Η Αλέξια περιγράφει γεμάτη συγκίνηση τα παιδικά της χρόνια στην Αμμόχοστο, αλλά και τη “μαύρη”, όπως χαρακτηρίζουν οι Ελληνοκύπριοι, μέρα του Ιουλίου του 1974, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, την περιουσία και τις ζωές τους.
Η ίδια θυμάται την χρυσή αμμουδιά των Βαρωσίων με τις υπερσύγχρονες, για την τότε εποχή, ξενοδοχειακές μονάδες, ενώ αναφέρεται στα σημερινά συναισθήματα που της δημιουργεί η προκλητική απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αλέξια: Ζούμε με την ελπίδα της επιστροφής
«Αυτές τις μέρες είμαι συγκλονισμένη γιατί εμείς πάντα ζούμε με την επιθυμία και την ελπίδα της επιστροφής. Σκέφτομαι τις γιαγιάδες μου, τους παππούδες μου, τις θείες και τους θείους, τα ξαδέλφια μου, τους δασκάλους μου, τους δρόμους, τα σχολεία τα πάντα. Η Αμμόχωστος ήταν μια πόλη γεμάτη κουλτούρα και πολιτισμό. Ακούγαμε κλασική μουσική είχαμε σπουδαία μπαλέτα. Οι δάσκαλοι μυούσαν τα παιδιά στην μουσική ποιότητος, εκεί ζούσαμε εντελώς διαφορετικά. Ήταν ένα μέρος που καθόρισε την πορεία μου. Οι μέρες αυτές για μας είναι δύσκολες, αλλά πάντα θα διατηρώ ελπίδες. Δεν μπορώ να μιλήσω πολιτικά, γιατί αυτά είναι άλλα συμφέροντα και παιχνίδια, μόνο με την ψυχή μου μπορώ να μιλήσω για την Αμμόχωστο».
Αλέξια: Πήραμε μόνο τα κλειδιά των σπιτιών μας
«Όλα αυτά τα χρόνια ζούμε λες και θα επιστρέψουμε, λες και φύγαμε πριν από 20 μέρες και απλά θα γυρίσουμε με τα κλειδιά των σπιτιών μας στην τσέπη. Δεν έχουμε καταλάβει πως έχουν περάσει 46 χρόνια. Θυμάμαι και τις δυο φορές που φύγαμε από την Αμμόχωστο και είχαμε τα κλειδιά μας μαζί. Δεν πήραμε τα ρούχα μας, μόνο ελάχιστα πράγματα γιατί ήμασταν σίγουροι πως θα επιστρέφαμε. Πάντα τις μέρες της άλωσης της Αμμοχώστου, όπου κι αν βρίσκομαι στον κόσμο, είναι πολύ οδυνηρές για μένα, είναι σαν να ζω ένα μετατραυματικό σοκ. Σήμερα μάλιστα αν και ανησυχώ για τον κορονοϊό σκέφτομαι να πάω στην συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Δερύνεια να δω τις παιδικές μου φίλες και όλους τους Κύπριους».
Αλέξια: Τα Βαρώσια είναι λες και κοιμούνται
«Τα Βαρώσια είναι το έγκλειστο κομμάτι της Αμμοχώστου, αυτό που όλα αυτά τα χρόνια δεν κατοικείται και μοιάζει να κοιμάται. Το σπίτι μου είναι έξω από τα συρματοπλέγματα και πάρα πολύ κοντά εκεί, γι αυτό και σήμερα έχω την τύχη ή την ατυχία να μπορώ να πάω και να ακουμπήσω τα κάγκελα της αυλής μας. Σκέψου ότι στο δωμάτιο μου μεγάλωσε ένα παιδί που σήμερα είναι βιολιστής. Μπορεί να μας χώρισε ένας πόλεμος, αλλά μας ενώνει πάντα η μουσική. Όταν το 2003 που μας επιτράπηκε να πάμε να δούμε τα σπίτια μας, στην αρχή αν και ήθελα πολύ να πάω δεν ξέρω όταν έφτασα εκεί δεν ήθελα να μπω μέσα. Ο κύριος Χασάνι και η οικογένεια του που ζουν εκεί με έπεισε να μπω και να δω όλους τους χώρους και το δωμάτιο μου. Νόμιζα ότι ζούσα το όνειρο που έβλεπα στον ύπνο μου για πάρα πολλά χρόνια ξανά και ξανά».
Αλέξια: Μια πληγή που δεν κλείνει
«Πήγα ξανά στο Βαρώσι το 2013, όπου εκεί έκανα ένα βίντεο με τους συνεργάτες μου. Η πληγή αυτή δεν θα κλείσει ποτέ. Η οικογένεια μου μπορεί να είναι από τις τυχερές που δεν έχασαν κάποιο από τα μέλη της στον πόλεμο ή να είναι κάποιος αγνοούμενος, όμως ο πόνος αυτός παραμένει. Ήταν ένα αριστουργηματικό μέρος το οποίο αν δεν το καταλάμβανε η Τουρκία σήμερα θα ζούσε μεγάλες δόξες από πλευράς αρχιτεκτονικής, τουρισμού, πολιτισμού, ομορφιάς. Τα ξενοδοχεία για την εποχής τους ήταν πάρα πολύ μπροστά, υπήρχε μεγάλη πρόοδος».
Αλέξια: Έχω να δω συγγενείς μου 40 χρόνια
«Άλλαξε η ζωή όλων μας, έχω να δω ξαδέλφια μου 40 χρόνια. Άλλοι έφυγαν για Αυστραλία, άλλοι στη νότια Αφρική, άλλοι στην Αμερική. Γι αυτό και αποφάσισα με την μουσική μου να είμαι κοντά σε ανθρώπους που έχουν βιώσει την ίδια κατάσταση με μένα, περιμένοντας κι εγώ ν απελευθερωθεί η Αμμόχωστος, η Κερύνεια, το Ριζοκάρπασο. Περιμέναμε όλοι και ελπίζαμε χρόνια ότι θα γίνουν κάποιες δραστικές κινήσεις, ώστε να μην φτάσουμε να ζήσουμε αυτό που συμβαίνει σήμερα, όμως, θα συνεχίσουμε να ζούμε με την σκέψη πως σύντομα θα έρθει η ώρα που θα επιστρέψουμε στο σπίτι μας ο καθένας».
Αλέξια: Οι σειρήνες και οι βομβαρδισμοί
«Κάθε 4 και 20 Ιουλίου ζω το δράμα. Ακούω τις σειρήνες που μας ξύπνησαν εκείνη την “μαύρη” μέρα και την μητέρα μου να λέει σε μένα και την αδελφή μου “Σηκωθείτε έχουμε πόλεμο, πρέπει να φύγουμε” ακούγαμε τους βομβαρδισμούς δεν ξέραμε αν θα πέσουν οι βόμβες πάνω μας. Ξέρεις για μέρες οι γονείς μας μιλήσουν για κάτι κακό που θα συμβεί, ωστόσο, τα παιδικά μας μυαλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν το μέγεθος της καταστροφής. Δεν ξέραμε τι, αλλά είχαμε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ένα σφίξιμο που μετά γίνεται τραύμα και εκεί ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο καλείσαι είτε να ζήσεις με το τραύμα σου, το οποίο κρατάς μόνο για σένα ή το τραύμα σου αυτό το θέτεις στην διάθεση της ανθρωπότητας. Αν τελικά συμβεί αυτό τότε το τραύμα αμέσως μεταλλάσσεται σε κάτι ωφέλιμο, εγώ αυτό αποκόμισα από την ιστορία αυτή και αυτό έχω σαν τρόπο στην ζωή μου».