Ακολουθούν αναλυτικά πληροφορίες σχετικά με την εκφυλιστική νόσο του Πάρκινσον.
Για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του Πάρκινσον, πρέπει να υπάρχουν δύο τουλάχιστον από τα τυπικά συμπτώματα της νόσου του Πάρκινσον τα οποία είναι:
Βραδυκινησία: Αργή κινητικότητα, μειωμένη επιδεξιότητα, ελαττωμένο ανοιγοκλείσιμο βλεφάρων, σιελόρροια, ανέκφραστο προσωπείο
Τρόμος: Ακούσιος τρόμος (τρεμούλα), περισσότερο έντονος στην ηρεμία, που μειώνεται κατά την εκούσια κίνηση.
Δυσκαμψία ή ακαμψία , προκαλείται από αύξηση του μυϊκού τόνου.
Αστάθεια: αίσθημα αστάθειας, τάση για πτώση
– Ακινησία
– Μικρογραφία
– Σύρσιμο ποδιών
– Αϋπνία
– Άκαμπτη στάση
– Κατάθλιψη
– Αντικατάσταση του ελλείματος ντοπαμίνης στον εγκέφαλο με τη χορήγηση λεβοντόπα. Η λεβοντόπα εισέρχεται στον εγκέφαλο και μετατρέπεται σε ντοπαμίνη. Η καρβιντόπα ή βενσεραζίδη χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τη λεβοντόπα ώστε να προληφθεί η διάσπασή της έξω από τον εγκέφαλο, κάτι που μπορεί να προκαλέσει ναυτία ή διαταραχές του καρδιακού ρυθμού.
– Βελτιστοποίηση της προσφοράς της ντοπαμίνηςστον εγκέφαλο μέσω του αποκλεισμού του ενζύμου της COMT στο πεπτικό σύστημα, με τη μεταβολίζει. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται μία σταθερή ποσότητα της λεβοντόπα να φτάσει στον εγκέφαλο και να ασκήσει δράση.
– Αναστολή του ενζύμου της MAO-B που διασπά τη ντοπαμίνη στον εγκέφαλο.
– Χορήγηση ουσιών που μιμούνται τη ντοπαμίνη, όταν συνδέονται με του ντοπαμινεργικούς υποδοχείς.
– Μείωση της δράσης της ακετυλοχολίνης, ούτως ώστε να εξισορροπηθούν τα επίπεδα της ντοπαμίνης και της ακετυλοχολίνης.
– Μείωση της υπερβολικής δράσης του γλουταμινικού.
Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε φαρμακευτική αγωγή, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, μπορεί να έχουν μειωμένη δραστικότητα της θεραπευτικής δόσης, πριν τη λήψη της επόμενης ή μεγάλες διακυμάνσεις στη δραστικότητα της κάθε δόσης. Επίσης, μπορούν να παρουσιάσουν υπερκινησία ή δυσκινησία. Δηλαδή ανεπιθύμητες μυοκλονικές ή ταλαντευτικές κινήσεις του σώματος. Τέλος, σε περίπτωση αποτυχίας της φαρμακευτικής αντιμετώπισης, προτιμάται η χειρουργική.