότητα αποδείχτηκε επίγεια κόλαση.
Οι 12 φοιτητές που είχαν επιλεγεί για το ρόλο των δεσμοφυλάκων φόρεσαν στολές στρατιωτικού τύπου, πήραν τα ξύλινα κλομπ τους, έβαλαν τα γυαλιά- καθρέφτη προκειμένου να μην έρχονται σε άμεση οπτική επαφή με τους «φυλακισμένους» και περίμεναν στη φυλακή μέχρι να καταφθάσει η κλούβα.
Στον αντίποδα, οι 12 κρατούμενοι περίμεναν στωικά στο κανονικό τους σπίτι να έρθουν πραγματικοί αστυνομικοί (η τοπική αστυνομία είχε συμφωνήσει να βοηθήσει στην αληθοφάνεια του πειράματος) για να τους συλλάβουν, κατηγορώντας τους για ληστεία. Εν συνεχεία τους διάβασαν τα δικαιώματά τους και στο τέλος τους πήγαν στο «κρατητήριο» του πανεπιστημίου.
Κάπως έτσι, το σαδιστικό παιχνίδι είχε μόλις αρχίσει…
Ο καθηγητής Ζιμπάρντο, που κράτησε για τον εαυτό του το ρόλο του γενικού φύλακα του «ιδρύματος», ήταν ξεκάθαρος: απαγορεύεται κάθετα η σωματική τιμωρία- όμως πέραν τούτης, όλα τα υπόλοιπα εντάσσονται στη ζώνη των επιτρεπτών.
Επίσης, οι φυλακισμένοι θ’ αποκαλούνταν μονάχα με τους αναγνωριστικούς τους αριθμούς και ποτέ με τα ονόματά τους. Οι δεσμοφύλακες θα έκαναν κανονικά βάρδιες, θα επιτηρούσαν τα κελιά, θα έκαναν ανακρίσεις και ούτω καθεξής.
Το πείραμα κύλησε σχεδόν ανέλπιστα χαλαρά τις πρώτες ώρες, με τους 24 φοιτητές ν’ αστειεύονται μεταξύ τους και να δηλώνουν απερίφραστα πως θέλουν να περάσουν απλά αυτές οι 2 εβδομάδες, να πάρουν τα λεφτά τους και να φύγουν.
Η χαλαρότητα, ωστόσο, κράτησε μέχρι που έκανε την εμφάνισή του το σκοτάδι.
Ένα σκοτάδι που σύντομα άρχισε να καλύπτει και την ψυχή των δεσμοφυλάκων.
Τα γέλια είχαν κοπεί απότομα μ’ ένα άυλο μαχαίρι. Τα 24 άτομα χρειάστηκαν ελάχιστο καιρό προκειμένου να μετατραπούν από «φοιτητές» σε «φυλακισμένους» και «φύλακες». Ο ρόλος που τους είχε ανατεθεί είχε γίνει, αίφνης, δεύτερο δέρμα τους και αυτό οδήγησε σε αναταραχές.
Μέσα σε λιγότερο από 48 ώρες οι «φυλακισμένοι» εξεγέρθηκαν μαζικά, διαμαρτυρόμενοι για τις συνθήκες που επικρατούσαν στη «φυλακή», όμως οι «φρουροί», που εργάστηκαν επιπλέον ώρες με τη θέλησή τους, βρήκαν τον τρόπο να καταστείλουν την εξέγερση χρησιμοποιώντας, βάναυσα, τους πυροσβεστήρες.
Πίσω από τις κάμερες, ο καθηγητής Ζιμπάρντο μειδιούσε ικανοποιημένος.
Το πείραμα πήγαινε σύμφωνα με το απάνθρωπο πρόγραμμα.
Μετά τη εξέγερση, οι δεσμοφύλακες σκλήρυναν πολύ την στάση τους και πέρασαν στην αντεπίθεση: οι ανακρίσεις τους και οι σωματικές τιμωρίες έγιναν ολοένα και πιο συχνές, τα στρώματα από τα κρεβάτια των κρατουμένων κατασχέθηκαν με αποτέλεσμα οι 12, πρώην πια, φοιτητές να κοιμούνται στο σκληρό και παγωμένο δάπεδο, η χρήση της τουαλέτας και του μπάνιου έγιναν ένα εκτός λογικής προνόμιο αντί για αναφαίρετο δικαίωμα, αρκετοί «φυλακισμένοι» υπέστησαν ταπείνωση σεξουαλικής υφής, ενώ αναγκάστηκαν να καθαρίζουν πολλές φορές τις τουαλέτες με τα γυμνά τους χέρια.
Τέσσερις εκ των «κρατούμενων» αποχώρησαν από το πείραμα καθώς δεν άντεχαν άλλο, όμως οι υπόλοιποι (σκεπτόμενοι το χρηματικό «έπαθλο», αλλά και απολαμβάνοντας, πια, τους ρόλους τους) συνέχισαν μέχρι τέλους.
Ένα τέλος, ωστόσο, που δεν άργησε να ’ρθει.
Ήταν μία εκ των 50 εξωτερικών παρατηρητών, ωστόσο κανείς άλλος πλην αυτής δε θορυβήθηκε: η Κριστίν Μάσλαχ (μεταπτυχιακή φοιτήτρια ψυχολογίας το 1971 και μετέπειτα σύζυγος του Ζιμπάρντο) διεξήγαγε τις προγραμματισμένες ψυχολογικές συνεδρίες με τους 20 εναπομείναντες φοιτητές και συγκλονίστηκε από τις σκηνές που τις περιέγραφαν.
Έτσι, άρχισε να εκφράζει ολοένα και πιο έντονα την ανησυχία της για τον σκοπό του πειράματος, όμως ο Ζιμπάρντο- που, κατά δήλωση του ιδίου αργότερα, είχε μετατραπεί σε μια ιδρυματική και άκαμπτη μορφή εξουσίας- αρχικά την αγνόησε.
Ωστόσο η Μάσλαχ επέμεινε, τονίζοντας στον καθηγητή πως και ο ίδιος είχε μπει υπέρ το δέον στο πετσί του ρόλου του και έδειχνε να ενδιαφέρεται περισσότερα για τον τρόπο λειτουργίας της «φυλακής», παρά για το καλό των συμμετεχόντων, ενώ του επέστησε την προσοχή στα άκρως ανησυχητικά σημάδια στις απαντήσεις των «ηθοποιών».
Κάπως έτσι- και με την κατάρρευση ενός φοιτητή, λόγω των απάνθρωπων συνθηκών που επικρατούσαν, ν’ αποτελεί τη σταγόνα στο ήδη ξεχειλισμένο ποτήρι- το πείραμα διεκόπη μετά από μόλις 6 ημέρες.
Το αξιοπερίεργο, υπό την έννοια του έντονου φλερτ με την παράνοια, ήταν πως όταν ανακοινώθηκε στους φοιτητές πως δεν πρόκειται να φτάσουν στις προγραμματισμένες 14 ημέρες, αυτοί αντέδρασαν μιας και ήθελαν να πάνε μέχρι τέλους- κι ας τους είχαν διαβεβαιώσει ότι θα πάρουν ολόκληρη την αμοιβή τους!
Ποτέ ξανά στα χρονικά ένα πρόωρο “The End” δεν ήχησε τόσο άσχημα στ’ αυτιά ενός ανθρώπου που βασανίζεται.
Ποτέ.
Ένας «κρατούμενος» έκανε απεργία πείνας προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για τις συνθήκες στις «φυλακές» και για τη μεταχείριση των συγκρατουμένων του. Παραδόξως, οι υπόλοιποι αντί να τον αγκαλιάσουν, τον είδαν ως ένα ταραχοποιό στοιχείο και κράτησαν τις αποστάσεις του απ’ αυτόν.
Μερικοί από τους «δεσμοφύλακες» που είχαν αξιολογηθεί ως ειρηνιστές, απέκτησαν την τάση να ξεφτιλίζουν λεκτικά και σωματικά τους «φυλακισμένους», δηλώνοντας ανερυθρίαστα πως ήταν μια διαδικασία την οποία απολάμβαναν ολοένα και περισσότερο.
Άπαντες χρειάστηκαν λιγότερο από μια σκάρτη εβδομάδα προκειμένου να μεταμορφωθούν σε κάποιον άλλο, δίνοντας την αίσθηση πως τόσον καιρό ζούσαν διπλές ζωές.
Ποιο ήταν, λοιπόν, το βασικό συμπέρασμα του «Πειράματος του Στάνφορντ»; Οι άνθρωποι μπορούν ν’ αλλάξουν άρδην την συμπεριφορά τους όταν τους δίνεται εξουσία στα χέρια τους, ενώ, από την άλλη, όσοι βρίσκονται «υπό» δείχνουν άμεσα σημάδια συναισθηματικής κατάπτωσης και διαρκούς εκνευρισμού.
Και μπορεί η συγκεκριμένη έρευνα να καταπάτησε κάθε κώδικα δεοντολογίας που βρήκε εύκαιρο στο διάβα της, όμως κατέστησε σαφές πως η συμπεριφορά ενός ανθρώπου είναι άρρηκτα δεμένη με τον κοινωνικό του ρόλο και τις συνθήκες που επικρατούν γύρω του.
Ένας καλός άνθρωπος μπορεί να κάνει μία κακή πράξη, αρκεί να βρεθεί στο «κατάλληλο» περιβάλλον- και το αντίστροφο, φυσικά.
Καμιά φορά, το αν θα μείνει καλά κρυμμένο ή θα βγει στην επιφάνεια το κτήνος που φωλιάζει στα σωθικά κάθε ανθρώπου εξαρτάται από απλούστατα πράγματα.
Από το αν φοράς, για παράδειγμα, στολή δεσμοφύλακα ή τη φόρμα του κρατούμενου. Αν έχεις εξουσία στα χέρια σου ή όχι. Αν…
Αν, τέλος, στέκεσαι μπροστά ή πίσω από τα κάγκελα.