Σούπερ ανοσία έχουν όσοι έχουν νοσήσει καπό κορωνοϊό και έχουν επίσης λάβει δύο δόσεις του εμβολίου – και όχι μια, όπως συστήνεται από τις διεθνείς ρυθμιστικές αρχές- σύμφωνα με νέα μελέτη που έγινε στο Πανεπιστήμιο Ρορκφέλερ των ΗΠΑ.
Η διαπίστωση έγινε από επιστημονική ομάδα του αμερικανικού πανεπιστημίου με επικεφαλής τον ιολόγο Πολ Μπιενιάζ και τη συμμετοχή της ελληνικής καταγωγής ιολόγου Θεοδώρας Χατζηϊωάννου, χωρίς όμως προς το παρόν να έχει δημοσιευθεί σε κάποιο επιστημονικό περιοδικό.
«Όσοι έχουν αναρρώσει από την Covid-19 και έχουν επίσης εμβολιαστεί με δύο δόσεις, αναπτύσσουν ανοσία, όχι μόνο στα επικρατούντα αυτή την περίοδο στελέχη του κορωνοϊού, αλλά και σε όσα εμφανιστούν στο μέλλον», υπογραμμίζει ο καθηγητής Μπιενιαζ.
Οι ερευνητές εστίασαν σε αντισώματα που είχαν συλλέξει από 14 άτομα που είχαν αναρρώσει και διαπίστωσαν ότι αυτά μπορούσαν να εξουδετερώσουν έξι παραλλαγές του κορωνοϊού, περιλαμβανομένης της Δέλτα και της Βήτα. Επιπλέον εντόπισαν αντισώματα ανθεκτικά σε πολλούς άλλους ιούς που σχετίζονται με τον SARS-CoV-2, συμπεριλαμβανομένου ενός που ανιχνεύεται σε νυχτερίδες, δύο σε παγκολίνους και αυτόν που προκάλεσε την πρώτη γνωστή πανδημία κορωνοϊού.
Τα συγκεκριμένα 14 άτομα είχαν νοσήσει από κορωνοϊό το 2020 και στη συνέχεια εμβολιάστηκαν με mRNA εμβόλια. «Η ανταπόκρισή τους στον εμβολιασμό ήταν εξαιρετική, αναπτύσσοντας πραγματικά σούπερ ανοσία. Όσοι ασθενείς έχουν τέτοια υπερανοσία, είναι σε θέση υπεροχής έναντι στον ιό», επεσήμανε η Δρ Χατζηϊωάννου και συμπληρώνει ότι όσοι τυχεροί έχουν τόσο ισχυρά αντισώματα μπορούν να εξουδετερώσουν και τον SARS-CoV-1 που είχε προκαλέσει πανδημία πριν από περίπου 20 χρόνια.
Η μελέτη ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί προκαταρκτική, αφού αφορά σε μόλις 14 ασθενείς. Πάντως και άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχουν κάποια άτομα με εξαιρετικά ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα έναντι του κορωνοϊού. Το σώμα τους παράγει πολλά αντισώματα, αλλά και αντισώματα που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ευελιξία, ικανά δηλαδή να καταπολεμήσουν τις μεταλλάξεις του SARS-CoV-2 και όσες εμφανιστούν στο μέλλον.
«Εύκολα μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι επαρκώς προστατευμένοι έναντι των περισσότερων -αν όχι όλων- των στελεχών του κορωνοϊού», σημειώνει ο Δρ Μπιενιαζ.
Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου Ροκφέλερ πήγαν και ένα βήμα παραπέρα, δοκιμάζοντας την αποτελεσματικότητα των σουπερ-αντισωμάτων έναντι ενός ιού που έφτιαξαν, έτσι ώστε να είναι πολύ ανθεκτικός στα εξουδετερωτικά αντισώματα. Κι ενώ τα αντισώματα από άτομα που είχαν είτε μόνο νοσήσει και αναρρώσει από τη Covid-19 ή είχαν μόνο εμβολιαστεί ήταν ανίσχυρα έναντι του υβριδικού αυτού ιού, τα αντισώματα των ατόμων που είχαν εμβολιαστεί με δύο δόσεις και είχαν ιστορικό νόσησης τον εξουδετέρωσαν πλήρως.
Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνει τη ισχύ των mRNA εμβολίων σε άτομα με ιστορικό έκθεσης στον SARS-CoV-2, τόνισε η ιολόγος Θεοδώρα Χατζηϊωάννου, ανοίγοντας τον δρόμο για ένα πραγματικά «καθολικό» εμβόλιο έναντι όλων των στελεχών του κορωνοϊού.
Παράλληλα, σε όλο τον κόσμο, οι ερευνητές επιχειρούν να απαντήσουν στο καίριο ερώτημα ποιο είδος ανοσίας είναι καλύτερο: αυτό που αποκτά κανείς δια του εμβολιασμού ή έχοντας νοσήσει και αναρρώσει από Covid-19;
Πρόσφατη μελέτη από τον οργανισμό παροχής υπηρεσιών υγείας στο Τελ Αβίβ, έδειξε ότι όσοι νόσησαν από Covid-19 είχαν μεγαλύτερη ανοσολογική προστασία έναντι της παραλλαγής Δέλτα. Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με τα υφιστάμενα εμβόλια που στοχεύουν μόνο στην πρωτεΐνη ακίδα S του κορωνοϊού SARS-CoV-2, η φυσική λοίμωξη εκθέτει τον οργανισμό σε μια σειρά από πρωτεΐνες του ιού, επιτρέποντας έτσι μια ευρύτερη ανοσοαπόκριση συγκριτικά με τη στοχευμένη, αλλά περιορισμένη από τον εμβολιασμό. Επιπλέον, έρευνες καταδεικνύουν ότι η φυσική ανοσία εξακολουθεί να εξελίσσεται ενώ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η ανοσία μετά τη σοβαρή αλλά και ήπια νόσηση προφυλάσσει από τη συμπτωματική και ασυμπτωματική νόσο.
Οι επιστήμονες εξηγούν ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν πρέπει να ερμηνεύονται με απολυτότητα, καθώς δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το ρίσκο που ενέχει η φυσική λοίμωξη, όπως ανάγκη για νοσηλεία, θάνατο ή το σύνδρομο μακράς νόσησης και επιπλέον τον δυνητικά μεγαλύτερο κίνδυνο για επικίνδυνες επιπλοκές όπως μυοκαρδίτιδα, θρόμβωση και εγκεφαλικό επεισόδιο συγκριτικά με τους εμβολιασμένους.
Τέλος, η ίδια μελέτη από το Ισραήλ ρίχνει φως και στην ανοσία από το συνδυασμό νόσησης και εμβολιασμού (υβριδική ανοσία), καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι μια δόση εμβολίου σε άτομα που είχαν νοσήσει εκτοξεύει τα επίπεδα αντισωμάτων και Τ-κυττάρων, επιβεβαιώνοντας δεδομένα από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), σύμφωνα με τα οποία ο εμβολιασμός σε όσους είχαν αναρρώσει από λοίμωξη Covid-19 μειώνει στο μισό τον κίνδυνο επαναμόλυνσης, συγκριτικά με όσους δεν εμβολιάστηκαν.