Η διεξαγωγή της Παγκόσμιας Ημέρας Αιμορροφιλίας πραγματοποιείται κάθε χρόνο στις 17 Απριλίου. Η επιλογή της ημερομηνίας έχει πραγματοποιηθεί με βάση την ημέρα γέννησης του ιδρυτή της Παγκόσμιας Οργάνωσης Αιμορροφιλίας, Φρανκ Σνάμπελ.
Η αιμορροφιλία είναι μία κληρονομική αιμορραγική διαταραχή, που εμφανίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του ασθενούς και εμποδίζει τη σωστή πήξη του αίματος.
Κύριος κίνδυνος αποτελεί η ανεξέλεγκτη εσωτερική αιμορραγία, η οποία ξεκινά αυτόματα ή κατόπιν κάποιου τραυματισμού.
Η αιμορροφιλία θεραπεύεται μέσω της αντικατάστασης του αντιαιμορροφιλικού παράγοντα που λείπει από το αίμα.
Η αιμορροφιλία χαρακτηρίζεται συχνά και ως βασιλική νόσος. Ο λόγος είναι πως πολλά μέλη βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης προσβλήθηκαν από αιμορροφιλία, κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Η βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας, Βικτώρια, δεν είχε προγόνους με τη νόσο, αλλά μετά την γέννηση του όγδοου παιδιού της, του Λεοπόλδου, το 1853, κατέστη προφανές ότι ο τελευταίος έπασχε από αιμορροφιλία (σ.σ. απεβίωσε σε ηλικία 31 ετών και ονομαζόταν Λεοπόλδος).
Δύο από τις κόρες της Βικτωρίας, οι πριγκίπισσες Αλίκη και Βεατρίκη, ήταν φορείς της αιμορροφιλίας. Μέσω αυτών των γυναικών, η νόσος μεταδόθηκε σε διάφορες βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης. Ανάμεσα σε αυτές τις οικογένειες, ήταν εκείνες της Ισπανίας και της Ρωσίας. Ο πιο διάσημος αιμορροφιλικός ήταν ο γιος του τελευταίου Τσάρου της Ρωσίας Νικόλαου Β’, Αλέξιος. Η ασθένεια του Αλέξιου θεωρήθηκε η αιτία για να εισχωρήσει στα ενδότερα της βασιλικής οικογένειας, ο καλόγερος Ρασπούτιν. Στη συνέχεια, ο Ρασπούτιν απέκτησε μεγάλη επιρροή, με καταστρεπτικά αποτελέσματα για την άλλοτε μεγάλη δυναστεία.